Την εκτίμηση ότι θα πρέπει να περιμένουμε κάποιες περαιτέρω αυξήσεις στα καύσιμα, καθώς και σε άλλα προϊόντα, εξέφρασε ο Γενικός Γραμματέας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, Σωτήρης Αναγνωστόπουλος, ο οποίος μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα, τόνισε ότι «η εισαγόμενη κρίση από την Ουκρανία, τουλάχιστον στο ενεργειακό κομμάτι, θα μας απασχολήσει το επόμενο διάστημα ανεξαρτήτως των εξελίξεων στο έδαφος, υπό την έννοια ότι φαίνεται να έχουν διαρραγεί οι σχέσεις Δύσης και Ρωσίας».
«Το δυστύχημα της συγκεκριμένης κρίσης είναι ότι ήδη ήταν πρόβλημα οι τιμές των καυσίμων, οπότε περιμένουμε έτι περαιτέρω κάποιες αυξήσεις. Ωστόσο, το αισιόδοξο κομμάτι αυτής της υπόθεσης είναι ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό οι αγορές είχαν αποτιμήσει το ενδεχόμενο να γίνει πόλεμος στην Ουκρανία, οπότε για αυτό το λόγο είχαμε υψηλές τιμές στα καύσιμα ειδικά τον τελευταίο μήνα σε σχέση με τους προηγούμενους, ιδιαίτερα στο φυσικό αέριο και στα υγρά καύσιμα», δήλωσε.
«Θα έχουμε ανατιμήσεις και σε άλλα προϊόντα», είπε απαντώντας σε σχετική ερώτηση, λέγοντας πως επηρεάζονται και άλλες κατηγορίες λόγω προϊόντων που εισάγονται από την Ουκρανία, αλλά και λόγω διάχυσης του ενεργειακού κόστους στην παραγωγική αλυσίδα. «Κάτι το οποίο είναι εξωγενώς ερχόμενο, που έχει να κάνει με το ενεργειακό κόστος ή με τις εισαγωγές συγκεκριμένων τροφίμων, είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να αποφύγει. Η διεθνής τιμή είναι αυτή, δεν μπορείς να κάνεις κάτι περισσότερο», ανέφερε, υπογραμμίζοντας ότι θα υπάρξει ανανέωση της διάταξης για την αισχροκέρδεια λόγω πανδημίας, ώστε να περιλαμβάνει γενικότερα τα προϊόντα της ουκρανικής κρίσης, «προκειμένου να ελέγξουμε ότι δεν θα υπάρξουν υπερβάσεις του περιθωρίου κέρδους».
Ερωτηθείς για το εάν είναι αυτονόητη η μείωση των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης και του ΦΠΑ προκειμένου η κυβέρνηση να μειώσει όσο το δυνατόν γίνεται τις αναταράξεις στην τσέπη του καταναλωτή, ο κ. Αναγνωστόπουλος αντέτεινε ότι η απάντηση είναι κάθε άλλο παρά αυτονόητη. «Η πρωτογενής τιμή του καυσίμου προφανώς δεν μπορεί να επηρεαστεί, διότι η ΕΕ και η Ελλάδα είναι καθαροί εισαγωγείς ενέργειας υγρών καυσίμων και φυσικού αερίου. Επομένως, η κυβέρνηση μπορεί να μειώσει τη φορολογία, είτε τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης είτε τον ΦΠΑ στο καύσιμο. Και οι δυο περιπτώσεις έχουν δημοσιονομικό κόστος και οριζόντιο χαρακτήρα. Μια τέτοια μείωση θα κοστίσει στα δημόσια οικονομικά και η ελάφρυνση θα είναι υπέρ δικαίων και αδίκων, υπέρ εχόντων και μη εχόντων, σε μια οριζόντια μείωση της φορολογίας. Το ερώτημα είναι εάν αυτός ο δημοσιονομικός χώρος που θα αξιοποιούνταν για τη μείωση του ΦΠΑ ή του ΕΦΚ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως επιδότηση των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων προκειμένου να αντέξουν τις αναταράξεις της ενεργειακής κρίσης», εξήγησε ο ίδιος.
Ο Γενικός Γραμματέας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, πήρε αποστάσεις από το επιχείρημα ότι «οι χαμηλόμισθοι δεν μετακινούνται με αυτοκίνητο αλλά δεν χρειάζονται μειώσεις στις τιμές καυσίμων». Όπως είπε, το κόστος μετακίνησης προς τη δουλειά μας ή προς διάφορες δραστηριότητες, είναι μεγαλύτερο ποσοστό εισοδήματος για κάποιον που έχει χαμηλότερο εισόδημα. Κάποιος που έχει υψηλότερο εισόδημα επηρεάζεται λιγότερο διότι το κόστος μετακίνησης είναι πολύ μικρό ποσοστό επί του συνολικού εισοδήματος. «Είναι πολύ κρίσιμο όταν έχεις περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, να χρησιμοποιείς τους πόρους που έχεις και οι οποίοι δεν είναι απεριόριστοι, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο», υπογράμμισε.
Πρόσθεσε, δε, ότι η έννοια του χαμηλού εισοδήματος, εξαρτάται κάθε φορά από το αντικείμενο της κρίσης, τονίζοντας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση επηρεάζει ευρέως ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. «Από την άλλη, για να μπορέσει να λύσει κανείς αυτή την εξίσωση, θα πρέπει να δει τι δημοσιονομικό χώρο έχει διαθέσιμο, ώστε να διαθέσει όσα περισσότερα χρήματα μπορεί προκειμένου να ανταπεξέλθουν σε αυτή την κρίση. Μεταξύ της οριζόντιας μείωση των φόρων και της στοχευμένης ενίσχυσης ορισμένων κοινωνικών ομάδων που επηρεάζονται ακόμα περισσότερο από την ενεργειακή κρίση, νομίζω ότι το σώφρων είναι να επιλέξει κανείς το δεύτερο. Η μείωση του ΦΠΑ, ενώ ακούγεται εύκολο, απλή και γρήγορη, δεν βοηθάει με τον ίδιο τρόπο που θα βοηθούσε κάτι πιο στοχευμένο και πιο μελετημένο», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους πληρώνουμε ήδη στην Ελλάδα μια από τις ακριβότερες τιμές βενζίνης στην Ευρώπη, ο κ. Αναγνωτόπουλος ανέφερε ότι δεν έχουν όλες οι δυτικές χώρες-εισαγωγής καυσίμων την ίδια οικονομική ισχύ. «Ο ΕΦΚ που είναι και το μεγαλύτερο κομμάτι του φορολογικού κόστους στο καύσιμο, πέρα από τον εισπρακτικό του σκοπό, είναι ουσιαστικά και ένα σύστημα εξισορρόπησης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας. Δηλαδή πόσα εισάγει Vs πόσα εξάγει. Άρα για μια χώρα που εισάγει μέχρι και την τελευταία σταγόνα πετρελαίου, ο ΕΦΚ είναι κάτι πολύ σημαντικό προκειμένου να “αντικρύσει” τις εξαγωγές με τις εισαγωγές. Ο ΕΦΚ έχει και έναν άλλο ρόλο, που δεν έχει ο ΦΠΑ», πρόσθεσε.