Σε αναμονή της επίσημης γραπτής του απάντησης στον Αλέξη Τσίπρα, ο πρόεδρος της Βουλής δεν έκρυψε την ενόχλησή του και ξεκαθάρισε πως το έργο της προανακριτικής για την Novartis θα συνεχιστεί κανονικά.

Μιλώντας με τους κοινοβουλευτικούς συντάκτες, λίγη ώρα αφότου παρέλαβε την επιστολή του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ο Κώστας Τασούλας σχολίασε: «Ο κ. Τσίπρας εξέφρασε την άποψη ότι οι διατάξεις περί εξαίρεσης δεν μπορούν να εφαρμοστούν. Διαφωνώ. Η διαδικασία της εξαίρεσης υπάρχει από την στιγμή που η επιτροπή έχει αρμοδιότητα εισαγγελέα πρωτοδικών. Δεν υπάρχει περίπτωση εισαγγελέας πρωτοδικών να είναι ταυτόχρονα και εισαγγελέας και μάρτυρας. Ο θεσμός της εξαίρεσης υφίσταται και είναι στοιχειώδης κανόνας διασφάλισης της αμεροληψίας των ανακριτικών υπαλλήλων».

Ξεκαθάρισε πως «θα προχωρήσουμε ως έχουμε» στην επιτροπή, χωρίς δηλαδή τους Πολάκη- Τζανακόπουλο ενώ εκτίμησε πως το σενάριο της φρουράς δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αφήνοντας να εννοηθεί πως οι δύο πρώην υπουργοί ακόμα και αν εμφανιστούν στην επιτροπή, θα αποχωρήσουν.

«Η επιτροπή θα συνεχίσει, δεν είναι διαδικαστικό το ζήτημα αλλά να βρεθεί η αλήθεια για τα αδικήματα», είπε ενώ υποστήριξε πως η επιστολή Τσίπρα ήταν ηπίων τόνων.

Η επιστολή Τσίπρα

Ακάθεκτος  παραμένει ο ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά στην παρουσία Πολάκη και Τζανακόπουλου στην επερχόμενη συνεδρίαση της προανακριτικής επιτροπής για τη σκευωρία Novartis.

O πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – ο οποίος ξεχνάει ότι είναι αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δρα ως πρόεδρος 15μελούς και όχι τυχαία -έστειλε νέα επιστολή προς τον Κ. Τασούλα, μετά την απάντηση του προέδρου της Βουλής αναφορικά με την εξαίρεση των κ.κ. Τζανακόπουλου και Πολάκη από την Προανακριτική για τη Novartis, με την οποία αρνείται να τους αλλάξει, παρά το γεγονός ότι οι δύο έχουν κληθεί ως μάρτυρες στην υπόθεση.

Αναλυτικά η επιστολή Τσίπρα:

Προς Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων
κ. Κωνσταντίνο Τασούλα
Με την προηγούμενη επιστολή μου σχετικά με το ζήτημα της πρωτοφανούς «εξαίρεσης» μελών της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής που διενεργεί προκαταρκτική εξέταση, σας κάλεσα να ανταποκριθείτε στο καθήκον σας, που απορρέει από τον Κανονισμό της Βουλής, δηλαδή να διασφαλίσετε αμερόληπτα τα δικαιώματα όλων των Βουλευτών και όλων των Κοινοβουλευτικών Ομάδων.

Φαίνεται ότι αποφασίσατε να αποποιηθείτε αυτή την ευθύνη, ζητώντας μου να συναινέσω σε κάτι που θα οδηγούσε σε έναν ιστορικό αυτοπεριορισμό των δικαιωμάτων της μειοψηφίας και τελικά σε πλήγμα του ίδιου του κοινοβουλευτισμού.

Μπορείτε να θεωρείτε δεδομένη τη συναινετική στάση μου και την ειλικρινή προσπάθειά μου για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε προβλήματος, όποτε κι αν το ζητήσετε. Εν προκειμένω, όμως, το αίσθημα ευθύνης δεν μου επιτρέπει να συμπράξω στην υπονόμευση του Κοινοβουλίου και στην απαξίωση του κοινοβουλευτικού έργου.

