Δεκατέσσερα φέρετρα στη σειρά. Μπροστά στο καθένα ακουμπά, σε μια μαύρη κορνίζα, μια φωτογραφία, αλλοιωμένη από τη μεγέθυνση, μοναδικών χαμογελαστών απεικονίσεων των νεκρών αλλά και από τις δεκαετίες που πέρασαν. Δυο φέρετρα δεν ευτύχησαν να έχουν εικόνα. Εχουν μόνο ένα όνομα.
Η σκηνή είναι από το τουρκοκυπριακό χωριό Σανταλάρη στην επαρχία Αμμοχώστου, πριν από μερικές μέρες. Και αυτό που παγώνει περισσότερο είναι πως και τα 14 φέρετρα περιέχουν παιδιά. Τα μικρότερα ήταν τεσσάρων και έξι μηνών. Η Χαριγέ Αρίφ και η Ζεχρά Μπαϊράμ. Ο αδελφός της Μουσταφά Μπαϊράμ ήταν τριών ετών και η αδελφή τους Αϊσέ Μπαϊράμ μόλις έξι ετών. Τα υπόλοιπα παιδιά ήταν 9, 10, 11, 12 και 15 χρονών.
Το έγκλημα του Σανταλάρη όπως και οι συνδεδεμένες με αυτό σφαγές στα γειτονικά χωριά Αλόα και Μαράθα – 126 είναι ο συνολικός αριθμός των σφαγιασθέντων, όλοι γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι – δεν διδάσκονται σε κανένα ελληνοκυπριακό σχολείο της Κύπρου. Κανείς δεν μιλά για αυτά και η τιμωρία των δραστών που ζουν ακόμα μάλλον δεν θα έρθει ποτέ.
Το 2010, μετά που μια τουρκοκυπριακή εφημερίδα τους κατονόμασε, ο τότε γενικός εισαγγελέας προχώρησε στη λήψη καταθέσεων από τους φερόμενους ως υπόπτους με βάση τις μαρτυρίες συγχωριανών τους ένας από αυτούς καθηγητής Θεολογίας, μάλιστα. Οι δράστες ήταν μέλη της ΕΟΚΑ Β, η οποία μετά την καταστροφή που προκάλεσε το πραξικόπημα που διενήργησε μαζί με τη χούντα των Αθηνών διαλύθηκε. Ωστόσο αυτό το έγκλημα, πρωτοφανές σε αγριότητα αλλά και σε διαστροφή, έμεινε ατιμώρητο.
Ηταν 20 Ιουλίου του 1974, μετά την εκδήλωση της τουρκικής εισβολής, όταν ομάδες εοκαβητών οι οποίοι είχαν καταλάβει την εξουσία με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου μπήκαν σε τρία τουρκοκυπριακά χωριά. Οι πλείστοι ήταν κάτοικοι του γειτονικού ελληνοκυπριακού χωριού Περιστερωνοπηγή και για αυτό ήταν γνωστοί στους τουρκοκύπριους κατοίκους. Οι τουρκοκύπριοι άνδρες μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο στην περιοχή Καράολος της Αμμοχώστου, οι δε γυναίκες και τα παιδιά στο σχολείο της Περιστερωνοπηγής. Εκεί διαπράχθηκαν ομαδικοί βιασμοί κοριτσιών, γυναικών και αγοριών από τις 21 Ιουλίου έως τις 14 Αυγούστου. Σύμφωνα με τον αρχισυντάκτη της κυπριακής «Καθημερινής» Ανδρέα Παράσχο, ο οποίος ερεύνησε για χρόνια εις βάθος το θέμα των αγνοουμένων και των δύο πλευρών, όπως και η βραβευμένη τουρκοκύπρια δημοσιογράφος Σεβγκιούλ Ουλούντααγ, στην οποία οφείλονται οι πλείστες των πληροφοριών για τη θηριωδία, οι δράστες έκαναν πλάκα στον καφενέ του χωριού και προσκαλούσαν συγχωριανούς τους να βιάσουν τις Τουρκοκύπριες και τα παιδιά τους.
Οταν στις 14 Αύγουστου εκδηλώθηκε η δεύτερη φάση της εισβολής, οι εοκαβήτες, πριν τραπούν σε φυγή και προκειμένου να μη βγουν προς τα έξω τα όσα είχαν κάνει, εκτέλεσαν βιαστικά όλους τους κατοίκους ή έτσι νόμιζαν και έθαψαν τα θύματα σε σκουπιδότοπο. Επιχείρησαν να τα κάψουν, αλλά δεν πρόλαβαν. Μισο απανθρακωμένα πτώματα γυναικών βρέθηκαν με τα παιδιά τους γαζωμένα με σφαίρες στην αγκαλιά. Κάποια πτώματα ήταν αποκεφαλισμένα. Εξι άτομα μόνο γλίτωσαν από τη σφαγή στη Μάραθο, τρία στον Σανταλάρη. Από τα παιδιά του τουρκοκυπριακού δημοτικού σχολείου γλίτωσε ένα μόνο και αφηγήθηκε τι είχε γίνει. Με τις ταυτοποιήσεις των αγνοουμένων τα οστά παίρνουν όνομα και θάβονται όπως τις προάλλες. Μαζί με την ντροπή μιας κοινωνίας η οποία είναι ανίκανη ή αδιάφορη να αποδώσει δικαιοσύνη και καταδέχεται να συμβιώνει με τέτοια κτήνη.
του Κώστα Κωνσταντίνου από Τα Νέα