Μόνο με ανάμικτα συναισθήματα μπορεί κανείς να υποδεχθεί την πρωτόδικη δικαστική απόφαση για τους δύο πρώην κουκουλοφόρους της υπόθεσης Novartis. Οι ποινές που επιβλήθηκαν δεν διασφαλίζουν ότι αυτό που ζήσαμε δεν θα επαναληφθεί. Δεν έπεσε φως σ’ αυτήν καθαυτήν την σκευωρία. Οι δύο κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν για συγκεκριμένα αδικήματα, αλλά όχι ως όργανα της σκευωρίας. Εμφανίσθηκαν ως αυτόκλητοι «αγανακτισμένοι» που σήκωσαν την ρομφαία της αντιδιαφθοράς.

Το ζήτημα θυμίζει έντονα την υπόθεση της δολοφονίας Λαμπράκη. Τότε που ο αείμνηστος εισαγγελέας Δελαπόρτας, σχολιάζοντας τις ποινές – χάδια, είχε μιλήσει για  «φως εξηντλημένης ηλεκτρικής στήλης». Πανηγυρίστηκε μεν τότε έστω και αυτή η καταδίκη. Με την διαφορά ότι όλοι αυτοί επί χούντας βρέθηκαν σε καίριες θέσεις, έγιναν υπουργοί, προήχθησαν τιμητικώς (και… αναδρομικώς), βρέθηκαν όλοι σε υψηλότατα αξιώματα – μάλιστα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κ. Κόλλιας έγινε και ο πρώτος πρωθυπουργός της χούντας.

Με βάση αυτό το προηγούμενο, πρέπει να σκεφθούμε ότι η υπόθεση Novartis δεν ήταν μια σκευωρία κατά των συγκεκριμένων δέκα πολιτικών προσώπων – των οποίων άλλωστε η αθωότητα έχει αποδειχθεί με την αρχειοθέτηση όλων των υποθέσεων. 

Ο πραγματικός στόχος ήταν η ίδια η Δημοκρατία. Αλλά μέχρι στιγμής οι εμπνευστές και ενορχηστρωτές της σκευωρίας παραμένουν στο απυρόβλητο.

Ο κ. Τσίπρας - που τον Φεβρουάριο του 2018 δήλωνε «να ξέρουν, όμως, ότι δεν θα τους περάσει, δεν θα τα καταφέρουν. Η υπόθεση αυτή θα προχωρήσει, θέλουν δεν θέλουν. Η δικαιοσύνη σε αυτόν τον τόπο θα αποδοθεί όπως πρέπει και όπως ορίζει το Σύνταγμα και οι νόμοι της χώρας» - παραδίδει μαθήματα Δημοκρατίας, δίνει διαλέξεις, γράφει βιβλία και λένε πως ετοιμάζεται για comeback.

Είναι ο ίδιος που, στις 22 Ιουνίου 2019, σε συνέντευξή του στο cnn.gr, δήλωνε ότι «όλο αυτό το διάστημα συμπεριφέρονται με έναν τρόπο που φωνάζει, κραυγάζει ότι κάτι δεν πάει καλά». Επέμενε δηλαδή!

Από την βεβαιότητα στην «αφέλεια»

Έναν χρόνο αργότερα, στις 6 Ιουνίου 2020, σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή της Κυριακής» και στον Αλέξη Παπαχελά, τα γύρισε:

«Εκεί λοιπόν, θα μπορούσαμε κι εμείς να είχαμε χειριστεί µε λιγότερη αφέλεια την υπόθεση και να πούμε: Ποιοι είναι οι τρεις που εμφανίζονται να έχουν μεγαλύτερη σχέση µε το σκάνδαλο; Ε, αυτούς τους τρεις τους πάμε σε Προανακριτική και δεν θα επιστρέψουμε τη δικογραφία στη Δικαιοσύνη για να κρίνει αυτή».

Είχε περάσει από την βεβαιότητα στην αφέλεια. Συνέχιζε ωστόσο να υποστηρίζει πως η υπόθεση είχε κάποια βάση – αλλά για τρεις και όχι για δέκα. Το ότι αρχειοθετήθηκαν οι υποθέσεις και των δέκα δεν είχε καμιά σημασία. Σημασία είχε να γίνουν κάποιες δίκες.

Πιθανόν και να μην ήθελε καμιά ανάμιξη της Δικαιοσύνης (όπως προκύπτει από την δήλωσή του). Θα προτιμούσε ίσως ένα λαϊκό δικαστήριο!

