Ολοκληρώθηκε στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής, η επεξεργασία του νομοσχεδίου του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, «Αναπτυξιακός Νόμο-Ελλάδα Ισχυρή Ανάπτυξη.
Υπέρ της αρχής του αναπτυξιακού νόμου τάχθηκε μόνο η ΝΔ, ενώ από την πλευρά των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΕΛ.ΛΥ επιφυλάχθηκαν για την ολομέλεια ενώ το ΚΚΕ και το ΜεΡΑ25 καταψήφισαν.
Ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνις Γεωργιάδης, έκανε λόγο για έναν «αναπτυξιακό νόμο που ευνοεί εξαιρετικά, μόνο τις μικρές επιχειρήσεις», τονίζοντας ότι «τις ενισχύει σημαντικά με χρηματοδοτικά κίνητρα και με πολύ περισσότερα μετρητά από τον προηγούμενο νόμο, αντίθετα από τις μεγάλες επιχειρήσεις, που έχουν μόνο φορολογικές απαλλαγές».
«Το μεγαλύτερο αίτημα που δεχτήκαμε, ήταν να δώσουμε μετρητά στις μικρές επιχειρήσεις. Αυτό κάναμε. Ο αναπτυξιακός νόμος είναι μόνο για τους μικρούς επιχειρηματίες. Οι μεγάλοι επιχειρηματίες παίρνουν μόνο φοροαπαλλαγές», ανέφερε ο κ. Γεωργιάδης και συμπλήρωσε:
«Διαβεβαιώνω ότι το αναπτυξιακό νομοσχέδιο θα κάνει τη ζωή πολλών συμπολιτών μας καλύτερη, γιατί θα επιταχυνθεί η διαδικασία ένταξης στον νόμο, άρα αυτό σημαίνει ότι περισσότεροι θα επενδύσουν, περισσότεροι θα βρουν δουλειά και περισσότερο θα κινηθεί η ελληνική οικονομία».
Είχαν προηγηθεί οι τοποθετήσεις αρμόδιων εξωκοινοβουλευτικών φορέων, που είχαν κληθεί να καταθέσουν τις απόψεις τους, οι οποίοι στο σύνολο τους, αναγνώρισαν ότι «ο αναπτυξιακός νόμος είναι ένα σημαντικό, ευέλικτο και αποτελεσματικό εργαλείο ενίσχυσης των επενδύσεων και ανάπτυξης της χώρας», ωστόσο εξέφρασαν έντονους προβληματισμούς για ορισμένα άρθρα, τονίζοντας την ανάγκη βελτιωτικών αλλαγών.
Όπως υποστήριξαν οι αρμόδιοι φορείς, αποκλείονται από τον αναπτυξιακό νόμο μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και άλλοι σημαντικοί κλάδοι που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της χώρας, ενώ μίλησαν και για στρεβλώσεις και περιφερειακές ανισότητες που παραμένουν και πρέπει να αμβλυνθούν.
Ειδικότερα:
Ο Γιώργος Ξηρογιάννης, αναπληρωτής γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, χαρακτήρισε το νομοσχέδιο ως «ένα σημαντικό επενδυτικό αναπτυξιακό εργαλείο για την ενίσχυση της οικονομίας», ζητώντας παράλληλα βελτιωτικές αλλαγές, ώστε «τα κίνητρα που θα δίνονται για επενδύσεις, να είναι ανάλογα με ό,τι ισχύει στην ΕΕ και να μην δημιουργείται ανταγωνιστικό μειονέκτημα και άσκοπες διενέξεις μεταξύ των επενδυτών» ενώ τόνισε ότι «οι επενδύσεις πρέπει να είναι ρητά δεσμευτικές».
«Σαφώς οι ρυθμίσεις του νομοσχέδιου είναι θετικές και επιφέρουν μεγάλες μειώσεις στη γραφειοκρατία, αλλά πρέπει η εφαρμογή των κινήτρων να είναι ανάλογη με αυτών της ΕΕ», σημείωσε.
Ο Γιώργος Κωνσταντόπουλος, πρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγών Βορείου Ελλάδος, έκανε λόγο για «ένα νομοσχέδιο που κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση για τη δημιουργία ενός φιλικότερου και ευέλικτου επενδυτικού περιβάλλοντος», όμως όπως είπε, «πρέπει να ενσωματωθούν και πολιτικές για την άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων».
«Παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει, δεν έχει αλλάξει ο χάρτης των περιφερειακών ανισοτήτων. Για παράδειγμα για τη Δυτική Μακεδονία που έχει συνέπειες από την απολιγνιτοποίηση, παραμένουν οι στρεβλώσεις. Με βάση αυτά που καθορίζονται στο νομοσχέδιο, τα ποσοστά ενίσχυσης στη περιοχή υπολείπονται κατά πολύ από τις υπόλοιπες ενισχύσεις των άλλων Περιφερειών», υποστήριξε. Ζήτησε επίσης, να προστεθεί πρόβλεψη για ενίσχυση των εξαγωγών, ανεξαρτήτως του μεγέθους της επιχείρησης και να συμπεριληφθούν στα επενδυτικά σχέδια και οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
«Πολύ σημαντικό εργαλείο ανάπτυξης», χαρακτήρισε το νομοσχέδιο και ο Κωνσταντίνος Θέος, γενικός διευθυντής της «Ελληνική Παραγωγή, Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη», σημειώνοντας ότι για να γίνει πιο λειτουργικό, πρέπει να ενισχυθούν τα κίνητρα των επενδύσεων και η μετάβαση στην μεταποίηση.
Μίλησε παράλληλα για στρεβλώσεις ως προς τα όρια που τίθενται, ειδικά για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, επισημαίνοντας ότι δεν είναι σωστό να γίνεται διαχωρισμός.
«Ούτε δαιμονοποίηση των μικρών επιχειρήσεων δεν είναι σωστό να γίνεται, αλλά ούτε και των μεγάλων επιχειρήσεων. Για να παραμείνουν παραγωγικές απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις. Πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν πρέπει να υπάρχει χρηματοδοτική στενότητα και ανεπάρκεια πόρων, αν θέλουμε να πάμε μπροστά», τόνισε.
Ακόμα, υποστήριξε ότι η Ελλάδα έχει το δυσμενέστερο φορολογικό καθεστώς στον ΟΟΣΑ, σημειώνοντας ότι ενώ η εποχή των μνημονίων άλλαξε, εξακολουθεί να παραμένει το ίδιο, με αποτέλεσμα να υπάρχει σοβαρό αντικίνητρο για τις εταιρίες επενδύσεων.
Ο Παναγιώτης Τοκούζης, πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Επιχειρηματιών Τουριστικών Καταλυμάτων Ελλάδος, υποστήριξε ότι «οι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις τουριστικών επαγγελμάτων, δεν έχουν στήριξη από κανένα χρηματοδοτικό πρόγραμμα» και τόνισε ότι «είναι ανάγκη να ενταχθούν στον αναπτυξιακό νόμο».
«Περιμέναμε το νομοσχέδιο ως σανίδα σωτήριας για να ανταπεξέλθουμε στο μεγάλο τουριστικό ανταγωνισμό που υπάρχει με άλλες χώρες, δυστυχώς όμως ο αποκλεισμός μας και από τον αναπτυξιακό νόμο, θα συντελέσει στη στασιμότητα και στον οικονομικό μαρασμό του κλάδου», πρόσθεσε.
Ο Νικόλαος Ζωητός, νομικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, χαρακτήρισε θετική την βελτιωτική αλλαγή με την ένταξη και των τρίστερων ξενοδοχείων στον αναπτυξιακό νόμο, τονίζοντας παράλληλα «την ανάγκη να υπάρξει αντίστοιχη μέριμνα και για τα χαμηλότερης κατηγορίας ξενοδοχεία, ώστε να βελτιώσουν τις υπηρεσίες τους, για να τονωθεί περαιτέρω το ελληνικό τουριστικό προϊόν».
Ο Γιάννης Μασούτης, Α΄ αντιπρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος και πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, χαρακτήρισε «πολύ σημαντικό» τον αναπτυξιακό νόμο, ωστόσο εξέφρασε την αντίθεσή του στην εξαίρεση του λιανεμπορίου και της βιομηχανίας, ζητώντας την ένταξη τους στα επενδυτικά προγράμματα.
Ο Αντώνης Αγγελάκης, επιστημονικό στέλεχος του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματικών Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδος, έκανε λόγο «για σημαντικό εργαλείο στην ενίσχυση των επενδύσεων», ωστόσο, όπως είπε, «δυστυχώς περιορίζονται οι επιχειρήσεις μικρής κλίμακας και αποκλείονται οι ατομικές επιχειρήσεις».
