Διευκρινήσεις για την αναστολή συμβάσεων έδωσε με εγκύκλιο το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. 

Όπως σημειώνεται, παρατείνεται η αναστολή των συμβάσεων εργασίας εργαζομένων σε επιχειρήσεις–εργοδότες που συνεχίζεται η αναστολή λειτουργίας τους, με εντολή δημόσιας αρχής, κατά το μήνα Μάιο 2020. Συνεπώς, παρατείνεται και η αναστολή συμβάσεων εργασίας εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου.

Συγκεκριμένα:

Μετά το πέρας του διαστήματος της παράτασης αναστολής, η σύμβαση εργασίας συνεχίζεται για το συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται, όταν η επιχείρηση-εργοδότης επαναλειτουργήσει.

Για παράδειγμα, σε περίπτωση σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, με συμφωνημένο χρόνο λήξης την 15η Μαΐου, που ετέθη σε αναστολή την 15η Μαρτίου, ο υπολειπόμενος χρόνος κατά τον οποίο συνεχίζεται η σύμβαση εργασίας, όταν η επιχείρηση-εργοδότης επαναλειτουργήσει και ολοκληρωθεί ο χρόνος παράτασης της αναστολής τής εν λόγω σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, είναι δύο μήνες.

Η υποχρέωση συνέχισης της σύμβασης εργασίας για τον συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται, όταν η επιχείρηση-εργοδότης επαναλειτουργήσει, δεν υφίσταται όταν συντρέχει αντικειμενική αδυναμία εκπλήρωσής της, όπως σε περίπτωση επιχειρήσεων– εργοδοτών που από τη φύση λειτουργίας τους είναι εποχικές (π.χ. θέατρα χειμερινής περιόδου, χιονοδρομικά κέντρα, φροντιστήρια ή κέντρα ξένων γλωσσών, που η λειτουργία τους διαρκεί όσο και το σχολικό έτος, κ.ά.) ή, σε περίπτωση κατά την οποία η απασχόληση του εργαζομένου δεν είναι δυνατή, διότι η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είχε συναφθεί για την εξυπηρέτηση αναγκών που δεν υφίστανται πλέον, μετά τη λήξη της αναστολής ή της παράτασης της αναστολής τής σύμβασης εργασίας του εργαζομένου (π.χ. οδηγοί σχολικών λεωφορείων, η διάθεση ταξιθετριών/ταξιθετών από εταιρεία παροχής υπηρεσιών, ενώ έχει απαγορευτεί η πραγματοποίηση παραστάσεων, προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού, κ.ά.).

Κατά τη διάρκεια της παράτασης της αναστολής λειτουργίας επιχειρήσεων-εργοδοτών, με εντολή δημόσιας αρχής, αυτές οι επιχειρήσεις-εργοδότες δεν επιτρέπεται να προβούν σε μείωση του προσωπικού τους με καταγγελία σύμβασης εργασίας και, σε περίπτωση πραγματοποίησης καταγγελιών, αυτές είναι άκυρες.

Επιχειρήσεις-εργοδότες που πλήττονται σημαντικά και έχουν θέσει σε αναστολή τις συμβάσεις εργασίας μέρους, ή του συνόλου των εργαζομένων τους, δύνανται να παρατείνουν την αναστολή των συμβάσεων εργασίας εργαζομένων τους που έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή μέχρι του ποσοστού 60% αυτών και να προβούν σε οριστική ανάκληση τουλάχιστον για το 40% αυτών. Η παράταση της αναστολής των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων αυτών, δύναται να είναι κατ’ ανώτατο όριο 30 ημέρες και, μέχρι την 31η Μαΐου 2020.

Εάν υπερβούν το ανωτέρω ποσοστό, οι επιχειρήσεις-εργοδότες υποχρεούνται να καταβάλουν οι ίδιοι τις αποδοχές των εργαζομένων που υπερβαίνουν το ποσοστό αυτό.

Μετά το πέρας του διαστήματος παράτασης της αναστολής, η σύμβαση εργασίας συνεχίζεται για το συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται.

Οι επιχειρήσεις-εργοδότες που ανήκουν στις εν γένει πληττόμενες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που επαναλειτουργούν κατά το μήνα Μάιο, όπως αυτές προσδιορίζονται, βάσει Κωδικών Αριθμών Δραστηριότητας (ΚΑΔ), από το υπουργείο Οικονομικών και, πάντως, για όσο χρόνο αυτές συνεχίζουν να πλήττονται, μπορούν να εφαρμόσουν το μέτρο της λειτουργίας της επιχείρησης με προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

Ειδικότερα:

α) Με περίοδο αναφοράς το μήνα, κάθε εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται κατ’ ελάχιστο δύο εβδομάδες, συνεχόμενα ή διακεκομμένα.

1. Ως περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό της κατ’ ελάχιστον απασχόλησης κάθε εργαζομένου, λογίζεται ο ημερολογιακός μήνας.

