Η διεκδίκηση θέσεων σε διεθνείς οργανισμούς είναι ένα άλμα εξωστρέφειας και μια εθνική μάχη, επισημαίνει η Αννα Διαμαντοπούλου στη συνέντευξή της στη Δήμητρα Κρουστάλλη για το «Βήμα της Κυριακής». Η πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη μιλά για την ανάγκη νέων οικονομικών προσεγγίσεων στη μετά Covid-19 πραγματικότητα για τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις που ενισχύουν την «αυτόνομη και ενιαία γεωπολιτικά Ευρώπη», η οποία θα λειτουργήσει και ως ισχυρή ασπίδα προστασίας για όσα ευρωπαϊκά κράτη αντιμετωπίζουν προβλήματα από περιφερειακούς αναθεωρητισμούς, όπως συμβαίνει με την πατρίδα μας- για τον συμβουλευτικό ρόλο του ΟΟΣΑ σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις, που για να είναι επιτυχημένες «εφαρμόζονται οικειοθελώς και δεν επιβάλλονται». Η Ελλάδα έχει κάνει βήματα στη μεταρρυθμιστική κουλτούρα, «και για ορισμένες κρίσιμες αλλαγές όπως του Ασφαλιστικού, σήμερα είμαστε ιδιαιτέρως προβληματισμένοι και απολογητικοί» παρατηρεί η κυρία Διαμαντοπούλου.

Η αποδοχή εκ μέρους σας της πρότασης του Κυριάκου Μητσοτάκη για τον ΟΟΣΑ προκάλεσε τριβή ανάμεσα στο ΚΙΝΑΛ και στον ΣΥΡΙΖΑ και αντιδράσεις από ένα κομμάτι της ΝΔ για τα συνεχή ανοίγματα του Πρωθυπουργού στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Πώς τα σχολιάζετε;

«Πιστεύω ότι η επιλογή του Πρωθυπουργού αφορά την εξωτερική και όχι την εσωτερική πολιτική της χώρας. Αυτό που διαπίστωσα στις συζητήσεις μαζί του είναι ότι η κυβέρνηση είχε κάνει μια σοβαρή προεργασία και ήθελε μια πρόταση με εξωστρεφή προσανατολισμό. Η Ελλάδα σήμερα έχει πολλούς λόγους, διπλωματικούς και οικονομικούς, συγκυριακούς και μονιμότερους, για ένα μεγάλο άλμα στην εξωστρέφεια. Ανοίγεται επιθετικά στον έξω κόσμο, διότι έχει να δώσει πολλά και να καταξιωθεί, πλέον, διά της προσφοράς. Επιδιώκει να ξεπεράσει τον μίζερο και παθητικό ρόλο να ζητάει διαρκώς, αλλά θέλει, έχει και μπορεί να δώσει στον κόσμο, πνευματικές αξίες, αρχές συνύπαρξης, αλλά και πολύτιμες οικονομικές και κοινωνικές εμπειρίες. Η Ελλάδα, παρά την γκρίνια μας, απέδειξε πως μόνο όταν αντέχουν οι δημοκρατικοί θεσμοί υπάρχει ανάκαμψη. Επίσης, η ελληνική πρόταση επιχειρεί να εναρμονιστεί με την ταυτότητα και τη στοχοθεσία του ΟΟΣΑ. Την υπάρχουσα, ως γέφυρα παγκοσμιότητας, συνεργασίας για τη συνανάπτυξη εθνών και λαών, αλλά και την ανανεωμένη, ως θεσμό ανοιχτών οριζόντων και καταπολέμησης των κάθε είδους αποκλεισμών και ανισοτήτων. Η σοβαρότητα δε μιας τέτοιας διεθνούς συμμετοχής της χώρας προϋποθέτει, φυσικά, μια κατά το δυνατόν αξιοκρατική επιλογή. Τέλος, επειδή εκτός από επιλογή εξωτερικής πολιτικής, είναι και πρόταση διεκδίκησης και μάχης, καθόλου σίγουρης, καθόλου δεδομένης, είναι ευκαιρία να συμπορευτούμε σε μια εθνική προσπάθεια σε καιρούς δύσκολους για την πατρίδα μας. Οταν υπάρχουν 37 χώρες και 8 σημαντικοί υποψήφιοι από όλες τις ηπείρους είναι μια δύσκολη, αλλά που αξίζει τον κόπο, μάχη».

