Με άρθρο του στην μεγάλης κυκλοφορίας ισπανικής εφημερίδας ABC, ο γνωστός και στην Ελλάδα συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων Αρτούρο Πέρεθ- Ρεβέρτε υμνεί την Αθηναϊκή Δημοκρατία και τη συμβολή της στη διάσωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το παράδοξο κατά τον ισπανό συγγραφέα είναι ότι οι δύο μεγάλες συνομοσπονδίες του 5ου αιώνα π.Χ., το στρατοκρατικό και αυταρχικό καθεστώς της Σπάρτης και η δημοκρατική Αθήνα, συμμάχησαν κατά των Περσών.

Για τον Ρεβέρτε η Περσία εκείνη την εποχή ήταν ισχυρή αυτοκρατορία αντίστοιχου μεγέθους και ισχύος σήμερα με τις ΗΠΑ. Ο βασιλιάς της που ονομαζόταν Δαρείος ποθούσε τη Μεσόγειο και η Ελλάδα ήταν ένα εμπόδιο το οποίο έπρεπε να υπερβεί ώστε να κατακτήσει την Ευρώπη. Η μια μετά την άλλη οι πόλεις έπεφταν, εκτός από την Αθήνα και την Σπάρτη. Ο συνδυασμός στρατηγικής ευφυίας απ’ τη μια και παληκαριάς απ’ την άλλη, τονίζει στο άρθρο του, κέρδισαν την αλαζονεία του Δαρείου.

 

Η πρώτη περσική επιχείρηση απέτυχε επειδή μια καταιγίδα βύθισε τον στόλο του. Τη δεύτερη φορά κατάφεραν να πατήσουν στο ελληνικό έδαφος καθώς οι Σπαρτιάτες δεν έφτασαν εγκαίρως και οι Αθηναίοι αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τους εισβολείς μόνοι τους. Το έκαναν σε αναλογία ενός προς δέκα, όλοι οι διαθέσιμοι άνδρες εκτός από τους ηλικιωμένους και τα παιδιά. Και κέρδισαν! «Σε μια πεδιάδα που ονομάζεται Μαραθώνας, 40 χιλιόμετρα από την Αθήνα. Και επειδή δεν υπήρχε τηλέφωνο, αυτοκίνητα ή διαδίκτυο, οι Έλληνες έστειλαν έναν αθλητή με το όνομα Φιλιππίδης για να μεταφέρει τα καλά νέα».

«Έτρεξε 40 χιλιόμετρα, φώναξε «Κερδίσαμε» όταν έφτασε και έπεσε νεκρός από την προσπάθεια (αν και πολλοί αθλητές δεν το γνωρίζουν, κάθε φορά που τρέχουν σε Μαραθώνιο οφείλουν να θυμούνται αυτό το γενναίο αγόρι). Αυτή η μάχη ήταν μια από τις πιο γνωστές στην ιστορία και ένα δαχτυλίδι υπερηφάνειας για τους Αθηναίους, σε σημείο που ο τραγικός συγγραφέας Αισχύλος, που πολέμησε, προτίμησε να αναφέρεται στον επιτάφιο του παρά στα πολλά του έργα (κάτι σαν τον συγγραφέα του Δον Κιχώτη, τον αγαπημένο μας Θερβάντες, για τον οποίο η μεγαλύτερη υπερηφάνεια του ήταν ότι ήταν στρατιώτης στο Λεπάντο)».

 

Στη συνέχεια ο Ρεβέρτε ταξιδεύει τους αναγνώστες του στο 483 π. Χ, όταν ο γιός του Δαρείου, ο Ξέρξης πέρασε τον Ελλησπόντο με έναν στρατό που ο Ηροδότος περιγράφει ως τεράστιο. «Αυτή τη φορά η Σπάρτη με τους «300» πήγε στο ραντεβού της με την Ιστορία, πολεμώντας με τον βασιλιά τους Λεωνίδα στο πέρασμα των Θερμοπυλών σε αναλογία (πάντα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο) του ενός έναντι χίλιων. Στη συνέχεια οι Πέρσες προχώρησαν στην Αθήνα και την έκαψαν ενώ οι κάτοικοί της κατέφυγαν στα νησιά της Αίγινας και της Σαλαμίνας». Οι εισβολείς, όπως γράφει ο Ρεβέρτε, βρήκαν τον «μπελά» τους από τον Θεμιστοκλή και τον στόλο του (που ονομάζονταν τριήρεις επειδή είχαν τρεις σειρές κουπιών σε κάθε πλευρά)».

Και επειδή οι Έλληνες, γράφει, ήταν εξαιρετικοί ναυτικοί, στον κόλπο της Σαλαμίνας διέλυσαν κυριολεκτικά τον Περσικό στόλο. Κλείνοντας το άρθρο σημειώνει ότι, «Μετά από 26 αιώνες, παρά τις αντιφάσεις, τα εγκλήματα, τη λήθη και τις καταστροφές μας, οι σημερινοί Ευρωπαίοι, το καλύτερο που είχαμε και έχουμε, είτε το ξέρουμε είτε όχι, είναι ότι είμαστε ιστορικά εγγόνια εκείνων των Ελλήνων που πολέμησαν ηρωικά, υπερασπιζόμενοι τις αξίες του ελεύθερου κόσμου στον Μαραθώνα, στις Θερμοπύλες και στη Σαλαμίνα».