2. Εντός κάθε ημερολογιακού μήνα, η κατ’ ελάχιστον απασχόληση κάθε εργαζομένου πρέπει να είναι δύο πλήρεις εβδομάδες, πέντε εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου ή έξι εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου.

3. Οι ανωτέρω πλήρεις εβδομάδες μπορεί να είναι συνεχόμενες ή διακεκομμένες, για παράδειγμα μπορεί να μεσολαβήσει μία εβδομάδα, πριν ο εργαζόμενος να απασχοληθεί εκ νέου για μία τουλάχιστον ακόμη πλήρη εβδομάδα.

Είναι ευνόητο ότι στις εβδομάδες εργασίας δεν περιλαμβάνονται οι ημέρες πάσης φύσεως νόμιμης άδειας (κανονική, αναρρωτική, κ.ά.).

β) Ο τρόπος αυτός οργάνωσης της εργασίας πραγματοποιείται ανά εβδομάδα και εντάσσεται σε αυτόν τουλάχιστον το 50% του προσωπικού της επιχείρησης, του οποίου οι συμβάσεις δεν τελούν σε αναστολή.

Συγκεκριμένα, στον ανά εβδομάδα προγραμματισμό του προσωπικού ασφαλούς λειτουργίας της επιχείρησης-εργοδότη πρέπει να εντάσσεται τουλάχιστον το 50% του προσωπικού της επιχείρησης, του οποίου οι συμβάσεις εργασίας δεν τελούν σε αναστολή, δηλαδή των εργαζομένων, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας, είτε δεν είχαν τεθεί ποτέ σε αναστολή, είτε έχει λήξει η αναστολή, είτε αυτή έχει οριστικά ανακληθεί και αυτοί έχουν επιστρέψει στις θέσεις εργασίας τους.

Επισημαίνεται ότι οι επιχειρήσεις-εργοδότες που κάνουν χρήση της ρύθμισης για «Λειτουργία επιχειρήσεων με προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας», υποχρεούνται, για όσο χρόνο κάνουν χρήση του μέτρου, να διατηρήσουν τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας, δηλαδή τους ίδιους εργαζόμενους και με τους ίδιους όρους εργασίας, που σημαίνει ότι για τους εργοδότες που κάνουν χρήση της ρύθμισης αυτής, απαγορεύεται ρητά να προβούν σε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας για το σύνολο του προσωπικού τους και, σε περίπτωση πραγματοποίησής της, αυτή είναι άκυρη. Από τη ρύθμιση αυτή εξαιρείται η λύση σύμβασης εργασίας με οικειοθελή αποχώρηση, η λύση σύμβασης εργασίας ένεκα συνταξιοδότησης και η λήξη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου.

Οι εργαζόμενοι, των οποίων οι συμβάσεις παραμένουν σε αναστολή, θα λάβουν αποζημίωση ειδικού σκοπού, ύψους 534 ευρώ, κατ΄ αναλογία των ημερών διάρκειας της αναστολής και το κράτος θα καλύψει τις ασφαλιστικές τους εισφορές, υπολογιζόμενες επί του ονομαστικού τους μισθού.

Τι ισχύει με τις άδειες

Από το σύνολο των γενικών διατάξεων προκύπτει ότι η ετήσια κανονική άδεια πρέπει να χορηγείται αυτούσια στον εργαζόμενο, ενώ, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει, η χρονική περίοδος χορήγησης της αδείας συμφωνείται μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού, με τον εργοδότη σε κάθε περίπτωση, να είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια το πολύ εντός διμήνου από τη διατύπωση της σχετικής αίτησης από τον εργαζόμενο.

Όσον αφορά στην κατάτμηση της ετήσιας κανονικής άδειας, η νομοθεσία παρέχει δύο δυνατότητες: ι) την κατ` εξαίρεση κατάτμησή της σε δύο περιόδους εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους, με απόφαση του εργοδότη, εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και ιι) την κατάτμησή της, με απόφαση του εργαζομένου, μετά από έγγραφη αίτησή του προς τον εργοδότη, σε περισσότερες των δύο περιόδων, από τις οποίες η μία πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 12 εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου και 10 εργάσιμες ημέρες επί πενθημέρου ή προκειμένου περί ανηλίκων 12 εργάσιμες ημέρες.

Ενόψει των ανωτέρω, διευκρινίζεται ότι οι διατάξεις περί ετήσιας κανονικής άδειας και κατάτμησης αυτής, εξακολουθούν να ισχύουν στο ακέραιο και στις παρούσες έκτακτες και προσωρινές συνθήκες. Ιδιαίτερα δε, όσον αφορά σε εργαζόμενους γονείς που έχουν κάνει χρήση άδειας ειδικού σκοπού (και συνεπώς, εμπίπτουν στην κατηγορία εκείνη των εργαζομένων που έχουν προβεί σε κατάτμηση του χρόνου αδείας τους σε περισσότερες των δύο περιόδων κατά τα οριζόμενα στις προαναφερθείσες διατάξεις περί κατάτμησης του χρόνου αδείας) και θέλουν να κάνουν χρήση ετήσιας κανονικής άδειας, μπορούν να το κάνουν εφόσον πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις λήψης ετήσιας κανονικής άδειας και τηρούν τη νομίμως προβλεπόμενη διαδικασία.