Ταυτόχρονα, πρότεινε να αλλάξει το ελάχιστο ύψος επενδύσεων και να μειωθεί, γιατί όπως είπε, «στις μικρές επιχειρήσεις δημιουργεί ισχυρό εμπόδιο για την ανάπτυξη τους».
«Αποκλείονται από τα χρηματοδοτικά εργαλεία οι μικρές επιχειρήσεις και αυτό είναι μια διάκριση σε βάρος τους, προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων», υποστήριξε.
Ο Αντώνης Μέγγουλης, διευθυντής και νομικός σύμβουλος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας, μίλησε για «θετικό μεν νομοσχέδιο ως προς την διευκόλυνση και ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, που δεν λαμβάνει όμως υπόψη του τις ιδιαίτερες πληθωριστικές συνθήκες της εποχής λόγω των συνεπειών της πανδημίας».
Όπως υποστήριξε, «δεν μειώνεται σημαντικά η γραφειοκρατία, δεν υπάρχει ευελιξία και αυτό μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη και όχι στην έγκριση των επενδυτικών σχεδίων, ιδιαίτερα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων».
Τόνισε ακόμα, ότι «έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στις νησιωτικές, ορεινές και απομακρυσμένες περιοχές, καθώς και στις περιοχές που έχουν πληγεί από φυσικές καταστροφές με κίνητρα επιχορήγησης και περισσότερους πόρους σε όλες ανεξαιρέτως τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις». Ενστάσεις εξέφρασε και για την εξαίρεση των επιχειρήσεων με ενοικιαζόμενα δωμάτια και καταλύματα, που σηκώνουν όπως είπε, το τεράστιο βάρος του τουρισμού.
Ο Γιώργος Στασινός, πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, είπε πως είναι «σημαντικό ότι προκρίνονται οι επιχειρηματικοί κλάδοι που έχουν άμεση σχέση με την βιώσιμη ανάπτυξη», όμως «ίσως και οι επενδύσεις να πρέπει να έχουν ξεχωριστή επικοινωνιακή ταυτότητα, να έχουν λογότυπο, και να υπάρχει ένας ψηφιακός χάρτης για τους πόρους και τη συμμετοχή των επιχειρήσεων που να δείχνει ποια έργα εγκρίνονται και πόση ενίσχυση έχουν».
«Ο θεσμός των πιστοποιημένων αξιολογητών και ελεγκτών που ισχύει στην ΕΕ, είναι σημαντικός για την διαφάνεια, είναι επιτυχημένος, επιλύει προβλήματα και πρέπει να προωθηθεί και σε άλλους τομείς», τόνισε και ζήτησε, στην επιτροπή αξιολόγησης να συμμετέχει και εκπρόσωπος του ΤΕΕ.
Ο Αντώνης Παναγόπουλος, μέλος του Δ.Σ του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ελλάδος ζήτησε μεταξύ άλλων, «να δημιουργηθούν ειδικές κατηγορίες ενισχύσεων και να δοθούν κίνητρα επιχορήγησης σε όλες τις επιχειρήσεις, όχι μόνο στις μικρές» και «να προβλεφθεί ειδικό καθεστώς για τις πυρόπληκτες περιοχές της Αττικής».
Επίσης, πρότεινε να επιχορηγούνται όλες οι επιχειρήσεις που επιδεικνύουν εξασφαλισμένη χρηματοδότηση ή παρουσιάζουν αύξηση απασχόλησης, καθώς και να αναθεωρηθεί η διάκριση μεταξύ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Όπως είπε, «οι μεσαίες επιχειρήσεις που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ελληνική οικονομία, δυστυχώς αντιμετωπίζονται όπως οι μεγάλες, και αυτό λειτουργεί ανασταλτικά, καθώς δεν έχουν την ίδια εύκολη πρόσβαση στη χρηματοδότησή τους από τις τράπεζες όπως έχουν οι μεγάλες επιχειρήσεις».
«Είναι ανάγκη να δοθούν ισχυρά κίνητρα επιδοτήσεων για να υπάρξει μεγαλύτερο επενδυτικό ενδιαφέρον και να σταματήσει η διάκριση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων» είπε, ενώ ζήτησε, στην γνωμοδοτική επιτροπή να συμμετέχει με το δικαίωμα ψήφου και εκπρόσωπος των Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων.
