Ήταν πρωτομαγιά του 1976, θυμάμαι, όταν ένας φίλος με ειδοποίησε ότι σκότωσαν τον Παναγούλη! Αισθάνθηκα τη γη να φεύγει κάτω απ’ τα πόδια μου. Ο Αλέκος ήταν για μένα το πρότυπο μου, κι ένας απ’ τους λόγους που με έφεραν κοντά στην ΕΔΗΝ, τη νεολαία της Ένωσης Κέντρου, στην οποία ο Παναγούλης ήταν πρόεδρος παρά την αποχώρηση του από το κόμμα λόγω της διαφωνίας του με τον Δημήτρη Τσάτσο.

Του Χάρη Παυλίδη
Είχαν περάσει μόλις δύο χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο Καραμανλής ισορροπούσε σε τεντωμένο σχοινί, το οποίο τραβούσε ο λαϊκισμός του ΠΑΣΟΚ απ’ τη μια και οι χουντικοί στο στράτευμα απ’ την άλλη. Σ’ αυτό το σκηνικό ο Αλέκος Παναγούλης, το ζωντανό σύμβολο της αντίστασης, αποτελούσε τον «οδικό χάρτη» για όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις. Δημοφιλής στην Ιταλία, στην οποία άλλωστε είχε γίνει δεκτός σαν ήρωας, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στη Σουηδία, σε όλη την Ευρώπη. Μόνο στην Ελλάδα, ίσως και λόγω της ανόδου του λαϊκισμού, η Αριστερά και κυρίως το ΠΑΣΟΚ, δεν τον ήθελαν σύμβολο του αγώνα. Μετά θάνατο, ως συνήθως, έσπευσαν να τον οικειοποιηθούν.

Η Δημοκρατία επέστρεψε τον Ιούλιο του 1974 με τον ερχομό του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο Παναγούλης που ζούσε εξόριστος στην Ιταλία, επέστρεψε στις 13 Αυγούστου του ίδιου χρόνου, επέτειο της απόπειρας του κατά του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Και τρείς μήνες μετά, στις 17 Νοεμβρίου, επέτειο της καταδίκης του σε θάνατο από τη χούντα, ο Αλέκος Παναγούλης εκλεγόταν βουλευτής στη Β’ Αθηνών με την Ένωση Κέντρου- Νέες Δυνάμεις. Στα δύο χρόνια που έζησε, μέχρι εκείνη τη μαύρη πρωτομαγιά του ’76, πολέμησε όσο κανείς άλλος τους δήθεν «αντιστασιακούς», τους δήθεν «δημοκράτες», κυρίως όμως τους χουντικούς που είχαν διεισδύσει στα κόμματα, μηδέ του ΠΑΣΟΚ εξαιρουμένου.

«Δεν ήθελα να σκοτώσω άνθρωπο. Είμαι ανίκανος να σκοτώσω άνθρωπο. Ήθελα να σκοτώσω έναν τύραννο», είχε πει στην Οριάνα Φαλλάτσι. Η σύλληψη, τα βασανιστήρια, η απόδραση, πάλι η σύλληψη και τα βασανιστήρια ήταν γι αυτόν ένα καθήκον προς τη Δημοκρατία. Γι αυτό και ποτέ δεν διαφήμισε τη δράση του και ποτέ δεν προσπάθησε να τη κάνει φέιγ βολάν. Ήταν ταυτόχρονα ποιητής και πολιτικός. Άλλωστε όπως έλεγε «Η πολιτική είναι καθήκον, η ποίηση είναι ανάγκη».

Δεν ξέρω πόσοι από τους «παλιούς» τον θυμούνται και πόσοι νέοι τον γνωρίζουν. Δεν ξέρω, ακόμη, πόσοι απέμειναν να τον τιμούν μαζί με τον αδελφό του, τον Στάθη, κάθε χρόνο στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας. Οφείλω, όμως, να θυμίσω σε κάποιους και σε κάποιους άλλους που επιμένουν να τον φέρνουν στα «μέτρα» τους, κάποιες από τις ιδέες του. Όπως τις είχε καταγράψει στο μαγνητόφωνο η σύντροφός του και μεγάλη μορφή της δημοσιογραφίας, η Οριάνα Φαλλάτσι.

