Στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων της κυβέρνησης Μητσοτάκη που φιλοδοξεί να βάλει το 2020 περί τα 2,44 δις ευρώ στα κρατικά ταμεία αναφέρεται εκτενής ανάλυση της οικονομικής Handelsblatt.

«”Φιλέτο” του φετινού προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων θεωρείται η πώληση του 30% του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών […]. Το πακέτο μετοχών ενδέχεται να αποφέρει πάνω από ένα δις ευρώ. Τα σχέδια πώλησης φέρνουν κινητικότητα στο ελληνικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Προβλέπεται στο πακέτο μεταρρυθμίσεων που οφείλει να υλοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση σε αντάλλαγμα της διεθνούς οικονομικής βοήθειας. Μέχρι πρότινος το πρόγραμμα είχε στιγματιστεί από ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και αποτυχίες. Μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης χρέους η τότε σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση είχε υποσχεθεί στους πιστωτές το 2011 κέρδη ύψους 50 δις ευρώ από τις ιδιωτικοποιήσεις μέσα σε μόλις πέντε χρόνια. Ένας απολύτως ουτοπικός στόχος. Στην πραγματικότητα μπήκαν στα ταμεία μέχρι το 2015 μόλις 3,2 δις ευρώ. Στο μεταξύ ανέρχονται στα 6,9 δις ευρώ.

Τη μία οι ιδιωτικοποιήσεις σκόνταφταν σε νομικά και γραφειοκρατικά εμπόδια και την άλλη στο ότι κατά τα χρόνια της κρίσης οι περισσότεροι επενδυτές απέφευγαν την Ελλάδα. Δεν υπήρχε όμως και πολιτική βούληση. Πολιτικοί όλων των κομμάτων αντιστέκονταν στο να παραδώσουν τον έλεγχο κρατικών επιχειρήσεων. Διότι επί δεκαετίες οι εταιρίες αυτές βοηθούσαν στο να τροφοδοτείται η κομματική πελατεία με επικερδείς θέσεις. Ο Μητσοτάκης θέλει να σπάσει αυτή την παράδοση. Τον βοηθά το γεγονός ότι στο μεταξύ έχει ξυπνήσει το ενδιαφέρον των επενδυτών ενώ επιστρέφει και η εμπιστοσύνη στην πολιτική σταθερότητα και το οικονομικό μέλλον της Ελλάδας. Για το πακέτο μετοχών του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) έλαβε αμέσως 10 προσφορές».

Αναφερόμενο τόσο στη σχεδιαζόμενη ιδιωτικοποίηση της Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου (ΔΕΠΑ), περιφερειακών λιμανιών, όπως της Αλεξανδρούπολης αλλά και παραχώρησης της Εγνατίας Οδού, η εφημερίδα σχολιάζει: «Ο Μητσοτάκης δεν επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις μόνον εξαιτίας των προσδοκώμενων κερδών που προορίζονται για την απομείωση του χρέους. Ο πρωθυπουργός ελπίζει ότι αυτό θα ενισχύσει και τη θέση του εν όψει των επικείμενων διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς για τη χαλάρωση των δημοσιονομικών επιταγών».