Θέση μάχης έχουν πάρει τα τελευταία χρόνια οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι στο μέτωπο των υποδομών οπτικής ίνας. ΟΤΕ, Vodafone και Nova έχουν επιδοθεί σε έναν αγώνα για τη μετάβαση του εγχώριου κλάδου τηλεπικοινωνιών από το παλιό πλέον δίκτυο των καλωδίων χαλκού στη σύγχρονη τεχνολογία της οπτικής ίνας, η οποία έχει απορροφήσει ένα μεγάλο μέρος των επενδύσεων που υλοποιούν.
Κομβικός παίκτης ο ΟΤΕ, συνεχίζει με αμείωτο ρυθμό το επενδυτικό του πλάνο, με αιχμή την οπτική ίνα μέχρι το σπίτι, η διείσδυση της οποίας ανήλθε στο 18% στο τέλος Μαρτίου. Μέχρι το τέλος του 2023 θα δώσει πρόσβαση σε 1,4 εκατομμύριο σπίτια. Ως αποτέλεσμα, το 2022 έκλεισε για τον ΟΤΕ με μια μεγάλη αύξηση στους χρήστες υψηλών ταχυτήτων, με τους συνδρομητές υπηρεσιών οπτικών ινών να φτάνουν σχεδόν το 1,5 εκατομμύριο.
Σε ό,τι αφορά τον κλάδο της κινητής τηλεφωνίας, πρώτη προτεραιότητα του ΟΤΕ είναι η συνεχής ανάπτυξη του δικτύου 5G. Εχοντας πετύχει 80% πληθυσμιακή κάλυψη στο τέλος του 2022, ο στόχος έχει τεθεί στο 90% για το 2023 και σε πάνω από 90% στις μεγάλες πόλεις.
Σε τροχιά υλοποίησης του επενδυτικού της προγράμματος για την κατασκευή υποδομών οπτικής ίνας μέχρι το σπίτι και δικτύων 5G κινείται και η Vodafone Ελλάδας. Ο όμιλος τηλεπικοινωνιών έχει προχωρήσει σε ενίσχυση της επένδυσής του, με τον πήχυ να έχει τεθεί σε 850.000 συνδέσεις για σπίτια και επιχειρήσεις μέχρι το 2025 σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Βόλο, Ιωάννινα, Βέροια και Κοζάνη, με τον προϋπολογισμό να ανέρχεται στα 600 εκατ. ευρώ. Σε σχέση, τώρα, με το δίκτυο 5G, σήμερα είναι ενεργό σε περισσότερες από 140 πόλεις και οικισμούς, καθώς και σε 27 νησιά της χώρας.
Και η Nova έχει μπει με τη σειρά της στη μάχη των οπτικών ινών, με τη διείσδυσή της πλέον να φτάνει στο 5%. Σύμφωνα με το επενδυτικό πλάνο της εταιρείας, η οποία εντάσσεται πλέον στον όμιλο United Group, μόνο για τη χώρα μας προβλέπει επενδύσεις 2 δισ. ευρώ μέχρι το 2027, οι οποίες θα κατευθυνθούν κατά κύριο λόγο στην ανάπτυξη οπτικής ίνας μέχρι το σπίτι και δικτύου 5G. Οφείλουμε να επισημάνουμε, πάντως, ότι τα συγκεκριμένα έργα παρουσιάζουν υψηλό κόστος και εμφανίζουν, επιπλέον, έναν σημαντικό βαθμό δυσκολίας σε επίπεδο εκτέλεσης και υλοποίησης, λόγω της πολυπλοκότητάς τους.