Σε μια σειρά υποθετικών σεναρίων και κάνοντας τη βασική παραδοχή ότι το ποσοστό της μη αντιπροσωπευόμενης ψήφου (ποσοστό κομμάτων εκτός Βουλής) παραμένει στα επίπεδα των εκλογών του 2019, δηλαδή 8%, προοπτική αυτοδύναμης κυβέρνησης υπάρχει εφόσον το πρώτο κόμμα συγκεντρώνει 46% τουλάχιστον.
Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι, όπως και με το ισχύον σύστημα, ο αριθμός των εδρών του πρώτου κόμματος δεν εξαρτάται μόνο από το ποσοστό του, αλλά και από το ποσοστό που αθροίζουν οι σχηματισμοί που μένουν εκτός Βουλής. Ετσι, αν π.χ. το μη αντιπροσωπευόμενο ποσοστό ήταν 10%, θα αρκούσε ποσοστό πρώτου κόμματος της τάξης του 45%, αλλά από την άλλη, αν τα εκτός Βουλής κόμματα αθροίζουν 5%, το πρώτο κόμμα θα έπρεπε να προσεγγίσει το 48% (Σταθόπουλος 2021). Με βάση τα έως τώρα δημοσκοπικά δεδομένα τέτοια σενάρια δεν προκύπτουν σε καμία περίπτωση, επομένως το ενδεχόμενο της αυτοδύναμης κυβέρνησης καθίσταται μάλλον ανεδαφικό.
Στην περίπτωση της προοδευτικής διακυβέρνησης το ζήτημα εκτός από αριθμητικό είναι πρωτίστως πολιτικό, αφού οι πιθανοί εμπλεκόμενοι διαφωνούν, καταρχήν στον προσδιορισμό του συγκεκριμένου όρου και στο περιεχόμενό του. Η πιθανή συμπόρευση του ΣΥΡΙΖΑ με το ΚΙΝΑΛ, το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 που οραματίζεται ο κ. Τσίπρας έχει απορριφθεί από τα υπόλοιπα κόμματα και μοιάζει μάλλον ουτοπικό και ανεδαφικό. Ορισμένες πλευρές διακινούν και το σενάριο της κυβέρνησης μειοψηφίας / ανοχής, σύμφωνα με το οποίο μια κυβέρνηση μπορεί να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από 120 βουλευτές μόνο, πρακτική, ωστόσο, εντελώς ξένη από τα κοινοβουλευτικά και πολιτικά ειωθότα της χώρας.
Μέσω της απλής αναλογικής οι πολίτες, πέρα από τα κόμματα, θα κληθούν να επιλέξουν και το μοντέλο διακυβέρνησης που επιθυμούν: ισχυρή αυτοδύναμη κυβέρνηση ή κυβερνητικό σχήμα συνεργασίας δύο ή περισσότερων κομμάτων.
Τα χρόνια λίγο πριν από την περίοδο των Μνημονίων αλλά και κατά τη διάρκειά τους καταγραφόταν έντονα στο εκλογικό σώμα η προτίμηση για κυβερνήσεις συνεργασίας. Ενα αίτημα που φαινόταν ώριμο μεταξύ των ψηφοφόρων και στο οποίο δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν οι κομματικοί σχηματισμοί. Η βίαιη προσαρμογή σε συνεργατικά σχήματα, ακριβώς επειδή ήρθε ως αποτέλεσμα εξωτερικών πιέσεων και δεν εδραζόταν σε προγραμματικές συμφωνίες, κατέστησε αυτά τα σχήματα δυσλειτουργικά και ενίσχυσε την άποψη ότι σε περιόδους κρίσεων οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις εξασφαλίζουν τη σταθερότητα και την αποτελεσματική διαχείριση.
Οι αριθμητικοί και πολιτικοί συνδυασμοί σε αυτή τη φάση οδηγούν σε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση με τον νέο εκλογικό νόμο της ΝΔ. Κανείς όμως δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια ούτε την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών όταν τεθεί επί της ουσίας το δίλημμα μία ή δύο αναμετρήσεις ούτε μπορεί να γνωρίζει τους ακριβείς συσχετισμούς και τις δυναμικές που θα προ-κύψουν από τις πρώτες κάλπες.
του Αντώνη Παπαργύρη, διευθυντή ερευνών της GPO, από τα Νέα