Είναι προφανές ότι όσο οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, τα κόμματα και οι ηγεσίες τους ευνοούν με τη στάση τους τη βία, κάνοντας εννοιολογικές εκπτώσεις του τύπου οι «ακροδεξιοί» και οι «φασίστες» απ’ τη μια και οι «φοιτητές» και τα μέλη της «εξωκοινοβουλευτικής» Αριστεράς απ΄την άλλη, τόσο το πρόβλημα θα διαιωνίζεται και οι πολίτες ευλόγως θα εκλαμβάνουν ανεκτή τη βία που προέρχεται απ’ τους «φοιτητές» έναντι της βίας των νοσταλγών της Χρυσής Αυγής.
Ο διαχωρισμός της βίας έχει κάνει τη σχετική πλύση εγκεφάλου στους πολίτες, που ανεξάρτητα από κομματική προτίμηση και ιδεολογική ταύτιση στην πλειονότητα τους «ανατριχιάζουν» με το «θέαμα» που προσφέρουν οι νεοναζί, ενώ ακριβώς για το ίδιο «θέαμα» που προσφέρουν οι «φοιτητές» λειτουργεί το άλλοθι της «πρόκλησης». Σε κάθε περίπτωση ακόμα και οι πολίτες που δεν διακρίνουν τη βία σε «καλή» και «κακή», που αντιπαθούν το ίδιο και τους μεν και τους δε, αν τους έβαζες να επιλέξουν τη… λιγότερο «κακή» βία, με βαριά καρδιά θα προτιμούσαν τη… «φοιτητική».
Κατ’ αρχήν οι καταληψίες είναι καταληψίες και παρανομούν είτε ανήκουν στην ακροδεξιά είτε στη λεγόμενη «εξωκοινοβουλευτική» Αριστερά. Και οι μεν και οι δε τρέφουν τα ίδια αισθήματα για το πολιτικό σύστημα και τη Δημοκρατία. Σε τελευταία ανάλυση όταν στέφονται κατά της έννομης τάξης είναι αδιάφορο το χρώμα. Και για να συνεννοούμαστε ας αφήσουμε τις ευγένειες με την λεγόμενη «εξωκοινοβουλευτική» Αριστερά. Είναι η άκρα Αριστερά, το ίδιο αντιδημοκρατική με την άκρα Δεξιά και το ίδιο αποκρουστική και βίαιη.
Αυτό το απλό για να το καταλάβουν οι πολίτες πρωτίστως θα πρέπει να το κατανοήσουν τα κόμματα και οι πολιτικοί. Γιατί όσο αυτοί κάνουν τα στραβά μάτια στη βία τα άκρα θα συγκλίνουν και κάποια στιγμή η Δημοκρατία θα αρχίσει να ασφυκτιά μια και το οξυγόνο θα λιγοστεύει και το πολιτικό κλίμα θα μολύνεται από τα δηλητηριώδη αέρια της ακροδεξιάς και της ακροαριστεράς.
Αυτό θέλουμε, ή αυτό το θέλουμε;
Ο κεντρώος