Πολύ περισσότερο, δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό, υιοθετώντας τις κραυγαλέες και παντελώς αβάσιμες κατασκευές που οδήγησαν μια πλειοψηφία μελών της Επιτροπής στην ανυπόστατη απόφασή τους για εξαίρεση συναδέλφων τους της μειοψηφίας.

Θέλω για άλλη μια φορά να σας επισημάνω ότι σύμφωνα με τη Συνταγματική αρχή της αυτονομίας της Βουλής, θεματοφύλακας της οποίας είναι ο Πρόεδρος της Βουλής, η σύσταση, συγκρότηση και λειτουργία των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής.

  1. Διατάξεις της κοινής νομοθεσίας δεν εφαρμόζονται, παρεκτός εάν το Σύνταγμα ή ο Κανονισμός παραπέμπουν ρητά σ’ αυτές. Ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ή οποιοσδήποτε άλλος τυπικός νόμος, διέπουν τη λειτουργία της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής μόνο όταν ο Κανονισμός της Βουλής παραπέμπει σε διατάξεις τους.

Το άρθρο 156 παρ. 4 του Κανονισμού, παραπέμπει μόνο στις διατάξεις που ορίζουν τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα όταν ενεργεί προκαταρκτική εξέταση. Αντιθέτως, δεν παραπέμπει στις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περί εξαίρεσης δικαστικών προσώπων.

Είναι, επομένως, πέραν κάθε αμφισβήτησης ότι αποτέλεσε ηθελημένη και συνειδητή επιλογή του κοινοβουλευτικού νομοθέτη, του μόνου αρμόδιου να ρυθμίσει τη λειτουργία των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών, να μην προβλέψει διαδικασία εξαίρεσης μελών της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής που διενεργεί προκαταρκτική εξέταση. Και ευλόγως, διότι διαφορετικά θα καταλήγαμε στο μείζον θεσμικό και συνταγματικό άτοπο, η εκάστοτε πλειοψηφία στην Επιτροπή ή στην Ολομέλεια να διαθέτει την εξουσία, με μόνη την επίκληση της αρχής της πλειοψηφίας, να καθορίζει κατά το δοκούν τη σύνθεση των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών, ακυρώνοντας τη βούληση των Κοινοβουλευτικών Ομάδων της Αντιπολίτευσης, κατά παράβαση των άρθρων 31 παρ. 3 και 29 παρ. 5 του Κανονισμού, που καθιερώνουν μια στοιχειώδη και αυτονόητη αρχή του κοινοβουλευτισμού: ότι η κάθε Κοινοβουλευτική Ομάδα είναι η μόνη και αποκλειστικά αρμόδια να υποδείξει η ίδια τα μέλη της που θα συμμετάσχουν στις κοινοβουλευτικές εργασίες.

Συνεπώς, η μεθόδευση της πλειοψηφίας των μελών της Επιτροπής, βασισμένη σε νομικούς ακροβατισμούς και διαδικαστικούς αυτοσχεδιασμούς, που με λύπη μου διαπιστώνω ότι ανέχεστε, δεν αποτελεί παρά μια ωμή έκφραση πλειοψηφισμού που αποσκοπεί στη φίμωση της μειοψηφίας.

Κύριε Πρόεδρε,

Με την ευθύνη που έχω ως Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης για τη τήρηση του Κανονισμού της Βουλής και του Συντάγματος, δεν μου επιτρέπεται να συναινέσω σε μια παράνομη απόφαση της πλειοψηφίας της Επιτροπής και κατά αυτόν το τρόπο να συμπράξω στην απαξίωση της Εθνικής Αντιπροσωπείας. Ούτε δε, πολύ περισσότερο, να συμπράξω στη στέρηση δικαιωμάτων από αντιπροσώπους του ελληνικού λαού.

Εφόσον λοιπόν το επιλέγετε, ας αναλάβετε μόνος αυτήν την ευθύνη.

2

Ως εκ τούτου σας υπενθυμίζω, ότι με την από 10/10/2019 επιστολή, η Κ.Ο. του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. σάς έχει ήδη υποδείξει τα μέλη της που συμμετέχουν στην εν λόγω Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.