Η Δικαιοσύνη της Αργεντινής ανέστειλε προσωρινά τις σαρωτικές αλλαγές της εργατικής νομοθεσίας που προωθεί ο ακροδεξιός πρόεδρος Χαβιέρ Μιλέι, ο οποίος υπέστη την πρώτη ήττα της θητείας του.
Δευτεροβάθμιο εργατοδικείο στο οποίο προσέφυγε η συνομοσπονδία εργατικών συνδικάτων CGT, η μεγαλύτερη της χώρας, επέβαλε «συντηρητικό μέτρο με την οποία αναστέλλει την εφαρμογή» των διατάξεων του κεφαλαίου «Εργασία» του διατάγματος-ποταμός της 20ής Δεκεμβρίου, εν αναμονή της εξέτασής τους σε βάθος στο κοινοβούλιο.
Η αναστολή θα ισχύσει ωσότου ληφθεί οριστική απόφαση για το ζήτημα που εγείρεται, τόνισαν οι δικαστές στην απόφασή τους, το κείμενο της οποίας μεταδόθηκε από διάφορα ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένου του επίσημου πρακτορείου ειδήσεων TELAM.
Η κυβέρνηση θα ασκήσει έφεση, επιβεβαίωσε ο γενικός εισαγγελέας Ροδόλφο Μπάρα.
Δέκα μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Μιλέι παρουσίασε διάταγμα με το οποίο προχωρά σε μαζική απορρύθμιση της οικονομίας, τροποποιώντας ή καταργώντας πάνω από 300 κανόνες που αφορούν ιδίως την εργασία, τον καθορισμό των τιμών ειδών πρώτης ανάγκης, το πλαφόν στα ενοίκια, την ιδιωτικοποίηση δημοσίων επιχειρήσεων, τους κανόνες που διέπουν τις εξαγωγές και τις εισαγωγές.
Ο Μιλέι μίλησε για την ανάγκη να μπει η χώρα σε «δρόμο προς την ανοικοδόμηση», την αποκατάσταση της «ατομικής ελευθερίας και αυτονομίας» και του «αφοπλισμού της τεράστιας ποσότητας κανονισμών που συγκρατούν, εμποδίζουν και αποτρέπουν την οικονομική ανάπτυξη».
Το διάταγμα πυροδότησε έντονες αντεγκλήσεις νομικών για το κατά πόσον είναι συνταγματικό ή όχι και έγινε αντικείμενο περισσότερων από δέκα προσφυγών στη Δικαιοσύνη, συμπεριλαμβανομένης αυτής της CGT.
Οι διαστάσεις της μεταρρύθμισης του εργατικού δικαίου που προκαλούν τη μεγαλύτερη πολεμική αφορούν την επέκταση της περιόδου μαθητείας από τους 3 στους 8 μήνες, τη μείωση των αποζημιώσεων σε περιπτώσεις απολύσεων, τον περιορισμό του δικαιώματος στην απεργία, την πιθανότητα απόλυσης σε περιπτώσεις παρεμπόδισης της λειτουργίας ή κατάληψης χώρων εργασίας κ.λπ.
Μεταξύ άλλων επιχειρημάτων, οι εργατοδίκες ανέφεραν πως το διάταγμα δεν τεκμηριώνει επαρκώς ποιοι είναι οι επείγοντες λόγοι για την αποφυγή της οφειλόμενης επέμβασης της νομοθετικής εξουσίας στη διαδικασία αλλαγής του εργατικού δικαίου, καθώς και ότι κάποια από τα μέτρα που περιλαμβάνει έχουν κατασταλτική ή τιμωρητική φύση.
Τονίζουν ακόμη ότι δεν εξηγείται πώς οι μεταρρυθμίσεις, αν εφαρμοστούν αμέσως, πέραν της ομαλής νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας, θα μπορούσαν να διορθώσουν την κατάσταση» και να τονώσουν την επίσημη απασχόληση, «a fortiori με δεδομένο ότι το ίδιο το διάταγμα υπογραμμίζει πως η απασχόληση παραμένει στάσιμη εδώ και 12 χρόνια».
Η CGT προκήρυξε απεργία και μαζική κινητοποίηση εναντίον της μεταρρύθμισης την 24η Ιανουαρίου.