Γι’ αυτό και όταν, τον Οκτώβριο του 2024, η Δικαιοσύνη αποφάσισε την άρση της προστασίας των ψευδομαρτύρων – καθώς εξέλιπαν οι λόγοι της προστασίας τους μετά την αρχειοθέτηση όλων των υποθέσεων – ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε το βιολί του, μιλώντας για «ταφόπλακα» στον θεσμό.

Προσφάτως πάλι, ο ΣΥΡΙΖΑ πανηγύρισε με ανακοίνωση επειδή η «Αικατερίνη Κελέση» επέμεινε σε όσα είχε πει στο παρελθόν, αν και καθόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου χωρίς την κουκούλα της. Άρα δεν έχουν παραιτηθεί από το αφήγημά τους.

Η Οδηγία που πήγε περίπατο

Υπάρχει, όμως, και μια Οδηγία της ΕΕ που πρέπει να εφαρμοστεί. 

Δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ στις 26 Νοεμβρίου 2019. Η οδηγία αυτή δεν έχει σκοπό μόνο να ενισχύσει την προστασία των προστατευομένων μαρτύρων, αλλά να ενισχύσει και την προστασία των καταγγελλομένων.

Σύμφωνα με την Οδηγία «οι καταγγέλλοντες θα πρέπει να έχουν βάσιμους λόγους να θεωρούν, βάσει των περιστάσεων και των πληροφοριών που έχουν στη διάθεσή τους κατά τον χρόνο της αναφοράς, ότι τα ζητήματα που καταγγέλλουν είναι αληθή. Η απαίτηση αυτή αποτελεί σημαντική δικλείδα ασφαλείας έναντι κακόβουλων, επιπόλαιων ή καταχρηστικών αναφορών, καθώς διασφαλίζει ότι τα άτομα, τη στιγμή της αναφοράς, που ηθελημένα και εν γνώσει τους κατήγγειλαν εσφαλμένες πληροφορίες δεν χαίρουν προστασίας».

Προβλέπεται επίσης ότι «η ταυτότητα του αναφέροντος θα πρέπει να μπορεί να αποκαλύπτεται μόνον όταν αυτό αποτελεί αναγκαία και αναλογική υποχρέωση που επιβάλλει η ενωσιακή ή η εθνική νομοθεσία στο πλαίσιο ερευνών ή δικαστικών διαδικασιών, ιδίως προκειμένου να διασφαλιστούν τα δικαιώματα υπεράσπισης των ενδιαφερόμενων προσώπων. Τέτοια υποχρέωση μπορεί να απορρέει, συγκεκριμένα, από την οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου».

Σύμφωνα με αυτήν: 

«Τα δικαιώματα των αναφερομένων θα πρέπει να προστατεύονται ώστε να αποφεύγονται βλάβες για τη φήμη και την υπόληψη ή άλλες αρνητικές συνέπειες. Επιπλέον, τα δικαιώματα υπεράσπισης και πρόσβασης του αναφερομένου σε μέσα έννομης προστασίας θα πρέπει να είναι πλήρως σεβαστά σε κάθε στάδιο της διαδικασίας που έπεται της αναφοράς, σύμφωνα με τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προστατεύουν την εμπιστευτικότητα της ταυτότητας του οικείου προσώπου και να διασφαλίζουν τα δικαιώματα υπεράσπισης συμπεριλαμβανομένων του δικαιώματος πρόσβασης στον φάκελο, του δικαιώματος ακρόασης και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής κατά απόφασης που το αφορά, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διαδικασίες που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία στο πλαίσιο ερευνών ή μεταγενέστερης δικαστικής διαδικασίας».

Ποια άρθρα αφορούν τους καταγγελλόμενους

-Στο Άρθρο 6 αναφέρεται σαφώς:

Οι αναφέροντες παραβιάσεις δικαιούνται προστασία δυνάμει της παρούσας οδηγίας, εφόσον: α) είχαν βάσιμους λόγους να θεωρούν ότι οι πληροφορίες σχετικά με παραβιάσεις που ανέφεραν ήταν αληθείς κατά τον χρόνο της αναφοράς και ότι οι πληροφορίες αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, και β) υπέβαλαν αναφορά είτε εσωτερικά σύμφωνα με το άρθρο 7 είτε εξωτερικά σύμφωνα με το άρθρο 10, ή προέβησαν σε δημόσια αποκάλυψη σύμφωνα με το άρθρο 15. 

