Με 47 ταχύπλοα να δηλώνουν δρομολόγηση για τη θερινή περίοδο του 2025, η ελληνική ακτοπλοΐα μπαίνει σε τροχιά ενίσχυσης, προσφέροντας μεγαλύτερη κάλυψη νησιωτικών προορισμών και πιθανές μειώσεις τιμών, εκεί όπου οι συνθήκες το επιτρέπουν.
Η σταδιακή έναρξη των δρομολογίων των ταχυπλόων ξεκίνησε από τα μέσα Απριλίου και κορυφώνεται μέσα στον Μάιο, με την πλήρη ανάπτυξη του ακτοπλοϊκού έργου να αναμένεται από τις αρχές Ιουνίου.
Οι ακτοπλοϊκές εταιρείες διαμορφώνουν τα δρομολόγια με βάση τη ζήτηση, ώστε να καλύψουν τις ανάγκες του αυξημένου επιβατικού κοινού που επιλέγει τα νησιά ως θερινό προορισμό.
Σύμφωνα με στελέχη του ακτοπλοϊκού κλάδου, η χρήση ταχυπλόων που δεν επιβαρύνονται από την υποχρεωτική χρήση του νέου καυσίμου που ξεκίνησε από την 1η Μαϊου, σε συνδυασμό με τη μείωση κατά 50% των λιμενικών τελών, δημιουργεί δημοσιονομικό περιθώριο ώστε οι εταιρείες να προχωρήσουν σε εκπτώσεις τιμών, όπου είναι δυνατόν.
Οι τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων στο σύνολο της αγοράς παραμένουν συγκρατημένες μετά και την τροπολογία του υπουργείου Ναυτιλίας για μείωση των λιμενικών τελών κατά 50%, απόφαση που εντάσσεται στη στρατηγική στήριξης της ακτοπλοΐας ενόψει της θερινής περιόδου.
Παρά την πίεση για αυξήσεις της τάξης του 12-15% λόγω της εφαρμογής του νέου κανονισμού για ναυτιλιακά καύσιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο από την 1η Μαΐου, η παρέμβαση της Πολιτείας με τη μείωση των τελών και η συγκυριακή υποχώρηση των διεθνών τιμών καυσίμων, απέτρεψαν προς το παρόν την αναπροσαρμογή των ναύλων.
Όπως υπογραμμίζουν αρμόδιοι φορείς, η ακτοπλοϊκή αγορά, όπως και η αεροπορική, είναι πλήρως απελευθερωμένη και διέπεται από κανόνες ελεύθερου ανταγωνισμού, γεγονός που δεν επιτρέπει άμεση κρατική παρέμβαση στις τιμές.
Παρ' όλα αυτά, οι στρατηγικές στήριξης της ακτοπλοΐας από το Υπουργείο Ναυτιλίας συμβάλλουν στην εξισορρόπηση των πιέσεων και στη διατήρηση των ναύλων σε λογικά επίπεδα.
Η θερινή περίοδος του 2025 εξελίσσεται έτσι σε μια κρίσιμη φάση για την προσβασιμότητα των νησιών, την ποιότητα των μεταφορών, αλλά και για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής της νησιωτικής Ελλάδας.
Μελέτη για την ακτοπλοΐα από την Επιτροπή Ανταγωνισμού
Σε μια κρίσιμη πρωτοβουλία για την ελληνική ακτοπλοΐα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού ανακοίνωσε την έναρξη κλαδικής έρευνας στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, με απόφαση που ελήφθη στις 15 Απριλίου 2025. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 40 του νόμου 3959/2011 και αποσκοπεί στη διερεύνηση των συνθηκών ανταγωνισμού, των τιμών και της δομής της αγοράς.
Η ακτοπλοΐα, ένας από τους πλέον νευραλγικούς κλάδους για την ελληνική οικονομία και τη νησιωτική συνοχή, αντιμετωπίζει χρόνιες προκλήσεις που καθιστούν επιτακτική τη θεσμική παρέμβαση.
Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η παροχή ακτοπλοϊκών υπηρεσιών, αν και ασκείται από ιδιωτικούς φορείς, φέρει χαρακτήρα δημόσιας υπηρεσίας, δεδομένου του ζωτικού της ρόλου στη σύνδεση των νησιωτικών περιοχών με την ηπειρωτική χώρα.
Η προκαταρκτική χαρτογράφηση της αγοράς ανέδειξε σημαντικούς προβληματισμούς. Το τοπίο χαρακτηρίζεται από ολιγοπωλιακή δομή, με δύο μεγάλα επιχειρηματικά σχήματα να ελέγχουν το 60% του στόλου στις μεσαίες και μεγάλες αποστάσεις.
Παρά την απελευθέρωση της αγοράς μετά την κατάργηση του καμποτάζ, η είσοδος νέων εταιρειών είναι περιορισμένη, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις η ποιότητα των υπηρεσιών παραμένει ανεπαρκής.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, το ισχύον θεσμικό πλαίσιο για την ελεύθερη δρομολόγηση παρουσιάζει κενά, επιτρέποντας στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και αναποτελεσματική κάλυψη των αναγκών των νησιών. Ενδεικτικό είναι πως η κρατική δαπάνη για συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας αυξήθηκε θεαματικά - από 10 εκατ. ευρώ το 2001 σε 152 εκατ. ευρώ το 2024 - για την εξυπηρέτηση περιοχών που παραμένουν εκτός του «εμπορικού» ενδιαφέροντος των εταιρειών.
Το δίκτυο παραμένει έντονα συγκεντρωμένο γύρω από τον Πειραιά, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της περιφερειακής συνδεσιμότητας, ενώ σοβαρά ζητήματα εντοπίζονται στις λιμενικές υποδομές, ιδίως στα μικρότερα νησιά. Παράλληλα, η συνεχής μεταβολή των φορέων εποπτείας δημιουργεί αστάθεια και ασάφεια στο ρυθμιστικό πλαίσιο.
Η έρευνα, η οποία είναι ανεξάρτητη από τις τρέχουσες εξετάσεις πιθανών παραβάσεων του νόμου περί ανταγωνισμού και των σχετικών επιτόπιων ελέγχων του Σεπτεμβρίου 2024, αναμένεται να οδηγήσει σε συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής για τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς και την ενίσχυση του ανταγωνισμού.