Επί μια δεκαετία γίνεται πολλή συζήτηση γύρω από το μέλλον της δημοσιογραφίας και γενικότερα της ενημέρωσης. Σ’ αυτό το πλαίσιο πολλοί υποστηρίζουν ότι για όλες τις αλλαγές στο επάγγελμα, ακόμα και για την παρακμή του, ευθύνεται το Internet και τα social media. Το επιχείρημα έχει βάση, αλλά είναι είναι πολύ γενικό.
Σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν υπάρξει πολλές κρίσεις και αυτό έχει δημιουργήσει ένα κλίμα απαξίωσης σε όλους τους θεσμούς. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν (Standard Eurobarometer Survey, 2017) το 59% των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενημέρωση του εμπιστεύεται το ραδιόφωνο, το 50% την τηλεόραση, το 46% τις εφημερίδες, το 36% το Internet και τα social media μόλις το 21%.
Παρατηρούμε, ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών στα παραδοσιακά media δεν έχει αλλάξει, έχει αλλάξει όμως η “κατανάλωση” και η βασική αιτία δεν είναι το Internet. Επειδή η ιστορία κάνει κύκλους, το ίδιο είχε συμβεί και τη δεκαετία του ‘50 και του ‘60 όταν ο Τύπος αντιμετώπισε προβλήματα επιβίωσης λόγω της τηλεόρασης. Ο Τύπος πέρασε κρίση, όμως τη δεκαετία του ‘60 και του ‘70 άλλαξε το μοντέλο του και εκεί γεννήθηκε η ερευνητική δημοσιογραφία και ανάλυση. Ως εκ τούτου ο Τύπος αναγεννήθηκε από τις στάχτες του.
Άρα οι κύριες αιτίες είναι δύο: Η πρώτη αφορά τη δημοσιογραφία κυρίως στον έντυπο Τύπο και η δεύτερη τη δημοσιογραφία στα digital media.
Πρώτη αιτία λοιπόν είναι το φτωχό και πολλές φορές κατευθυνόμενο περιεχόμενο. Όταν ο πολίτης έχει περάσει 10 χρόνια κρίσης με μειώσεις μισθών και ανεργία, είναι “πολυτέλεια” να ξοδεύει τα χρήματά του σε εφημερίδες που δεν έχουν να δώσουν τίποτα διαφορετικό από news stories σε ειδησεογραφικά websites και αναρτήσεις χρηστών στα social media. Αυτή είναι η βασική αιτία της παρακμής του “χαρτιού” έναντι του digital. Γιατί αν η αιτία ήταν απλά η αμεσότητα και η εύκολη πρόσβαση το ίδιο θα ίσχυε και για το e-book έναντι του βιβλίου σε hard copy. Πρέπει λοιπόν η δημοσιογραφία να αναγεννηθεί και να επιστρέψει στην έρευνα (investigative), στην ανάλυση (analytical) και στην αμερόληπτη κριτική (critical) απέναντι στην εξουσία. Δηλαδή να δώσει κάτι διαφορετικό από “άχρωμες” και “κονσερβοποιημένες” ειδήσεις.
Δεύτερη αιτία είναι η ιδιοκτησία και το διαφημιστικό περιβάλλον. Τα περισσότερα media ανά τον κόσμο ανήκουν σε επιχειρηματίες και εταιρείες που έχουν κύριο στόχο τη διαφήμιση και το κέρδος. Στην Ελλάδα υπάρχει ένα επιπλέον πρόβλημα καθώς η διαφήμιση, άρα η κερδοφορία της επιχείρησης, εξαρτάται κυρίως από διαφημίσεις τύπου CPM (cost per mille). Δηλαδή ένα ειδησεογραφικό website με 1.000 χρήστες την ημέρα και με 8 ευρώ/ CPM, βγάζει 8 ευρώ την ημέρα (240 ευρώ το μήνα), αντίστοιχα ένα news website στη Γαλλία (που έχουν συνδρομητικό μοντέλο) με χίλιους χρήστες βγάζει 10.000 ευρώ το μήνα (με standard/basic συνδρομή 10 ευρώ ο καθένας, μπορεί να φτάσει εώς 25 ευρώ το μήνα και οι τιμές είναι ίδιες για όλα τα news websites). Αυτό σημαίνει ότι τα news websites στο πρώτο μοντέλο για να μπορούν να είναι βιώσιμα βασίζονται στην ποσότητα και σε clickbait, όχι στην ποιότητα, και από αυτό πλήττεται η δημοσιογραφία. Αντιθέτως στο δεύτερο μοντέλο η επιχείρηση μπορεί να προσλάβει περισσότερους δημοσιογράφους με καλύτερους μισθούς, άρα και καλύτερη ποιότητα στο θέματα του, χωρίς να εξαρτάται απόλυτα από χρηματοδοτήσεις και διαφημίσεις.
Το κοινό πάντα θα υπάρχει, και σε περίοδο ευημερίας και σε περίοδο κρίσης, κυρίως λόγω του TNC ή NfC (The Need for Cognition), δηλαδή της “περιέργειας” όσον αφορά το τι γίνεται στον κόσμο και στην ανάγκη κατανόησης όσων συμβαίνουν. Συνεπώς η δημοσιογραφία πάντα είχε, έχει και θα έχει ρόλο, θα πρέπει απλά να βρει τον χαμένο εαυτό της για να ευημερήσει στη νέα εποχή με τις νέες δυνατότητες που προσφέρει το Internet, καθώς και να αναγεννήσει τον Τύπο.
*Ο Παύλος Παυλίδης είναι Σύμβουλος Επικοινωνίας και Στρατηγικής. Ακολουθήστε τον στο Twitter