To 2018, ο Ολαφ Σολτς έχασε την αρχηγία του SPD από το αριστερό δίδυμο των αντιπάλων του. Εχασε επειδή θεωρήθηκε συντηρητικός, μετριοπαθής και όχι όσο έπρεπε επιθετικός, απέναντι στα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα. To SPD, ακολουθώντας την πολιτική του Κόρμπιν και των Εργατικών στη Μεγάλη Βρετανία, έκανε στροφή τέρμα αριστερά και παίζοντας «σκληρό ροκ» περιορίστηκε στον σκληρό πυρήνα των οπαδών του, κατρακυλώντας στις δημοσκοπήσεις μέχρι και 14%.

Ευτυχώς γρήγορα έγινε κατανοητή η διείσδυση του Σολτς σε άλλους πολιτικούς χώρους, κυρίως λόγω του έργου του, της σταθερότητας και της ηρεμίας του χαρακτήρα του.

Η επιλογή του Σολτς, το συγκεκριμένο ρεαλιστικό πρόγραμμα των Σοσιαλδημοκρατών, η ισορροπία ανάμεσα στην υποστήριξη των αδυνάμων και την υγιή οικονομία της χώρας, άλλαξε τα δεδομένα και το SPD από τρίτο κόμμα βρέθηκε τις τελευταίες 15 ημέρες πριν από τις εκλογές, να προηγείται στις δημοσκοπήσεις και εν τέλει η Γερμανία να έχει σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο.

Η συγκεκριμένη εισαγωγή γίνεται για να επισημάνει ότι δεν υπάρχει η επιστροφή της ηρωικής σοσιαλδημοκρατίας του προηγούμενου αιώνα. Οι αξίες και οι ιδέες χρειάζονται νέου τύπου στέγη. Τα κόμματα που θέλουν να εκφράσουν σήμερα τη σοσιαλδημοκρατία οφείλουν να οργανωθούν, να συμπεριφερθούν και να μιλήσουν με βάση τις ανάγκες των πολιτών του 21ου αιώνα. Τα χαρακτηριστικά των ηγετών, παίζουν πολύ μεγαλύτερο ρόλο σήμερα, επειδή οι πολίτες δεν έχουν με το κόμμα τη σχέση που είχαν στο παρελθόν.

Το ΠΑΣΟΚ, εξέφρασε μια εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα, που δεν ήταν αντίστοιχη εκείνης της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Εκεί υπήρξε ισχυρή αστική τάξη με βιομηχανική εργατική τάξη, κοινωνικό κράτος με παράδοση και θεμελιωμένες για χρόνια δημοκρατίες. Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες περιοχές του Νότου, αναπτύχθηκε ένα παρασιτικό μοντέλο οικονομίας, με διόγκωση του κράτους, ταυτόχρονα, όμως, εμπεδώθηκε για πρώτη φορά σε διάρκεια η δημοκρατία, τα εργασιακά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος.

Στην πραγματικότητα, η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ (όπως πολλών παραδοσιακών κομμάτων στην ΕΕ) συντελέστηκε στην κρίση, όταν οι πολιτικές που εξασφάλιζαν για δεκαετίες τη λεγόμενη «ευημερία με δανεικά», δεν μπορούσαν πια να συνεχιστούν. Οποιαδήποτε προσπάθεια επιστροφής στο ΠΑΣΟΚ του 20ου αιώνα, δεν δίνει προοπτική πολιτικής ηγεμονίας. Ο εκλεγμένος, λοιπόν, νέος «αρχιμάστορας», πρέπει να χτίσει ένα εξ’ ολοκλήρου νέο οικοδόμημα, ώστε να στεγάσει τις ανησυχίες των πολιτών αυτού του αιώνα και ιδίως των νέων. Αυτός, ο μετά την κρίση ταλαιπωρημένος νέος κόσμος, έχει αποδεσμευθεί, μετά από πολλές περιπέτειες, από αντιδεξιά σύνδρομα και μετεμφυλιακές πολιτικές φορτίσεις. Χρειάζεται μια σύγχρονη πολιτική, η οποία κρατά σταθερές τις αξίες της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης, ενσωματώνει τον πατριωτικό ρεαλισμό, υποστηρίζει κανόνες ευνομίας, ισονομίας, αξιοκρατίας και αξιολόγησης στη λειτουργία του κράτους.

Η τεράστια συμμετοχή πολιτών στις εκλογές για την ανάδειξη αρχηγού του νέου ΠΑΣΟΚ, έχει και στοιχεία νοσταλγίας, κυρίως για τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Πρέπει, όμως, να ερμηνευθεί και ως το αδιέξοδο που βρίσκεται καθώς και η ανάγκη που νιώθει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, να βρει πολιτική στέγη που θα το εκφράζει και θα το εμπνέει, χωρίς να υποχρεώνεται να δανείζει την ψήφο του δεξιά και αριστερά.