-Στο Άρθρο 11:

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίζουν να περατώσουν διαδικασίες σχετικά με επαναλαμβανόμενες αναφορές οι οποίες δεν περιλαμβάνουν σημαντικές νέες πληροφορίες σχετικά με παραβιάσεις σε σχέση με προηγούμενη αναφορά όσον αφορά την οποία οι σχετικές διαδικασίες έχουν περατωθεί, εκτός εάν νέες νομικές ή πραγματικές περιστάσεις δικαιολογούν διαφορετική παρακολούθηση. Στην περίπτωση αυτήν, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον αναφέροντα σχετικά με την απόφασή τους και τους λόγους της.

-Στο Άρθρο 16:

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η ταυτότητα του αναφέροντος, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να αποκαλύπτεται μόνον όταν είναι αναγκαία και αναλογική υποχρέωση που επιβάλλεται από το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο στο πλαίσιο ερευνών των εθνικών αρχών ή δικαστικών διαδικασιών, μεταξύ άλλων με σκοπό τη διασφάλιση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του αναφερομένου.

-Στο Άρθρο 21: 

Με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφοι 2 και 3, όταν τα πρόσωπα που αναφέρουν πληροφορίες σχετικά με παραβιάσεις ή προβαίνουν σε δημόσια αποκάλυψη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, δεν θεωρείται ότι παραβιάζουν κανέναν περιορισμό όσον αφορά την αποκάλυψη πληροφοριών και δεν υπέχουν καμία απολύτως ευθύνη σε σχέση με την εν λόγω αναφορά ή δημόσια αποκάλυψη, εφόσον είχαν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι η αναφορά ή η δημόσια αποκάλυψη των εν λόγω πληροφοριών ήταν αναγκαία για να αποκαλυφθεί παραβίαση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Οι αναφέροντες δεν υπέχουν ευθύνη σε σχέση με την απόκτηση των πληροφοριών ή την πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται ή αποκαλύπτονται δημόσια, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω απόκτηση ή πρόσβαση δεν συνιστά αυτοτελώς ποινικό αδίκημα. Στην περίπτωση που η απόκτηση ή η πρόσβαση συνιστά αυτοτελές ποινικό αδίκημα, η ποινική ευθύνη εξακολουθεί να διέπεται από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

Κάθε άλλη πιθανή ευθύνη των αναφερόντων που προκύπτει από πράξεις ή παραλείψεις που δεν σχετίζονται με την αναφορά ή τη δημόσια αποκάλυψη ή που δεν είναι απαραίτητες για την αποκάλυψη παραβίασης σύμφωνα με την παρούσα οδηγία εξακολουθεί να διέπεται από το εφαρμοστέο ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο.

-Το Άρθρο 22 φέρει τον γενικό τίτλο «Μέτρα για την προστασία των αναφερόμενων»:

1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, σύμφωνα με τον Χάρτη, ότι οι αναφερόμενοι απολαμβάνουν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, καθώς και το τεκμήριο αθωότητας και τα δικαιώματα υπεράσπισης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ακρόασης και του δικαιώματος πρόσβασης στον φάκελό τους.

2. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ότι η ταυτότητα των αναφερόμενων προστατεύεται καθ’ όλη τη διάρκεια ερευνών που κινήθηκαν από την αναφορά ή τη δημόσια αποκάλυψη.

-Το Άρθρο 23 περιλαμβάνει τις Κυρώσεις όσον αφορά στην παραβίαση των δικαιωμάτων των καταγγελλομένων: 

Τα κράτη μέλη προβλέπουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις σε βάρος προσώπων όταν αποδεικνύεται ότι προέβησαν εν γνώσει τους σε ψευδείς αναφορές ή ψευδείς δημόσιες αποκαλύψεις. Τα κράτη μέλη προβλέπουν επίσης μέτρα αποζημίωσης για τις ζημίες που προκαλούνται από τέτοιες αναφορές ή δημόσιες αποκαλύψεις σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι μέχρι στιγμής δεν έχουν προστατευτεί τα δικαιώματα των καταγγελλομένων και δεν έχει εφαρμοστεί η Οδηγία της ΕΕ.

Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν δεν είναι ούτε αποτελεσματικές, ούτε αναλογικές, ούτε αποτρεπτικές.

Επομένως, η Δικαιοσύνη μπορεί να παρέμβει. Όχι για λόγους εκδίκησης, αλλά γιατί πρέπει να προστατευτεί η Δημοκρατία.

Και αυτό δεν αφορά μόνο τους καταγγελλόμενους. Αφορά όλους και όλες μας.

Διαφορετικά, οι κουκουλοφόροι θα επιστρέψουν…