Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, περί τα τέλη Οκτωβρίου, έχουμε μάθει να αναμένουμε (και να υπομένουμε κάπως μοιρολατρικά) την ανακοίνωση της έκθεσης Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας. Θυμίζω εδώ ότι το Doing Business είναι ένας σύνθετος δείκτης που αξιολογεί την ελκυστικότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος σε 190 οικονομίες του κόσμου, βαθμολογώντας τες σε 10 πεδία.
Χρησιμοποιώ τη λέξη «μοιρολατρικά», διότι η υποχώρηση της Ελλάδας κατά 18 θέσεις, από την 61η το 2015 στην 79η το 2019, προκαλεί –πέρα από θλίψη– την εξής εύλογη απορία: γιατί μετά 10 χρόνια, τρία μνημόνια, ένα πρόγραμμα ενισχυμένης εποπτείας και εκατοντάδες μεταρρυθμιστικά προαπαιτούμενα που ολοκληρώθηκαν «επιτυχώς» κατά τους εταίρους μας, δεν καταφέραμε να βελτιώσουμε τη θέση μας στον συγκεκριμένο δείκτη; Ή ακόμη καλύτερα, γιατί η βελτίωση της θέσης της χώρας μας σε αυτό καθαυτό τον συγκεκριμένο δείκτη δεν τέθηκε ποτέ ως στόχος;
Αυτά τα ερωτήματα μας απασχόλησαν πέρυσι το φθινόπωρο στη Γενική Γραμματεία Συντονισμού, όταν κληθήκαμε να σχεδιάσουμε το νέο πρόγραμμα τεχνικής βοήθειας για την υλοποίηση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων. Και αποφασίσαμε ότι όχι μόνο πρέπει επιτέλους να υλοποιήσουμε ένα έργο με αυτό ακριβώς το αντικείμενο, αλλά ότι επιβάλλεται να προσλάβουμε την ίδια την Παγκόσμια Τράπεζα για να μας υποστηρίξει.
Το έργο είχε ήδη περιγραφεί από τον προκάτοχό μου Δημήτρη Λιάκο και αγκαλιάστηκε με θέρμη από τον υπουργό Ανάπτυξης, Αδ. Γεωργιάδη. Ετσι, ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο μια μεικτή ομάδα δράσης της προεδρίας της κυβέρνησης και του υπουργείου Ανάπτυξης ασχολείται συστηματικά και σχεδόν αποκλειστικά με στοχευμένες μεταρρυθμίσεις κι ένα διπλό στόχο: τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και του δείκτη Doing Business. Η ομάδα αυτή συνέταξε και υλοποιεί ένα συνεκτικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο που περιλαμβάνει 49 παρεμβάσεις στα 10 βασικά πεδία του δείκτη και σε 4 βασικούς άξονες (ρυθμιστικό, φορολογικό, ψηφιακό, διοικητικό).
Από την ολοκλήρωση των μεταρρυθμιστικών δράσεων αναμένεται να προκύψουν πραγματικά ποσοτικά οφέλη για τις επιχειρήσεις και την ευρύτερη οικονομία. Προχωρώντας τολμηρά σε θέσπιση μέτρων που αφορούν τη μείωση των απαιτούμενων διαδικασιών που χρειάζονται π.χ. για την ίδρυση ή ηλεκτροδότηση μιας επιχείρησης, την έκδοση οικοδομικών αδειών, τη μεταβίβαση ακινήτων, την επιστροφή ΦΠΑ και την απονομή της Δικαιοσύνης, απελευθερώνονται πόροι από δραστηριότητες που δεν έχουν προστιθέμενη αξία (π.χ. συγκέντρωση απαιτούμενων δικαιολογητικών μέσα από επιτόπιες επισκέψεις σε δημόσιες υπηρεσίες) σε δράσεις με αυξημένη προστιθέμενη αξία (κύρια παραγωγή κάθε επιχείρησης).
