Για την ελληνική Δικαιοσύνη και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει τόσο η ίδια όσο και οι πολίτες στις συναλλαγές μαζί της, γράφει στην εφημερίδα “Η Καθημερινή” ο υπουργός Επικρατείας, Άκης Σκέρτσος, υπεύθυνος για τον συντονισμό των κυβερνητικών πολιτικών.
Ξεκινώντας από κάποιες γενικές παραδοχές, διαπιστώνει ότι «ο χώρος της Δικαιοσύνης είναι αναμφισβήτητα ένας από τους τομείς που υστερούν στη χώρα μας». «Το κράτος δεν έχει σταθεί δίπλα στη Δικαιοσύνη και τους δικαστές όπως θα έπρεπε να το κάνει διαχρονικά. Σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητείται η ποιότητα και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και της πλειονότητας των δικαστικών λειτουργών. Επίσης, όμως, δεν χωράει αμφισβήτηση ότι η ταχύτητα στην απονομή της παραμένει πολύ αργή συγκριτικά με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η ψηφιοποίησή της βρίσκεται πολύ πίσω. Η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό δικαστών και δικαστικών υπαλλήλων με ειδικά προγράμματα κατάρτισης και, κυρίως, επιμόρφωσης είναι περιορισμένη. Ενώ τα κτίρια και οι κρίσιμες υποδομές της είναι ανεπαρκή και έχουν παραμεληθεί για δεκαετίες» σημειώνει.
«Ναι, διαθέτουμε πολλούς και καλούς δικαστές -για την ακρίβεια 41 ανά 100.000 κατοίκους όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι σχεδόν 20. Ναι, ξοδεύουμε περισσότερα χρήματα στη Δικαιοσύνη ως μερίδιο του ΑΕΠ συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ. Όμως μόλις το 5% αφορά λειτουργικές δαπάνες, χωρίς καθόλου νέες επενδύσεις» συνεχίζει ο υπουργός Επικρατείας και υπογραμμίζει: «Υστερούμε, συνεπώς, στην οργάνωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, στη μέτρηση του όγκου και του χρόνου διεκπεραίωσης της δικαστικής ύλης ανά περιφερειακή ενότητα και δικαστήριο, στην ενδυνάμωση των ανθρώπων που εργάζονται για τη Δικαιοσύνη. Υστερούμε εντέλει στη βέλτιστη δυνατή χρήση και προτεραιοποίηση των διαθέσιμων πόρων, ανθρώπινων και υλικών. Και έτσι, ίσως, εξηγείται το γεγονός ότι μια υπόθεση χρειάζεται τουλάχιστον τριπλάσιο χρόνο από την υπόλοιπη Ευρώπη μέχρι να τελεσιδικήσει στην Ελλάδα».
«Όλα αυτά είναι παρατηρήσεις κάθε καλόπιστου και αντικειμενικού πολίτη-χρήστη των δικαστικών υπηρεσιών. Αλλά και βασικά συμπεράσματα του EU Justice Scoreboard, της ετήσιας έκθεσης της Κομισιόν που αξιολογεί κάθε χρόνο την κατάσταση των δικαστικών συστημάτων κάθε χώρας της ΕΕ. Κάπου εδώ μπαίνει στην εικόνα το εθνικό σχέδιο ανθεκτικότητας και ανάκαμψης “Ελλάδα 2.0” που στηρίζεται στη βασική παραδοχή ότι η χώρα μας υστερεί έναντι αρκετών -και σίγουρα των πιο προηγμένων- ευρωπαίων εταίρων μας σε πολλούς τομείς που είναι κρίσιμοι για την καθημερινότητα πολιτών και επιχειρήσεων. Το αποτέλεσμα αυτής της διαχρονικής υστέρησης είναι το κράτος να λειτουργεί σε πολλές εκφάνσεις του σαν δυνάστης που κρατάει σε ομηρία ή εντέλει διώχνει εκτός συνόρων τις πιο παραγωγικές δυνάμεις του τόπου μας» προσθέτει ο Ά.Σκέρτσος.
Τούτων δοθέντων, «γι’ αυτό και επιλέξαμε η Δικαιοσύνη να αποτελέσει ένα βασικό πεδίο μεταρρυθμίσεων ήδη από το 2019 αλλά και διακριτό κεφάλαιο δημόσιων επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων στο σχέδιο “Ελλάδα 2.0“. Στους 14 νόμους που έχουν ήδη ψηφιστεί και εφαρμόζονται από το 2019 έως σήμερα με άμεσο ή έμμεσο στόχο την επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης, έρχονται να προστεθούν τα επόμενα 5 χρόνια σημαντικοί πόροι ύψους 250 εκατ. ευρώ που θα επενδυθούν για πρώτη φορά στους ανθρώπους και τις υποδομές της ελληνικής δικαιοσύνης. Με τουλάχιστον 20 εμβληματικά έργα ψηφιοποίησης συστημάτων και αναβάθμισης κτιρίων και 4 σημαντικές μεταρρυθμίσεις».
