Το επίδομα εορτών Δώρο Πάσχα για κάθε χρόνο πρέπει να καταβάλλεται στους δικαιούχους μέχρι την Μεγάλη Τετάρτη , ανεξάρτητα από την ημερομηνία του Πάσχα και αφορά το χρονικό διάστημα από 01/01-30/04 κάθε έτους.

του Ανδρέα Κ. Σακελλαριάδη

Ο εργοδότης όμως, δικαιούται να παρακρατήσει το τμήμα του επιδόματος Πάσχα που αναλογεί από την Μεγάλη Τετάρτη μέχρι 30 Απριλίου. Το  ποσό που τυχόν παρακρατηθεί καταβάλλεται στους δικαιούχους μετά την 30η Απριλίου, εφόσον η εργασιακή σχέση διέρρευσε χωρίς διακοπή. Παράγραφος 1 του άρθρου 10 της ΥΑ 19040/81 :

  1. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, που σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να καταβληθούν σε είδος, αλλά σε χρήμα μόνο, καταβάλλονται την 21η Δεκεμβρίου και την Μεγάλη Τετάρτη αντίστοιχα. Ο εργοδότης όμως μπορεί να παρακρατήσει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου ή την 30ή Απριλίου το ποσό που αναλογεί στο επίδομα, χωρίς να μπορεί να το καταβάλει αργότερα από τις ημερομηνίες αυτές.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 της 19040/1981 Κοινής Υπουργικής Απόφασης ορίζει ότι το επίδομα εορτών Πάσχα, υπολογίζεται βάσει των τακτικών αποδοχών που καταβάλλονται στους μισθωτούς την 15η ημέρα προ του Πάσχα, σε περίπτωση που έχει λυθεί η εργασιακή σχέση πριν από την ανωτέρω ημερομηνία τότε το δώρο υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές που ίσχυαν τη μέρα της λύσης της εργασιακής  σχέσης άσχετα αν απολύθηκε ή αποχώρησε μόνος του.

Ο  τρόπος αμοιβής, μηνιαίος μισθός-ημερομίσθιο-ωρομίσθιο, και όχι η ιδιότητα, υπάλληλος-εργάτης, λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του δώρου.

Τακτικές αποδοχές νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες, το αντίτιμο τροφής και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή ημερομισθίου (Ολ. ΑΠ 5/11, 16/11, ΑΠ 413/08, 1057/07, 146/06), πρόσθετες παροχές, που δίδονται στον εργαζόμενο όχι ως αντάλλαγμα της εργασίας του, αλλά για άλλους σκοπούς, όπως για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης, δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού και δεν υπολογίζονται για τον υπολογισμό των επιδομάτων, εκτός αν ορίζεται το αντίθετο σε κανονιστική διάταξη ή στην ατομική σύμβαση εργασίας. Α.Π 52/17

Μ ε τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 3 της 19040/1981 Κοινής Υπουργικής Απόφασης, στις τακτικές αποδοχές των μισθωτών βάσει των οποίων υπολογίζονται   τα δώρα συμπεριλαμβάνεται και το επίδομα αδείας, δηλαδή αυξάνονται τα δώρα κατά την αναλογία του επιδόματος αδείας που είναι 0,041666.( 0,5 μισθός επιδόματος αδείας/12 μήνες  ή 13 ημερομίσθια/312 ημερομίσθια του έτους )

Για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών δεν προσμετρούνται οι ημέρες : αδικαιολόγητης απουσίας, μεταξύ των οποίων και της απεργίας , καθώς και οι ημέρες αδείας άνευ αποδοχών, στρατεύσεως ( εκτός από το διάστημα που απασχολήθηκε ο μισθωτός στον εργοδότη, είτε διότι στρατεύθηκε  μετά την 01/01, είτε διότι απολύθηκε από τον στρατό πριν  από την 30/04),γονικής αδείας, συνδικαλιστικής αδείας, ούτε  το διάστημα της εξαμήνου ειδικής αδείας που χορηγείται  μετά από την άδεια λοχείας καθώς και  οι ημέρες ασθένειας για τις οποίες κατεβλήθησαν επίδομα ασθένειας.

Αντιθέτως, προσμετρούνται οι ημέρες   δικαιολογημένης απουσίας, όπως είναι  ο χρόνος αποχής των γυναικών προ και μετά τον τοκετό και  το επί πλέον διάστημα που χορηγείται ως άδεια όταν ο τοκετός πραγματοποιήθηκε αργότερα από το χρονικό σημείο που είχε πιθανολογηθεί, οι ημέρες ασθένειας για τις οποίες δεν υπήρχε επιδότηση από τον ασφαλιστικό φορέα καθώς και τα τριήμερα, υπολογίζονται και οι ημέρες κατά τις οποίες ο μισθωτός δεν εργαζότανε λόγω επισχέσεως εργασίας.

Στην περίπτωση της  μερικής και εκ περιτροπής  απασχόλησης διακρίνονται οι εξής περιπτώσεις :

α) Ο εργαζόμενος που απασχολείται καθημερινά με σταθερό μειωμένο ωράριο θα λάβει ως επίδομα εορτών ( Δώρο Πάσχα) ότι και ο πλήρως απασχολούμενος, βάσει όμως των μειωμένων, αναλόγως προς τον χρόνο απασχόλησης του, αποδοχών για το χρονικό διάστημα από 01/01 έως 30/04.