Ο Κωνσταντίνος Κόλλιας, πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, σημείωσε ότι «ένα αναπτυξιακό νομοσχέδιο πρέπει να ενισχύει με κίνητρα τις παραγωγικές δυνάμεις για να δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας ενώ η γραφειοκρατία πρέπει να συγχρονίζεται με τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες».
Χαρακτήρισε θετικό το νομοσχέδιο, που όπως είπε, «δημιουργεί φιλικότερο επενδυτικό περιβάλλον» και πρόσθεσε ότι «είναι σημαντικό να δοθούν κίνητρα επιδότησης των μεσαίων επιχειρήσεων, ο ρόλος των οποίων είναι σημαντικός στην ανάπτυξη». Πρότεινε ακόμα, να υπάρξει ειδική πρόβλεψη για τις περιοχές με αυξημένη ανεργία και να εξεταστεί η επιπλέον χρηματοδότηση περιοχών που αντιμετωπίζουν πρόβλημα δημογραφικό.
Ο Θωμάς Κουτσουπιάς, πρόεδρος των Ενεργειακών Κοινοτήτων της Ένωσης Αγρινίου, ανέφερε ότι οι συνεταιρισμοί έχουν μόνο κίνητρα φορολογικά και ζήτησε να δοθούν και χρηματοδοτικά κίνητρα.
Ο Γιώργος Ραουνάς, πρόεδρος του ΔΣ του Συνδέσμου Εταιριών Συμβούλων Μάνατζμεν Ελλάδος, χαρακτήρισε «απαραίτητο να διασφαλιστεί η κωδικοποίηση κειμένων και να δοθεί έμφαση στην επιχορήγηση και των μεσαίων επιχειρήσεων», ενώ επεσήμανε ότι είναι αναγκαίο να αξιοποιηθεί η εμπειρία των συμβουλευτικών εταιριών με τη συμμετοχή τους στην επιτροπή αξιολόγησης και ελέγχου.
Ο Ελευθέριος Κιοσές, γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών, ζήτησε «να μην εξαιρεθεί από τα επενδυτικά σχέδια το οργανωμένο λιανεμπόριο, που είναι το πιο εκτεταμένο δίκτυο αλυσίδας εφοδιασμού αλλά να συμπεριληφθεί στις ενισχύσεις».
Ο Λύσανδρος Τσιλίδης, πρόεδρος του Συνδέσμου των εν Ελλάδι Τουριστικών και Ταξιδιωτικών γραφείων, επίσης ζήτησε να ενταχθεί και ο δικός του κλάδος στα επενδυτικά σχέδια, τονίζοντας ότι, «δεν νοείται να εξαιρείται ο εθνικός φορέας τουρισμού».
«Εμείς δεν επενδύουμε σε οικόπεδα αλλά σε τεχνολογία – και συμμετέχουμε στο ΑΕΠ. Πρέπει το υπουργείο να βρει τρόπο πώς να ενταχθούμε και εμείς, γιατί δεν νοείται ανάπτυξη στον τουρισμό χωρίς παραγωγή», πρόσθεσε.
Ο Ανδρέας Στεφανίδης, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελληνικού Συνδέσμου Νέων Επιχειρηματιών, τόνισε την ανάγκη να προβλεφθούν ενισχύσεις για την καινοτομία και την νέα επιχειρηματικότητα.
Ο ‘Αγγελος Φίσκιλης, πρόεδρος του Δικτύου Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων, έδωσε έμφαση στο ότι, «οι τράπεζες δεν αναγνωρίζουν πολλές φορές τις μικρές επιχειρήσεις και χωρίς δικαιολογία δεν εκδίδουν εγγυήσεις» και ζήτησε «να ενεργοποιηθεί άμεσα ο καταπιστευτικός λογαριασμός μέσω του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ώστε να εξασφαλίζεται η πρόσβαση τους στη χρηματοδότηση».
Η Βικτωρία Τσιτσώνη, αναλύτρια οικονομικών πολιτικών του www Hellas, επεσήμανε ότι «είναι ανάγκη να ευθυγραμμιστούν οι επενδύσεις με την προστασία του περιβάλλοντος» ενώ υποστήριξε ότι, «το νομοσχέδιο σε μεγάλο βαθμό αγνοεί τις σημερινές εξελίξεις» σημειώνοντας παράλληλα ότι «δεν υπάρχει ρητή αναφορά στις κατευθυντήριες γραμμές για την θέσπιση βιώσιμων επενδύσεων και προστασία του περιβάλλοντος».