«Δεν είμαι κομμουνιστής», τις είχε απαντήσει σε σχετική ερώτηση συμπληρώνοντας πως δεν θα μπορούσε να είναι «γιατί δεν δέχομαι τα δόγματα. Όπου υπάρχει δόγμα, δεν υπάρχει ελευθερία. Κατά συνέπεια, απεχθάνομαι τους δογματισμούς. Τόσο τους θρησκευτικούς, όσο και τους κοινωνικο- πολιτικούς. Έχοντας ξεκαθαρίσει αυτό το θέμα, δυσκολεύομαι, απο κει και πέρα, να φορέσω κάποιο διακριτικό σήμα που να λέει ότι ανήκω σ’ αυτή ή στην άλλη ιδεολογία». Ήταν όμως βουλευτής του Κέντρου και δήλωνε σοσιαλιστής. Αλλά όπως είχε πει «Μιλάω για ένα σοσιαλισμό που εφαρμόζεται σε καθεστώτα όπου επικρατεί απόλυτη ελευθερία. Η κοινωνική δικαιοσύνη δεν μπορεί να υπάρξει όπου σφαγιάζεται η ελευθερία. Για μένα, αυτές οι δύο έννοιες είναι συνυφασμένες».

Παρ’ όλα αυτά ο Αλέκος Παναγούλης υπήρξε σφοδρός πολέμιος του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ. Με τα σημερινά δεδομένα πιστεύω, διαβάζοντας πίσω απ’ τις λέξεις όταν είχε πει ότι «ανάμεσα στον Γαριβάλδη και στον Καβούρ προτιμάω τον Καβούρ», εικάζω ότι ο Αλέκος θα ήταν με τις δημοκρατικές μεταρρυθμιστικές δυνάμεις. Θα ήταν πρωτοπόρος στη μάχη κατά του λαϊκισμού και του εθνικισμού και ως πατριώτης θα ήταν στο πλευρό εκείνων που θέλουν την Ελλάδα στην Ευρώπη ισότιμο εταίρο. Πάνω απ’ όλα όμως θα ήταν με τη Δημοκρατία και την Ελευθερία. Θα έκανε, όπως είχε πει σ’ εκείνη τη συνέντευξη, «έρωτα με τον έρωτα», γιατί έτσι θεωρούσε ότι πρέπει να κάνει κάποιος που ασχολείται με την πολιτική.

Αλέκος Παναγούλης. Αλέκος για τους φίλους και για την αστυνομία. Γεννήθηκε το 1939 στην Αθήνα, από την Αθηνά και τον Βασίλειο Παναγούλη, συνταγματάρχη του στρατού και πολυπαρασημοφορημένο στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Μικρασιατική εκστρατεία και στον εμφύλιο πόλεμο που συνεχίστηκε έως το 1950. Αυτά για χειρός Οριάνα Φαλλάτσι. Σ’ αυτά θα συμπλήρωνα ότι η οικογένεια Παναγούλη είναι για την Ελλάδα ότι ήταν η οικογένεια Κέννεντυ για την Αμερική. Με μια διαφορά. Τη μάνα θρύλο. Την κυρά Αθηνά. Αυτή την ηρωίδα που έζησε για να δει τα δύο από τα τρία αγόρια της να χάνονται. Τον υπολοχαγό Γιώργο Παναγούλη που αρνούμενος να υπηρετήσει τη χούντα λιποτάκτησε, συνελλήφθη και εξαφανίστηκε μέσα από το πλοίο που τον μετέφερε στην Ελλάδα και τον Αλέκο Παναγούλη που σκοτώθηκε κάτω από ανεξερεύνητες συνθήκες. Ο τρίτος γιός, ο Στάθης Παναγούλης, συνεχίζει…