Πριν από χρόνια διατελέσατε επίτροπος στην Κομισιόν. Τι πιστεύετε ότι έχει αλλάξει από τότε στην Ευρώπη;

«Πολλά και σημαντικά. Εξελίχθηκε σε μια σημαντική εσωτερική αγορά για την ανάπτυξη των λαών της, σταθεροποιήθηκε το κοινό νόμισμα και πρόσφατα με το Ταμείο Ανάκαμψης, τέθηκαν ισχυρές βάσεις για την ανοικοδόμηση και σύγκλιση μιας ενιαίας οικονομικής πορείας. Μέσα στον χρόνο, παρά τις καθυστερήσεις και τις ατέλειες του ενωσιακού εγχειρήματος, το δίλημμα “Ευρώπη ή χάος” γίνεται ευκρινέστερο και η επιλογή προφανής. Τα σημαντικότερα όμως έπονται. Ταυτόχρονα με την ενιαία οικονομικά και κοινωνικά Ευρώπη, εξελίσσεται η αυτόνομη και η ενιαία γεωπολιτικά Ευρώπη. Οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις και αναταραχές ωθούν τα πράγματα ραγδαία προς τα εκεί. Αυτή η εξέλιξη είναι η μεγάλη ελπίδα ισορροπίας, σταθερότητας και ειρήνης μέσα σε συνθήκες έντονου πολυπολικού ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ, Κίνας και των υπόλοιπων μεγάλων δυνάμεων. Είναι ταυτόχρονα, όμως, και ισχυρή ασπίδα προστασίας για όσα ευρωπαϊκά κράτη αντιμετωπίζουν προβλήματα από περιφερειακούς αναθεωρητισμούς, όπως συμβαίνει με την πατρίδα μας».

Πώς εκτιμάτε ότι θα κινηθεί η παγκόσμια οικονομία, δεδομένων των αλλαγών που επιφέρει η Covid- 19; Θα διευρυνθούν οι ανισότητες; Θα δημιουργηθούν νέες;

«Είναι γεγονός ότι η πανδημία επιτάχυνε και όξυνε τα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας, που όμως συνέχιζε να νοσεί από τη μεγάλη κρίση του 2008. Τα διαρθρωτικά και δημοσιονομικά προβλήματα που άφησε πίσω της δεν αντιμετωπίστηκαν ριζικά και επέστρεψαν με δραματικό τρόπο, προστιθέμενης της πανδημίας. Βέβαια, κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες με την εμπειρία του 2008 έδρασαν αποφασιστικά στον τομέα της προσφοράς ρευστότητας, για να κρατήσουν άμεσα όρθια τις παραγωγικές δομές επιχειρήσεων και εργαζομένων. Ομως, η συσσωρευμένη οικονομική επιδείνωση και η πολυπλοκότητα της κρίσης βάζουν στο επίκεντρο την ανάγκη νέων οικονομικών προσεγγίσεων, λιγότερο χρηματοοικονομικών και περισσότερο παραγωγικών, για τη νέα μετά Covid-19 πραγματικότητα. Σε ό,τι αφορά τις ανισότητες, επειδή εντοπίζονται σε διαφορετικές κλίμακες, όχι μόνο στο εσωτερικό των κοινωνιών, αλλά και μεταξύ εθνών και ηπείρων, πράγματι στον δυτικό κόσμο διευρύνθηκαν, με την έννοια ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του πλούτου πλέον μεταφέρεται στην Ανατολή. Γι’ αυτό, άλλωστε, προέχει μια σοβαρή και αναβαθμισμένη ανασυγκρότηση των σχέσεων της ΕΕ με τις ΗΠΑ, ανεξαρτήτως αποτελέσματος των εκλογών του Νοεμβρίου. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ΕΕ θα εγκαταλείψει την εποικοδομητική προσέγγιση με άλλες δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ρωσία, παρά τις μείζονες διαφορές».