Πιο συγκεκριμένα, αναμένεται να υλοποιηθούν δράσεις που θα βοηθήσουν στην ταχύτερη έκδοση οικοδομικών αδειών (μέσα από την πληρέστερη αξιοποίηση της πύλης e-άδειες και τη διασύνδεσή της με εμπλεκόμενες υπηρεσίες), στην απλούστευση της ηλεκτροδότησης (μέσω μείωσης των απαιτούμενων δικαιολογητικών και στην ψηφιοποίηση), στην ταχύτερη μεταβίβαση ακινήτων (μέσω της ταχύτερης και άμεσης πρόσβασης στα απαιτούμενα δικαιολογητικά), και βέβαια, στην επιτάχυνση της Δικαιοσύνης (μέσα από την προώθηση του θεσμού της διαμεσολάβησης, την ψηφιοποίηση διαδικασιών και σειρά άλλων δράσεων).
Οι παρεμβάσεις αυτές απελευθερώνουν πάνω από 270 εκατ. εργατοώρες στην οικονομία και ειδικότερα στον ιδιωτικό τομέα σε ετήσια βάση. Εργατοώρες που μέχρι σήμερα αναλώνονται σε διαδικασίες που έχουν σχέση με συγκέντρωση δικαιολογητικών και εγκρίσεων από διοικητικές αρχές.
Οι εγκρίσεις αυτές δεν ακυρώνονται αλλά μέσα από την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών θα δρομολογούνται χωρίς επιβάρυνση του κάθε ενδιαφερόμενου.
Αυτό το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο αν αναλογιστεί κανείς ότι σε σύνολο 3,9 εκατ. εργαζομένων, το σύνολο των διαθέσιμων εργατοωρών στη χώρα ανέρχεται, σε ετήσια βάση, σε 8,3 δισ. Ετσι η μείωση των ωρών εργασίας που κατευθύνονταν μέχρι πρότινος σε γραφειοκρατικές διαδικασίες, ισοδυναμεί πρακτικά σε μια απελευθέρωση πάνω από 3% των διαθεσίμων εργατοωρών, με αντίστοιχη βελτίωση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων και της εργασίας.
Πώς μεταφράζεται όμως μια αύξηση της παραγωγικότητας κατά 3% σε όρους ανάπτυξης, επενδύσεων και απασχόλησης; Σύμφωνα με το Σώμα Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Οικονομικών, η υλοποίηση αυτών των 49 παρεμβάσεων μπορεί σε διάστημα ενός έτους να αποδώσει αύξηση +5% στον αναμενόμενο ρυθμό επενδύσεων,+2% κατά προσέγγιση στο ΑΕΠ και +0,6% στον αναμενόμενο ρυθμό απασχόλησης.
Πρόκειται με άλλα λόγια για πολιτικές που υπηρετούν τον στόχο μιας διεθνώς ανταγωνιστικής οικονομίας που δεν χρησιμοποιεί ως πλεονέκτημα τους χαμηλού κόστους παραγωγικούς συντελεστές αλλά το σταθερό, απλό και προβλέψιμο ρυθμιστικό περιβάλλον που εμπνέει ασφάλεια δικαίου στους επενδυτές και δημιουργεί συνθήκες ευημερίας για εργαζόμενους και επιχειρήσεις. Καθώς, λοιπόν, η πανδημία ανέστειλε την έκδοση της φετινής έκθεσης Doing Business για το επόμενο φθινόπωρο, έχουμε έναν ολόκληρο χρόνο μπροστά μας για να εργαστούμε σκληρά για την υλοποίηση αυτού του φιλόδοξου σχεδίου και να διαπιστώσουμε αν τον Οκτώβριο του 2021 η επόμενη έκθεση θα δικαιώσει τις προσπάθειές μας.
* Ο κ. Ακης Σκέρτσος είναι υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ.
** Από την Καθημερινή