Η τεράστια, επίσης, υποστήριξη στον νέο πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, κατοχυρώνει την ενότητα και διευκολύνει μεγάλες αλλαγές και ανανέωση σε πρόσωπα, λόγο και πολιτική, καθώς και την υποχρέωση να ενδυναμώσει τη δημοκρατική λειτουργία του κόμματος. Ο σημερινός αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, είναι ο νεότερος στην ιστορία του χώρου, ο μόνος ο οποίος δεν έχει κυβερνητική εμπειρία, έχει όμως μεγάλη κομματική και εκλογική εμπειρία, καθώς και σημαντική γνώση των ευρωπαϊκών θεσμών και της ευρωπαϊκής λειτουργίας.

Η επαναφορά συμβόλων και η ανανέωση σε πρόσωπα, αφορά γρήγορες διαδικασίες και αποφάσεις, για τις οποίες δεν θα βρει κανένα εμπόδιο. Το στοίχημα, λοιπόν, μετά την πρώτη περίοδο του ενθουσιασμού και της αισιοδοξίας (στοιχεία καθόλου ευκαταφρόνητα), είναι η ποιότητα της αντιπολίτευσης και η ταυτότητα της πολιτικής του. Υπάρχει ρητή ανάγκη συνδυασμού και των δύο. Ισχυρή αντιπολίτευση, με τελικό στόχο πάντα το όφελος για τους πολλούς. Οραματικός λόγος με ρεαλιστική πολιτική για τον αιώνα του ψηφιακού μετασχηματισμού, της κλιματικής αλλαγής, σε μια Ελλάδα δημογραφικής συρρίκνωσης και αύξησης των ανισοτήτων. Η αντιπολίτευση πρέπει να είναι δυναμική, αλλά όχι υστερική και η πολιτική πρέπει να είναι λαϊκή, αλλά όχι λαϊκίστικη.

Ας δούμε κάποια στοιχεία μιας νέας πολιτικής ταυτότητας.

Η παγκοσμιοποίηση μείωσε την ισχύ του εθνικού κράτους, αλλά ενίσχυσε την ανάγκη εθνικής ταυτότητας. Στον 21° αιώνα, θέλουμε μια Ελλάδα στην ΕΕ, αλλά με διεθνή παρουσία από τα πανεπιστήμια μέχρι τις επιχειρήσεις, ως προϋπόθεση ευημερίας αλλά και εθνικής ασφάλειας.

Δημοκρατία για όλους. Δημοκρατία σημαίνει ελευθερία με δικαιώματα και υποχρεώσεις, σημαίνει σεβασμός των κανόνων και του άλλου. Οταν η δικαιοσύνη αργεί, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν εξαρτήσεις, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, οι δρόμοι κλείνουν υπό τη βία μειοψηφιών, τα θύματα είναι πάντα οι πλέον αδύναμοι. Οσο η φοροδιαφυγή συνεχίζεται, το κοινωνικό κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει αντικειμενικά υπέρ αυτών που έχουν ανάγκη.

Η έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης, σημαίνει μια δημοκρατία ελλειμματική.

Μόνο η πρωτοπορία της Ελλάδος στην Δ’ Βιομηχανική Επανάσταση και η αλλαγή παραγωγικού μοντέλου με στόχο τις εξαγωγές, μπορεί να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Ομως αυτές οι νέες θέσεις, έχουν διαφορετικές προϋποθέσεις και διαφορετικές συνθήκες από το παρελθόν. Απαιτείται χάρτα δικαιωμάτων των εργαζομένων απο τις πλατφόρμες μέχρι τους ψηφιακούς νομάδες και τους τηλε-εργαζόμενους.

Η αγορά εργασίας του 21ου αιώνα, δεν μπορεί να έχει τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης βιομηχανικής εποχής. Πρέπει να ορίσουμε τα νέα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, που θα προστατεύσουν τους εργαζόμενους, ενώ αν συνεχίσουμε να μιλάμε με τη γλώσσα της δεκαετίας του ’80, αυτοί θα αφεθούν βορά σ’ ένα άτυπο και αρρύθμιστο καθεστώς εργασίας.

Το Μεταναστευτικό – Προσφυγικό, κορυφαίο πρόβλημα της εποχής που ήρθε για να μείνει, παίρνει νέες διαστάσεις και χρειάζεται μείζονες αναθεωρήσεις. Κυρίαρχα στοιχεία είναι ο έλεγχος των ροών και οι πολιτικές ένταξης. Και στα δύο, τα δεδομένα είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα του 20ου αιώνα. Σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις αντικειμενικές δυνατότητες της χώρας για την προάσπισή τους.

Η συγκυρία, οι εξελίξεις, η δίψα μεγάλου μέρους των πολιτών για μια πολιτική που τους εκφράζει, δημιουργούν ευκαιρία για νέα αρχή… επ’ ουδενί, όμως, για επιστροφή!

 

Η Αννα Διαμαντοπούλου είναι πρόεδρος του Δικτύου – πρόεδρος της Επιτροπής της ΕΕ για το μέλλον του κοινωνικού κράτους – πρ. επίτροπος ΕΕ – πρ. Υπουργός. Το άρθρο δημοσιεύεται στα Νέα