«Οι σημερινές συνθήκες απαιτούν ένα πραγματικό κίνημα και όχι μια νέα κομματική γραφειοκρατία, που απωθεί και απαξιώνεται καθημερινά» σημειώνει σε συνέντευξή του στα Νέα ο Νίκος Ανδρουλάκης περιγράφοντας το κόμμα που ο ίδιος επιθυμεί. Σημειώνει πως οι συμμετέχοντες στις εκλογές θα πάρουν τον λόγο και την πρωτοβουλία.
«Θα τους δώσουμε τον λόγο σε κάθε περιφέρεια, στις συνδιασκέψεις που θα οργανώσουμε, στα όργανά μας για να οικοδομήσουμε μια σχέση με στέρεα ιδεολογικά και πολιτικά θεμέλια. Έτσι θα προσελκύσουμε ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας και τη νέα γενιά. Πρόσωπα καταξιωμένα, αλλά και αγωνιστές της καθημερινότητας. Ορατοί, αλλά και “αόρατοι” για τον σημερινό άγονο δικομματισμό. Θα δείτε ένα κόμμα που δεν θα επενδύει στην όξυνση και τη διαίρεση. Με αυτόνομο, πατριωτικό προοδευτικό λόγο, που αγκαλιάζει τις αγωνίες των πολλών. Ένα κόμμα που θα μιλάει με επιχειρήματα και όχι με αφορισμούς. Ένα κόμμα που θα εργάζεται για το καλό της χώρας και δεν θα επενδύει στην καταστροφή. Αυτό θα είναι το κόμμα που θέλουν αυτοί που μας πιστεύουν και η ελληνική κοινωνία κατ’ επέκταση. Ας τους δώσουμε και ας μας δώσουμε αυτήν την ευκαιρία» λέει ο πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ.
Σε ότι αφορά το γεγονός ότι δεν είναι στη Βουλή και τις συνέπειες που αυτό έχει σε σχέση με τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ απαντά ότι «μαζί με την κοινοβουλευτική μας ομάδα θα λειτουργήσουμε σαν μια γροθιά, ενωμένοι για το καλό της παράταξης και της χώρας. Η αναδιάταξη δυνάμεων που αποφασίσαμε ομόφωνα την περασμένη Τρίτη θα αποδώσει και θα παράγει πολιτική ουσίας».
Ερωτώμενος για τον προϋπολογισμό και την οικονομία εκτιμά ότι «μπαίνουμε στο νέο έτος με ισχυρές πληθωριστικές τάσεις και ένα κύμα ακρίβειας που πλήττει βάναυσα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, χωρίς προβλέψεις για μέτρα στήριξης των ασθενέστερων. Για παράδειγμα, τα επιδόματα που δόθηκαν αδυνατούν να καλύψουν τα αυξημένα κόστη θέρμανσης. Οι αυξημένοι έμμεσοι φόροι σε βασικά είδη διατροφής και τα καύσιμα, υπονομεύουν τη μεσαία τάξη και τα χαμηλότερα εισοδήματα. Η εργασία γίνεται πιο επισφαλής, η αξιοπρεπής διαβίωση χίμαιρα για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Αυτό από μόνο του θα έπρεπε να ακυρώνει κάθε διάθεση θριαμβολογίας. Επιπλέον παρά την πίεση που δέχεται και τις χρόνιες αδυναμίες του, η κυβέρνηση μειώνει τη χρηματοδότησή του ΕΣΥ, υπονομεύοντας το ακόμη περισσότερο. Υπάρχουν πολλά ανησυχητικά στοιχεία στα οποία έχουν ήδη αναφερθεί οι εισηγητές και θα αναδείξω και εγώ ο ίδιος στην ομιλία μου στη Βουλή».
Αιχμές αφήνει και για την διαχείριση της πανδημίας τονίζοντας πως «είναι λοιπόν εθνική ανάγκη να σπάσουμε το φόβο και την παραπληροφόρηση. Σε αυτή την προσπάθεια θα είμαστε στην πρώτη γραμμή».
Ξεκαθαρίζει πως το ΚΙΝΑΛ «δεν θα γίνει ούτε σωσίβιο ούτε προσάρτημα κανενός. Έλαβα ισχυρή εντολή να μεγαλώσω την παράταξη, να είναι πρωταγωνίστρια πολιτική δύναμη, με μία σοσιαλδημοκρατική πρόταση διακυβέρνησης. Η εποχή που το Κίνημα έπρεπε να απαντήσει ‘με ποιον θα πάει” τελειώνει ανεπιστρεπτί».
Ερωτώμενος για τα πιο κρίσιμα ζητήματα για την χώρα το επόμενο διάστημα σημειώνει: «Τα επόμενα χρόνια η χώρα μας θα λάβει 70 δισεκατομμύρια ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και τον Ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, τα οποία αν αξιοποιηθούν σωστά μπορούν να μετασχηματίσουν την Ελληνική οικονομία και να την κάνουν πιο ανταγωνιστική και ανθεκτική στις παγκόσμιες προκλήσεις. Όμως για να γίνει αυτό απαιτείται η διαχείρισή τους να γίνει με έναν τρόπο αξιοκρατικό και διαφανή. Να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση των χρόνιων δυσλειτουργιών, και τα χρήματα να διαχέονται και στην πραγματική οικονομία για να δημιουργηθούν πολλές και καλές θέσεις εργασίας, που θα μπορούν να χρηματοδοτήσουν ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος για την αντιμετώπιση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων. Η χώρα μας έχει από τα υψηλότερα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας. Η πράσινη μετάβαση θα πρέπει να γίνει με έναν κοινωνικά δίκαιο τρόπο ώστε να είναι η ευκαιρία για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα στην πηγή μέσω της κοινωνικοποίησης της παραγωγής ενέργειας και εκτεταμένων και στοχευμένων προγραμμάτων «εξοικονομώ», και να μη γίνει η αιτία για την περαιτέρω φτωχοποίηση των πιο αδύναμων. Θα πρέπει επίσης να μιλήσουμε για την ουσιαστική ενίσχυση των θεσμών, και της διαφάνειας στο δημόσιο λόγο, καθώς και την ισχυροποίηση των ανεξάρτητων αρχών ως αντιβάρων στην εκτελεστική εξουσία. Αυτά τα ζητήματα θα αναδεικνύουμε με διακριτό στίγμα και έναν ρεαλιστικό και προοδευτικό προγραμματικό λόγο, οικοδομώντας σχέσεις εμπιστοσύνης με αυτούς που μας χρειάζονται».