Αλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε δικαστής κελεύει
Γράφει η Ιουλία Σκούρτη
Την ώρα που η κοινωνία στέναζε από τις περικοπές συντάξεων και μισθών λόγω μνημονίων, την ώρα που οι χαμηλοσυνταξιούχοι έβλεπαν τις προσφυγές τους για επαναφορά των πενιχρών συντάξεών τους να πετιούνται στον κάλαθο των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας, τρεις πρώην ανώτατοι δικαστές ζητούσαν από την πολιτεία να υπολογίσει την παχυλή τους σύνταξη μη εφαρμόζοντας τις κριθείσες από το Μισθοδικείο ως αντισυνταγματικές τις σχετικές διατάξεις του νόμου 4387/2016, αλλά τις προϊσχύσασες αυτών.
Οπερ και εγένετο! Γιατί άλλο ο... λαουτζίκος κι άλλο οι εκλεκτοί πρώην δικαστές. Τουλάχιστον αυτό έδειξε με την απόφασή της η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Δύο μέτρα και δύο σταθμά, λοιπόν. Οταν πρόκειται για το... πόπολο είναι εύκολες οι απορρίψεις. Οταν πρόκειται για συναδέλφους τους είναι εύκολη η δικαίωσή τους.
Στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχει κάτι μεμπτό και παράνομο στην προσφυγή των τριών πρώην δικαστών – το αντίθετο. Αισθάνονταν αδικημένοι, προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη, η οποία και τους δικαίωσε. Το πρώτο ερώτημα είναι γιατί οι συνάδελφοί τους στο Ελεγκτικό Συνέδριο δεν αποφάσισαν το ίδιο για τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους συνταξιούχους; Το δεύτερο ερώτημα είναι κατά πόσον είναι ηθικό να διεκδικούν μόνο αυτοί οι τρεις δικαστές αναδρομικά περικοπές;
Υπενθυμίζεται πως οι βουλευτές έχουν παραιτηθεί από τα αναδρομικά.
Μεταξύ των τριών δικαστών που προσέφυγαν –και δικαιώθηκαν– από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την περικοπή των συντάξεων των δικαστών είναι –όπως αποκάλυψε χθες το απόγευμα η ιστοσελίδα protothema.gr– ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ Χρήστος Ράμμος. Οι άλλοι δύο είναι ο πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ρωμύλος Κεδίκογλου και ο πρώην πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νικόλαος Αγγελάρας.
Η περίπτωση Ράμμου
Ο Χρήστος Ράμμος δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ως πρόεδρος της ΑΔΑΕ έχει δεχτεί πολλές φορές κριτική για τους χειρισμούς του σχετικά με τη νόμιμη επισύνδεση στο τηλέφωνο του Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ, για το σόου που έστησε ο Αλέξης Τσίπρας έξω από την ΑΔΑΕ, απ’ όπου βγήκε μ’ έναν φάκελο ανά χείρας, για την κόντρα του με τον πρώην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρο Ντογιάκο και για την επιθυμία του να πάει αυτόκλητος στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας και να προκαλέσει συζήτηση για άρσεις του απορρήτου των επικοινωνιών.
Δυστυχώς για τον ίδιο, αλλά και για τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ που περίμενε πώς και πώς την... αυθόρμητη εμφάνιση Ράμμου στο Κοινοβούλιο, το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής, σε γνωμοδότησή του για το αν υποχρεούται να συνεδριάσει η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας ύστερα από αίτημα του προέδρου της ΑΔΑΕ, ξεκαθάρισε πως «κανένας δεν εμφανίζεται στη Βουλή αυτόκλητος».
Οπως ανέφεραν οι συντάκτες στην πολυσέλιδη έκθεσή τους: «Σύμφωνα με το άρθρο 69 του συντάγματος, κανένας δεν εμφανίζεται στη Βουλή αυτόκλητος για να αναφέρει οτιδήποτε προφορικά ή εγγράφως. Οι αναφορές παρουσιάζονται από βουλευτή ή παραδίδονται στον πρόεδρο. Η Βουλή έχει δικαίωμα να αποστέλλει τις αναφορές που της απευθύνονται στους υπουργούς και τους υφυπουργούς, οι οποίοι υποχρεούνται να δίνουν διευκρινίσεις όποτε τους ζητηθούν».
Ο Χρήστος Ράμμος έχει πολλάκις κατηγορηθεί ότι θέλει να παίξει πολιτικό ρόλο ή ότι είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τον τέως πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα. Μάλιστα, πριν από μερικούς μήνες είχε γραφτεί σε πολλά μέσα ενημέρωσης ότι θα ήταν επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες εθνικές εκλογές.
