Η υπόθεση Λιγνάδη έχει πρωτίστως δικαστική διάσταση. Η Αστυνομία έκανε την αρχική έρευνα, οι δικαστικές Αρχές ανέλαβαν τη διερεύνηση των στοιχείων και το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας έκρινε τον κατηγορούμενο ένοχο για δύο βιασμούς ανηλίκων.

Παράλληλα του χορήγησε αναστολή μέχρι την έφεση υπό όρους, με αποτέλεσμα την αποφυλάκισή του. Η Δικαιοσύνη αποφάσισε βάσει του Ποινικού Κώδικα του νόμου 3904/2010 που ίσχυε και επί ημερών της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Αν η Δικαιοσύνη είχε τη δυνατότητα να κρίνει την υπόθεση βάσει των αλλαγών που έγιναν στον Ποινικό Κώδικα από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τον Νοέμβριο του 2021, η ποινή που θα επιβαλλόταν θα ήταν ισόβια και άρα δεν θα υπήρχε η δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης και συνεπώς η αποφυλάκιση.

Επισημαίνεται ότι πριν από την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα, τον Ιούνιο του 2019 από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το αδίκημα του βιασμού τιμωρείτο στην βασική του μορφή με ποινή κάθειρξης, δηλαδή με ποινή από 5-20 έτη. Με την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιούνιο του 2019 -λίγες μέρες πριν από τις εκλογές- που ισχύει από 1/07/2019, το αδίκημα του βιασμού στην βασική του μορφή τιμωρείτο με ποινή από 5-15 έτη.

Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τροποποίησε δύο φορές τον Ποινικό Κώδικα και μετά την οριστική τροποποίηση από το Νοέμβριο δηλαδή του 2021 και μετά στην περίπτωση του ομαδικού βιασμού και του βιασμού που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του θύματος η προβλεπόμενη ποινή είναι η ισόβια κάθειρξη. Επιπλέον για πρώτη φορά -με εκείνη την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα- προέβλεψε και τυποποίησε ρητά τον βιασμό σε βάρος ανηλίκου με προβλεπόμενη ποινή αποκλειστικά την ισόβια κάθειρξη. Ως προς τη δικαστική διάσταση της υπόθεσης λοιπόν τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους.

Αν η υπόθεση αυτή δικαζόταν με τον Ποινικό Κώδικα που νομοθέτησε η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας η ποινή θα ήταν ισόβια και δεν θα υπήρχε η δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης και άρα αποφυλάκισης.