Η αλλαγή στη ρητορική της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας προκαλεί φυσικά εντύπωση, αλλά δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Από το «θα έρθουμε ένα βράδυ ξαφνικά», τις απειλές για γουρούσι και το «Μητσοτάκης γιοκ» φτάσαμε σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση φιλίας, με αποκορύφωμα την αποστολή συγχαρητήριας επιστολής του Τούρκου προέδρου προς τον Έλληνα πρωθυπουργό για την εθνική μας εορτή, όπου του εύχεται ακόμη και για την προσωπική του ευημερία.

 

Γράφει ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος*

 

Οι σεισμοί επέδρασαν καταλυτικά στον τρόπο που η Τουρκία προσεγγίζει αυτήν την περίοδο τόσο τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και την ευρύτερη γειτονιά της, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι στην ατζέντα της διαπραγμάτευσης προστέθηκε και η ανάγκη εύρεσης πόρων για την ανοικοδόμηση της γειτονικής μας χώρας: η Τουρκία προσπαθεί διακαώς να εξασφαλίσει περισσότερα από 100 δισ. δολάρια προκειμένου να ξεπεράσει το σοκ των σεισμών, χωρίς να χρειαστεί να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Η νέα αυτή παράμετρος την έχει οδηγήσει σε μια νέα, πιο θετική προσέγγιση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μην ξεχνάμε ότι για την απόκτηση των F-16 η Αγκυρα θα πρέπει να ξεπεράσει και τον σκόπελο Μενέντες, που σημαίνει ότι θα πρέπει να δείξει διάθεση συνεργασίας με την Ελλάδα και γενικώς να αποφεύγει εντάσεις εντός της Συμμαχίας.

 

Ρεαλισμός και επιφυλακτικότητα

Στην ελληνική πλευρά βέβαια δεν υπάρχουν ούτε αυταπάτες ούτε η αφέλεια πως η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, που έχει παγιωθεί από τη δεκαετία του ’70 και από τότε αναπτύσσεται σταθερά σε μία αναθεωρητική βάση, άλλαξε μέσα σε μία νύχτα. Είναι απολύτως λογικό να υπάρχει καχυποψία και επιφυλακτικότητα στο κατά πόσον η Τουρκία πραγματικά εννοεί ότι επιθυμεί μία ουσιαστική αλλαγή σελίδας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα η σημερινή προσέγγιση να αποτελεί απλώς έναν τακτικό ελιγμό προκειμένου να αποκτήσει η γείτονα σύγχρονα οπλικά συστήματα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, να βρει τους αναγκαίους πόρους για την ανοικοδόμηση των περιοχών που επλήγησαν από τους σεισμούς και στη συνέχεια να επιστρέψει στην παλιά γνώριμη επιθετική ρητορική της.

Για τον λόγο αυτόν η Ελλάδα οφείλει μεν να ανταποκριθεί θετικά στην αλλαγή στάσης της Αγκυρας από τη μία, από την άλλη όμως να μην προχωρήσει σε καμία κίνηση ουσίας, προτού εξαχθούν ουσιαστικά και ασφαλή συμπεράσματα. Θα πρέπει η προσέγγιση αυτή να συνοδευτεί από απτές αποδείξεις εκ μέρους της τουρκικής πλευράς και κυρίως η αλλαγή αυτή να έχει διάρκεια. Θα ήταν επίσης ολισθηρό λάθος αυτήν τη στιγμή η Ελλάδα να μην ανταποκριθεί στην προσέγγιση της Τουρκίας.

 

Διπλωματική επιτυχία

Στην πραγματικότητα, αποτελεί μία μεγάλη επιτυχία της χώρας μας ότι τελικά διασφαλίστηκε ηρεμία κατά την προεκλογική περίοδο στη γειτονική μας χώρα και είναι πλέον σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα συμβεί κάποιο επεισόδιο ή μία ευρύτερη ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών.

Κατάφερε λοιπόν η ελληνική διπλωματία να θέσει τα ελληνοτουρκικά ζητήματα ως μία από τις σημαντικές συνισταμένες της διαπραγμάτευσης της Δύσης και δη των Ηνωμένων Πολιτειών με τη γειτονική μας χώρα. Απομακρύνθηκε ως εκ τούτου η ανησυχία ότι θα υπάρξει κάποια ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών στην προεκλογική περίοδο της Τουρκίας ενώ υπάρχει και συγκρατημένη αισιοδοξία ότι την επομένη των εκλογών τα πράγματα μπορεί να πάνε καλύτερα.

Η Ελλάδα που πίεζε τους συμμάχους της προκειμένου να περάσει ανώδυνα η προεκλογική περίοδος της γειτονικής μας χώρας χωρίς εντάσεις και χωρίς προκλήσεις εκ μέρους της τουρκικής πλευράς δεν θα μπορούσε να μην ανταποκριθεί στην αλλαγή στάσης της τουρκικής τακτικής ακόμα και αν αυτή είναι υποκριτική, διότι στην περίπτωση αυτήν θα εκτίθετο ανεπανόρθωτα τόσο στα μάτια της διεθνούς κοινότητας όσο και στους υποστηρικτές της χώρας μας τόσο στην Ευρώπη όσο κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και ιδιαίτερα στο αμερικανικό Κογκρέσο.

Η Ελλάδα οφείλει να εξακολουθεί να προετοιμάζεται για το χειρότερο σενάριο· η διατήρηση της ισχυρής αποτρεπτικής ισχύος μας είναι το μεγαλύτερο όπλο έναντι του τουρκικού αναθεωρητισμού ακόμα και την περίοδο που παρατηρείται ύφεση στην εθνικιστική έξαρση της γειτονικής μας χώρας.

Αυτό δεν μας εμποδίζει να προετοιμαζόμαστε και για ένα θετικό σενάριο – δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε εφόσον η προσέγγιση αυτή γίνεται σε βάθος χρόνου, χαρακτηρίζεται από διάρκεια εκ μέρους της τουρκικής πλευράς και δεν συνεπάγεται υποχώρηση από τα δικαιώματα της Ελλάδας, όπως αυτά διαμορφώνονται σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.