Ο ίδιος μιλώντας τον περασμένο Φεβρουάριο στην εφημερίδα «Το Βήμα» για όλα αυτά είχε πει τα εξής: «Τους ευχαριστώ πολύ που με πληροφορούν για το ποια είναι τα σχέδιά μου, αλλά αυτά τα σενάρια απαξιώ και να τα διαψεύσω. Υπάρχει όμως κάτι σοβαρό που δεν αφορά μόνο εμένα. Οταν δημιουργείται ένα κλίμα φοβίας και απαξίωσης για να αδρανοποιηθεί ένα ανεξάρτητο όργανο, όταν ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί λένε ότι έφτασα στα όρια της προδοσίας ή ότι έστησα σκευωρία με τον κ. Τσίπρα και με επίορκους της ΕΥΠ ή ότι είμαι delivery boy του ΣΥΡΙΖΑ και πέμπτη φάλαγγα, αυτά δεν είναι απλά υβριστικά ή συκοφαντικά ψεύδη. Είναι θεσμική εκτροπή, απαράδεκτη, κατά τη γνώμη μου, σε μια φιλελεύθερη ευρωπαϊκή δημοκρατία».
Η περίπτωση Κεδίκογλου
Η θητεία του Ρωμύλου Κεδίκογλου στην κεφαλή του Αρείου Πάγου άρχισε τον Ιούλιο του 2005, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. «Στη διάρκειά της ο ανώτατος δικαστής δικαίωσε τις προσδοκίες της κυβέρνησης όσον αφορά τον χειρισμό κρίσιμων θεμάτων, αλλά επιβεβαίωσε και τις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης. Τον ερχόμενο μήνα αποχωρεί από το δικαστικό σώμα λόγω συνταξιοδότησης, αλλά θα παραμείνει στην ιστορία του Αρείου Πάγου ως ο μοναδικός πρόεδρος που αμφισβητήθηκε με τόση σφοδρότητα» έγραφε το 2007 στην εφημερίδα «Τα Νέα», η έγκριτη δικαστική συντάκτρια Σίλα Αλεξίου. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ο Ρωμύλος Κεδίκογλου «προέβη σε σειρά πρωτοφανών ενεργειών, που θα καταγραφούν στην ιστορία». Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα από «Τα Νέα»:
1. Με εγκύκλιό του συνέστησε στους δικαστές να μη δικαιώνουν απολυμένους συμβασιούχους και να μην εμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία ναυτιλιακών επιχειρήσεων και δημοσίων έργων κάνοντας δεκτές σχετικές αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων.
2. Απαγόρευσε σε δικηγόρους και δημοσιογράφους την πρόσβαση στις αποφάσεις του Αρείου Πάγου, αλλά ανακάλεσε δέκα ημέρες αργότερα εν όψει του σάλου που δημιουργήθηκε.
3. Εκδίωξε –διά της Αστυνομίας– τους δημοσιογράφους από το γραφείο που τους είχε παραχωρηθεί στον Αρειο Πάγο από το 1989. Στη συνέχεια άλλαξε την κλειδαριά και υπέβαλε αίτηση στον ΟΤΕ να του διαβιβάσει κατάσταση των τηλεφωνικών κλήσεων που πραγματοποιήθηκαν από τη συσκευή του γραφείου, ώστε να διαπιστώσει αν οι δημοσιογράφοι ζημίωσαν το ελληνικό δημόσιο.
4. Δικαστές οδηγήθηκαν σε παραίτηση από το Δικαστικό Σώμα καταγγέλλοντας έλλειψη αξιοκρατίας στις προαγωγές του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου όπου προεδρεύει ο Ρωμύλος Κεδίκογλου.
5. Δικαστές αποσπάστηκαν δυσμενώς επειδή ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου δεν συμφωνούσε με τη δικαιοδοτική κρίση τους. Μία εξ αυτών, η Αλίκη Αντωνακούδη, από τις αρχαιότερες προέδρους Εφετών, προτίμησε να παραιτηθεί από το Σώμα, ενώ ο εφέτης Λεωνίδας Ντούλης υπέβαλε ένσταση κατά της απόσπασής του, η οποία –όπως αναμενόταν– απορρίφθηκε. Στη συμπεριφορά αυτήν έναντι των δικαστών αντέδρασε έντονα η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, ζητώντας την τήρηση αντικειμενικών κριτηρίων για όλες τις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστών.
Η περίπτωση Αγγελάρα
Το δικαστήριο με την υπ’ αριθμόν 1330/2023 απόφασή του δικαίωσε τον πρώην πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νικόλαο Αγγελάρα, που είχε προσφύγει υποστηρίζοντας ότι η πολιτεία όφειλε να υπολογίσει τη σύνταξή του χωρίς τις περικοπές του νόμου Κατρούγκαλου (4387/2016) που ήδη είχαν κριθεί από το Μισθοδικείο ως αντισυνταγματικές. Το δικαστήριο έκρινε επ’ αυτού ότι είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα η σιωπηρή άρνηση της διοίκησης-πολιτείας για
επανακανονισμό της σύνταξής του.
