O υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, κ. Γιάννης Πλακιωτάκης, μιλώντας στην 31η γενική συνέλευση του ΙΜΟ στο Λονδίνο, προέτρεψε την Ολομέλεια των μελών του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού να εξεταστεί η αναβολή της εφαρμογής του νέου κανονισμού που προβλέπει την χρήση από τη ναυτιλία καυσίμων χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο.
Ο κ. Πλακιωτάκης υπογράμμισε την ανάγκη να εκτιμηθούν περισσότερο και σε βάθος οι όποιες επιπτώσεις προκύψουν για την ασφάλεια των πληρωμάτων και των πλοίων.
Όπως τόνισε, «αν και η γενικότερη αντίληψη είναι πως με το θέμα αυτό έχουμε τελειώσει, το γεγονός πως οι αρμόδιες επιτροπές του ΙΜΟ συνεχίζουν να το συζητούν, δείχνει πως υπάρχουν ακόμη ζητήματα, όπως η διαθεσιμότητα, η συμβατότητα, η ασφάλεια, στα οποία δεν έχουν δοθεί πλήρεις απαντήσεις και παραμένουν ανοικτά».
«Αν η διεθνής ναυτιλιακή κοινότητα», συνέχισε, «δεν εξετάσει αυτά τα θέματα με σοβαρότητα και με τον επείγοντα χαρακτήρα που απαιτούν, φοβούμαι ότι ο κόσμος θα γίνει μάρτυρας, όχι μόνο σοβαρών διαταραχών του εμπορίου, αλλά και απειλών για σοβαρά, ακόμα και θανατηφόρα ατυχήματα».
«Ο ΙΜΟ», τόνισε, «έχει και τα μέσα και την εμπειρία να το κάνει αυτό. Θα πρέπει επίσης όμως να έχει και τη βούληση να το πράξει».
Εξάλλου, ο κ. Πλακιωτάκης παρότρυνε τα κράτη – μέλη του ΙΜΟ να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Ελλάδας, που προωθεί νομοθετική ρύθμιση η οποία προβλέπει κυρώσεις για τους προμηθευτές εκείνους, που θα παραδίδουν στα πλοία καύσιμα που δεν συμμορφώνονται με τις νέες προδιαγραφές.
Σε άλλα σημεία της ομιλίας του, αναφέρθηκε στον ηγετικό ρόλο της ελληνικής ναυτιλίας, αλλά και στις καθημερινές προσπάθειες των στελεχών του Λιμενικού Σώματος να διαφυλάξουν τα θαλάσσια σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λειτουργώντας με αποφασιστικότητα, αλλά και προτεραιότητα την προστασία της ανθρώπινης ζωής.
Αναφέρθηκε επίσης και στη μάστιγα των πειρατικών επιθέσεων, που όπως δείχνουν τα στοιχεία επιστρέφει στη ναυτιλιακή βιομηχανία, καλώντας τα κράτη – μέλη του ΙΜΟ να επιδείξουν ετοιμότητα και στενή συνεργασία για την καταπολέμηση του φαινομένου.
Τέλος, υπογράμμισε τη σημασία του ανθρώπινου παράγοντα και της ναυτικής εκπαίδευσης και κατάρτισης στην ομαλή και ασφαλή λειτουργία της ναυτιλίας, ιδίως υπό το φως των τεχνολογικών εξελίξεων, των τεχνικών περιβαλλοντικών μέτρων και της εισαγωγής αυτοματισμών στα πλοία.