Το Μεταναστευτικό θα παραμείνει ένα μεγάλο πρόβλημα για την Ευρώπη και για την Ελλάδα. Τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει;

«Η Μετανάστευση, πάγιο στοιχείο της ιστορικής εξέλιξης, κατά περιόδους θέτει μεγάλα προβλήματα. Ειδικά για την Ευρώπη, είναι πηγή ανασφάλειας, “εκβιάζει και εκτρέπει” τους ευρωπαϊκούς λαούς σε πολιτικές και κοινωνικές τραυματικές επιλογές και αναβιώνει κύκλους εσωτερικών εθνικών συγκρούσεων. Ειδικότερα για την Ελλάδα, το Μεταναστευτικό έχει διπλή επιβαρυμένη διάσταση. Διότι πέραν του καθαυτού κοινωνικού προβλήματος και των σοβαρών διαχειριστικοί απαιτήσεών του, υπάρχει και ως εργαλειακό πρόβλημα χρησιμοποίησης που θίγει θέματα εθνικής προστασίας και ασφάλειας της χώρας. Γι’ αυτό επείγει ένα ευρωπαϊκό σχέδιο κοινής μεταναστευτικής πολιτικής, που θα χαράζει συνολικά τις κατευθύνσεις της ΕΕ σε γεωπολιτικό, κοινωνικό, δηλαδή πολιτικές ενσωμάτωσης, αλλά και θεσμικό, διαχειριστικό επίπεδο. Με πνεύμα συνεργασίας, στα πλαίσια των ευρωπαϊκών κοινωνικών αξιών και με κατανομή ευθυνών και ανάληψη κόστους από όλα τα κράτη-μέλη. Το νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Ασυλο που κατέθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ένα μεγάλο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση και με τις κατάλληλες συμπληρώσεις μπορεί να αποτελέσει εφόδιο για αποτελεσματικές λύσεις».

Ο ΟΟΣΑ είναι οργανισμός που προωθεί τις μεταρρυθμίσεις με ηπιότερες μεθόδους από το ΔΝΤ. Ομως οι Ελληνες παραμένουν καχύποπτοι απέναντι στα διάφορα μεταρρυθμιστικά προγράμματα. Πώς μπορεί να αρθεί η καχυποψία, ώστε να προχωρήσουν με κοινωνική ειρήνη οι αναγκαίες αλλαγές;

«Αυτό που λέτε για την ηπιότητα είναι αλήθεια. Λιγότερο γνωστή, αλλά εξίσου αλήθεια είναι ότι ο ΟΟΣΑ δεν είναι οργανισμός θεσμικά αποφασιστικός, αλλά συμβουλευτικός. Αλλωστε η βασική αλήθεια των επιτυχημένων μεταρρυθμίσεων είναι ότι δεν επιβάλλονται, αλλά εφαρμόζονται οικειοθελώς. Οι μεταρρυθμίσεις πάντα θέτουν δύο ερωτήματα: Αν είναι αναγκαίες και αν είναι ιδιόκτητες. Η Ελλάδα, με βάση και τις πικρές εμπειρίες της τελευταίας δεκαετίας, έχει κάνει βήματα στη μεταρρυθμιστική κουλτούρα. Σήμερα η άρση της καχυποψίας είναι θέμα περισσότερο πολιτικής εμπιστοσύνης και λιγότερο απόρριψη καθαυτών των μεταρρυθμίσεων. Για κάποιες, μάλιστα, κρίσιμες, ματαιωμένες ή διαρκώς αναβαλλόμενες, όπως του Ασφαλιστικού, σήμερα είμαστε ιδιαιτέρως προβληματισμένοι και απολογητικοί».