Ταυτοχρόνως, ο υπουργός Επικρατείας κάνει τον κυβερνητικό απολογισμό έως σήμερα: «Η υποχρεωτική ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων στα διοικητικά δικαστήρια, το νέο πλαίσιο για τη διαμεσολάβηση, οι τηλεσυνεδριάσεις και οι διασκέψεις εξ αποστάσεως, τα ειδικά τμήματα δικαστηρίων, η επιτάχυνση εκδίκασης υποθέσεων του νόμου Κατσέλη, η αξιολόγηση και οι αξιοκρατικές προαγωγές των δικαστικών υπαλλήλων και η θέσπιση της πιλοτικής δίκης στην πολιτική Δικαιοσύνη, αποτελούν μερικά από τα νέα θεσμικά εργαλεία με στόχο την επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης. Τα 2 χρόνια πανδημικών περιορισμών δεν επέτρεψαν, ίσως, να φανούν ακόμη τα αποτελέσματά τους, αν και ήδη η Ελλάδα, έχει βελτιώσει τις επιδόσεις της σε κάποιους τομείς, όπως το επίπεδο αντίληψης της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων σε αυτήν και η προώθηση εναλλακτικών εξωδικαστικών μορφών επίλυσης διαφορών».
Ενώ για το από εδώ και πέρα, και στο πλαίσιο του “Ελλάδα 2.0”, «νέα δικαστικά μέγαρα σε Αθήνα, Πειραιά, Βόλο, Λαμία, Έδεσσα, Σέρρες, Κιλκίς, Ηράκλειο, Χανιά μαζί με ανακαινίσεις 6 ακόμη κτιρίων θα αναβαθμίσουν και θα αποσυμφορήσουν το δικαστικό έργο».
«Τέσσερα μεγάλα έργα ψηφιοποίησης -η ολοκλήρωση και αναβάθμιση των πληροφοριακών συστημάτων όλων των δικαστηρίων, το εθνικό ποινικό μητρώο, τα πρακτικά δικαστηρίων και η ψηφιοποίηση των αρχείων- θα μεταφέρουν την ελληνική Δικαιοσύνη στον 21ο αιώνα», σημειώνει με έμφαση και συνεχίζει:
«Επιπλέον, η αναβάθμιση και διεύρυνση των προγραμμάτων σπουδών της εθνικής σχολής δικαστών, η υπό σύσταση σχολή δικαστικών υπαλλήλων, ο νέος κώδικας λειτουργίας των δικαστηρίων και το μεγαλόπνοο έργο του νέου δικαστικού χάρτη της χώρας με την τεχνική βοήθεια της Παγκόσμιας Τράπεζας, έχουν στον πυρήνα τους την επένδυση στους δικαστές και τους δικαστικούς υπαλλήλους και τη δημιουργία ενός καλύτερου και πιο παραγωγικού περιβάλλοντος εργασίας.
Τέλος, η πιο επιδραστική αλλαγή, ίσως είναι μια μεταρρύθμιση του “Ελλάδα 2.0” που έχει περάσει σχετικά απαρατήρητη -ενώ αποτελεί το κλειδί για να αλλάξουμε προς το καλύτερο τα πράγματα: Η θεσμοθέτηση και ενεργοποίηση της υπηρεσίας Juststat, της μονάδας δηλαδή που συλλέγει και αξιολογεί όλα τα στατιστικά δεδομένα για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης στη χώρα μας, θα μας δώσει χρήσιμα στοιχεία σε κρίσιμα πεδία της δικαστικής λειτουργίας που σήμερα δεν μετριούνται καν. Όμως, όπως είναι γνωστό, ό,τι δεν μπορεί να μετρηθεί, δεν μπορεί να αξιολογηθεί και κατ’ επέκταση να αλλάξει προς το καλύτερο. Έτσι, χάρη στην Juststat, αντί να διαφωνούμε με ιδεολογικούς όρους για την κατάσταση της Δικαιοσύνης, τα στοιχεία και μόνον αυτά θα καθορίζουν της μελλοντικές επιλογές μας αλλά και τη βαρύτητα των επιχειρημάτων υπέρ ή κατά αυτών των επιλογών. Αυτό από μόνο του είναι ένα τεράστιο άλμα προόδου για τη χώρα μας».
Και, εν κατακλείδι, «άλλωστε, αυτός είναι και ο βαθύτερος στόχος του σχεδίου “Ελλάδα 2.0”. Να δημιουργήσει μια καλύτερη εκδοχή της χώρας μας, οδηγώντας την σε πραγματική σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Να δώσει, δηλαδή, πραγματικά κίνητρα σε όσους έφυγαν, να επιστρέψουν. Στους ξένους που θέλουν να επενδύσουν στη χώρα μας, να το κάνουν χωρίς δεύτερη σκέψη. Και, φυσικά, σε όσες και όσους μένουν εδώ, να είναι περήφανοι γι’ αυτό. Χωρίς ένα σύγχρονο κράτος δικαίου αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί», επισημαίνει κλείνοντας.