Τον Μάρτιο του 2013 ο Νικόλαος Αγγελάρας (αντιπρόεδρος τότε του Ελεγκτικού Συνεδρίου) αθωώθηκε από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, εις βάρος του οποίου είχε ασκηθεί πειθαρχική δίωξη από τον υπουργό Δικαιοσύνης Μιλτιάδη Παπαϊωάννου για καθυστέρηση έκδοσης αποφάσεων σχετικά με τον διαγωνισμό έκδοσης σχολικών βιβλίων, κ.λπ. Ακόμη, του αποδόθηκε απρεπής συμπεριφορά για δύο επιστολές που απέστειλε στην υπουργό Παιδείας Αννα Διαμαντοπούλου για το θέμα των σχολικών βιβλίων και στον υπουργό Αμυνας Πάνο Μπεγλίτη για την υπόθεση του 424 Στρατιωτικού Νοσοκομείου στη Θεσσαλονίκη.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πειθαρχική αγωγή, ο Νικόλαος Αγγελάρας με αυτές τις επιστολές του στους δύο υπουργούς «επέδειξε εντός υπηρεσίας λίαν απρεπή συμπεριφορά, η οποία δεν προσήκει, δεν αρμόζει, σε ανώτατο δικαστικό λειτουργό και η οποία είναι τα μάλα ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του και θίγει, κατά τρόπο πρόδηλο, τόσο το κύρος του όσο και το κύρος της Δικαιοσύνης».
Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Κωνσταντίνο Μενουδάκο και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Ηρακλή Τσακόπουλο, έκριναν ότι ο αντιπρόεδρος του Ανώτατου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου δεν υπέπεσε σε πειθαρχικά παραπτώματα.
Η κυβέρνηση κλείνει οριστικά κάθε κουβέντα
«Δεν υπάρχει ζήτημα σεβασμού συνολικά στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Αφορά δύο προσφεύγοντες και μόνο αυτούς, άρα δεν υπάρχει ζήτημα επέκτασης και δημοσιονομικής ανησυχίας». Με τη φράση αυτήν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έκοψε την όρεξη εκείνων που θεώρησαν ότι μπορούσαν να εκμεταλλευτούν μια δικαστική απόφαση, εκείνη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και να διεκδικήσουν αυξήσεις στις συντάξεις τους σε βάρος των υπόλοιπων συνταξιούχων. «Για την κυβέρνηση δεν υπάρχουν συνταξιούχοι δύο και τριών κατηγοριών» πρόσθεσε ο Παύλος Μαρινάκης και έκλεισε τη συζήτηση που με βία άνοιξε, όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν.
Κατηγορηματικό «όχι»
Κύκλοι του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ξεκαθάρισαν με κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν προτίθενται να διευρύνουν τον αριθμό των δικαιούχων πέραν αυτών που αφορά η απόφαση. «Είναι πρόωρο να γίνει επίσημη τοποθέτηση, καθώς δεν είναι στη διάθεσή μας αυτό καθαυτό το κείμενο της απόφασης. Αν ισχύουν οι πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν, η απόφαση αφορά μόνο όσους έχουν κάνει προσφυγή. Φαίνεται λοιπόν ότι δεν υπάρχει κάποια δυνατότητα γενίκευσης και επομένως ο θόρυβος που έχει δημιουργηθεί μοιάζει να είναι αναντίστοιχος με το περιεχόμενο της απόφασης. Σε κάθε περίπτωση, η τήρηση του προϋπολογισμού και ο δρόμος της δημοσιονομικής σταθερότητας αποτελούν αταλάντευτη προτεραιότητα για την κυβέρνηση».
«Ολα θέλουν ένα μέτρο»
Ξεκάθαρη ήταν και η απάντηση του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Αδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος τόνισε πως «τα δικαστήρια δεν μπορούν να ασκούν δημοσιονομική πολιτική». Εξήγησε πως «η απόφαση αυτή θα οδηγούσε σε πλήρη δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας. Δεν πιστεύω ότι θέλουν οι δικαστές να χρεοκοπήσει η Ελλάδα. Μου φαίνεται αδιανόητο. Αλλά δείτε τα παρεπόμενα.
Αφότου βγήκε η απόφαση αυτή, δέχθηκα αμέσως τηλεφωνήματα από πρώην βουλευτές, όπως ξέρετε στο σύνταγμα της Ελλάδος υπάρχει απόλυτη διασύνδεση των μισθών και των συντάξεων των βουλευτών με τους δικαστές, αυτή είναι η συνταγματική διάταξη, έχει μπει, είναι παράρτημα, προσάρτημα στο σύνταγμα. Λένε λοιπόν οι πρώην βουλευτές: “με συγχωρείτε, αν θα δώσεις αναδρομικά στους δικαστές, δεν υποχρεούσαι να δώσεις αναδρομικά και στους βουλευτές και να επανέλθει η βουλευτική σύνταξη εκεί που ήταν προ των περικοπών;” Φαντάζεστε μία Ελλάδα που θα ερχόμασταν και θα λέγαμε περικόπτουμε νομίμως τις συντάξεις όλων των άλλων ανθρώπων, αλλά επιστρέφουμε όλα τα λεφτά στους βουλευτές και στους δικαστές. Θα ήταν ωραίο αυτό; Ολα θέλουν ένα μέτρο στη ζωή, δεν θέλω να κατηγορήσω αυτούς που έβγαλαν την απόφαση».