β) Ο εργαζόμενος με πλήρες ημερήσιο ωράριο, αλλά λιγότερες ημέρες εργασίας την εβδομάδα ( εκ περιτροπής   ), θα λάβει ως επίδομα εορτών ( Δώρο Πάσχα )ένα ημερομίσθιο για κάθε 6,5 πραγματοποιηθέντα ημερομίσθια και  ½  του ημερομισθίου για κάθε 6,5 μη πραγματοποιηθέντα ημερομίσθια, με την προϋπόθεση γραπτής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου  ότι θα λαμβάνει αμοιβή μισό ημερομίσθιο για τις ημέρες που δεν θα παρέχει εργασία λόγω του συστήματος.( άρθρο 4,παρ.3 Κ.Υ.Α 19040/1981, Α.Π. 114/64 )

γ) Ο εργαζόμενος με μειωμένο ωράριο εργασίας και με μειωμένες ημέρες εργασίας την εβδομάδα θα λάβει ως επίδομα εορτών Δώρο Πάσχα ένα ημερομίσθιο για κάθε 6,5  πραγματοποιηθέντα. Το ημερομίσθιο σε αυτή την περίπτωση είναι μειωμένο ανάλογα με τις ώρες εργασίας κάθε ημέρα και σε περίπτωση που οι ώρες ανά ημέρα είναι διαφορετικές, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος αυτών.

Σημείωση: για το διάστημα του μισθωτού που απέχει από την εργασία του λόγω αναστολής συμβάσεως εργασίας δεν οφείλεται δώρο από τον εργοδότη αλλά παρέχεται από το κράτος, για το μηχανισμό ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ αν το σύστημα έχει την μορφή καθημερινής μειωμένης απασχόλησης το οφειλόμενο από τον εργοδότη δώρο εξευρίσκεται κανονικά και υπολογίζεται με τις ανάλογες μειωμένες αποδοχές, αν έχει τη μορφή της διαλείπουσας απασχόλησης ο υπολογισμός γίνεται βάσει των ανωτέρω σύμφωνα με την Κ.Υ.Α 19040/1981. Για το υπολειπόμενο διάστημα το δώρο καταβάλλεται από το κράτος.

Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 8 του Νόμου 2336/1995 που αντικαθιστά την  παρ. 1 του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/1945 (ΦΕΚ 292 Α΄) αναφέρει τα εξής :

Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1955,όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή του με τον Ν. 3846/10, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής, σε περίπτωση που ελλείπουν τα όργανα του ΣΕΠΕ, κατά το άρθρο 9 του ΝΔ 2954/54, ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα. Η εκδίκαση των παραπάνω υποθέσεων γίνεται με τη διαδικασία του αυτοφώρου, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 417 επ. του Κ.Π.Δ,

Και με το άρθρο 28 του Νόμου 3996/2011 «  Ποινικές κυρώσεις »

  1. Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του Ν. 3904/2010 (Αʹ 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.
  2. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν», τιμωρεί των εργοδότη που καθυστερεί την πληρωμή των αποδοχών προς τους εργαζόμενους.

Με βάση τα προαναφερόμενα , κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες αποδοχές του Δώρου Πάσχα, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας) ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση και χρηματική ποινή.

Κατόπιν των ανωτέρω οι Κοινωνικοί Επιθεωρητές Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε.   διενεργώντας ελέγχους και  βρισκόμενη σε πλήρη ετοιμότητα, μπορούν να  επεμβαίνουν άμεσα για την άσκηση της διαδικασίας του αυτοφώρου και την επιβολή των σχετικών κυρώσεων.

Το  Δώρο Πάσχα  και η καταβολή του εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος απορρέει από την ισχύουσα νομοθεσία και σε καμία περίπτωση δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια εκάστου εργοδότη.

Η υπερημερία του εργοδότη καθώς και οι ποινικές κυρώσεις αρχίζουν την επομένη από της 30 Απριλίου,  σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 341 και 655 του Αστικού Κώδικα. « Άρθρο 341.-Δήλη μέρα. Αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής»- Άρθρο 655.-Πότε καταβάλλεται ο μισθός . Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται σε ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός απ’ αυτά . Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Σε εργασία κατά μονάδα ή κατ’ αποκοπήν ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα στις προκαταβολές που δικαιολογούνται από τις περιστάσεις, ανάλογα με την εργασία που έχει προσφέρει και τις δαπάνες που τυχόν έκανε». ΑΠ 40/2002

Τέλος η αξίωση του μισθωτού επί των επιδομάτων εορτών παραγράφεται μετά από  πέντε χρόνια  . ( Μον. Πρωτ. Αθηνών 2770/15-Α.Π. 1184/74 )

«Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρο 250 αριθ.17 και 253 ΑΚ προκύπτει ότι παραγράφονται σε πέντε χρόνια οι κάθε είδους μισθοί παροχές που επαναλαμβάνονται περιοδικά και ότι η παραγραφή αρχίζει μόλις λήξη το ημερολογιακό έτος εντός του οποίου γεννήθηκε και κατέστη απαιτητή η αξίωση προς καταβολή του μισθού. Στην ίδια παραγραφή υπόκεινται επίσης και οι αξιώσεις άλλων αμοιβών, όπως είναι τα δώρα εορτών, το επίδομα αδείας και η πρόσθετη αμοιβή για εργασία που παρασχέθηκε την Κυριακή». Μον. Πρωτ. Αθηνών 2770/15


Ο Ανδρέας Κ. Σακελλαριάδης είναι Λογιστής – Φοροτέχνης