Και στην περίπτωση αυτή, η μία εκ των περιόδων κατάτμησης πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 12 εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 10 εργάσιμες ημέρες επί πενθημέρου ή προκειμένου περί ανηλίκων 12 εργάσιμες ημέρες, εκτός εάν οι υπολειπόμενες ημέρες αδείας των εν λόγω εργαζομένων δεν επαρκούν για την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης.

Εξάλλου, στο πλαίσιο των έκτακτων και προσωρινών μέτρων για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών του κορονοϊού COVID-19 και την ανάγκη περιορισμού της διάδοσής του, δόθηκε η δυνατότητα σε γονείς εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, για τη φροντίδα των παιδιών τους κατά το διάστημα που οι μονάδες/δομές παροχής φροντίδας ή εκπαίδευσης παραμένουν κλειστές, να λάβουν άδεια ειδικού σκοπού, διάρκειας κατ’ ελάχιστον τριών ημερών, υπό την προϋπόθεση ότι για κάθε τρεις ημέρες της άδειας ειδικού σκοπού, κάνουν χρήση και μίας ημέρας από την κανονική τους άδεια, η οποία αφαιρείται από τη συνολικά δικαιούμενη κανονική άδεια για το έτος 2020.

Παράλληλα δόθηκε η δυνατότητα, το σχήμα αυτό να επαναλαμβάνεται κυκλικά για όσο διάστημα χρειαστεί, μέχρι τη λήξη του έκτακτου και προσωρινού αυτού μέτρου και, πάντα, κατ’ αναλογία με το δικαίωμα λήψης κανονικής άδειας.

Επιδότηση μισθών

Ο Μηχανισμός Ενίσχυσης Απασχόλησης τίθεται σε ισχύ για τη χρονική περίοδο από 1η Ιουνίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2020 με επέκταση της χρονικής ισχύος του, εάν και εφόσον χρειαστεί.

Δικαίωμα συμμετοχής σε αυτόν το μηχανισμό θα έχουν όλες οι επιχειρήσεις της χώρας οι οποίες εμφανίζουν μείωση του τζίρου τους, τουλάχιστον 20%, κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, ανεξαρτήτως Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας (ΚΑΔ).

Στο μηχανισμό θα συμπεριληφθούν και επιχειρήσεις που λειτουργούν για πρώτη φορά και δεν έχουν καταγράψει έσοδα τους προηγούμενους μήνες.

Ο μηχανισμός θα καλύπτει όλους τους υφιστάμενους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης.

Επίσης, ο μηχανισμός θα αφορά και τις εποχικές επιχειρήσεις. Δικαίωμα συμμετοχής θα έχουν όλοι οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης που θα προσληφθούν σε αυτές, μέχρι τον αριθμό των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης που διατηρούσαν πέρυσι τον αντίστοιχο μήνα.

Δεν θα επιτρέπεται η μετατροπή της σχέσης εργασίας από μερικής σε πλήρους απασχόλησης, προκειμένου να λάβει η επιχείρηση το ευεργέτημα της συμμετοχής στο μηχανισμό.

Το δικαίωμα του εργοδότη να μειώνει το χρόνο εργασίας του εργαζομένου πλήρους απασχόλησης έως και 50% θα ασκείται υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι δεν θα μεταβάλλεται το είδος της σχέσης εργασίας.

Η Πολιτεία αναλαμβάνει την υποχρέωση αναπλήρωσης κατά 60% του εισοδήματος του εργαζομένου για το χρόνο που ο εργαζόμενος δεν θα εργάζεται.

Επιπλέον, σε περίπτωση που η καθαρή αμοιβή, μετά την ανωτέρω προσαρμογή, υπολείπεται του κατώτατου μισθού, η διαφορά θα καλύπτεται από το κράτος εξ ολοκλήρου.

Ταυτόχρονα, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να καλύπτει το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του εργαζομένου, υπολογιζόμενων επί του αρχικού ονομαστικού μισθού.

Για όσο διάστημα ο εργαζόμενος βρίσκεται σε καθεστώς μειωμένης απασχόλησης, ο εργοδότης απαγορεύεται να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας και σε μείωση του ονομαστικού μισθού του εργαζομένου.

Υπενθυμίζεται ότι, από την 1η Ιουνίου 2020, αρχίζει να εφαρμόζεται η μείωση του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργαζόμενους πλήρους απασχόληση κατά 0,90 μονάδες, όπως προβλέπεται στο άρθρο 48 του ν. 4670/2020. Η από 1η Ιουνίου μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα λειτουργήσει ευεργετικά στη διατήρηση και δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά και στην ανακούφιση των επιχειρήσεων, μειώνοντας το μη μισθολογικό κόστος.