Στο μικροσκόπιο διεθνών επενδυτών στο δευτερογενή (βιομηχανία- μεταλλευτική) και στον τριτογενή (τουρισμός-χρηματοοικονομικές υπηρεσίες-διαχείριση ακινήτων-μεταφορές-υποδομές) τομέα που θέλουν να βάλουν τα κεφάλαιά τους στην Ελλάδα, έχει μπει η έκθεση της Goldman Sachs που αναφέρεται σε νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας στις εθνικές εκλογές και στο επενδυτικό μπουμ που θα ακολουθήσει την πιθανή αυτοδυναμία το βράδυ των εκλογών.

Βεβαίως οι βουλευτικές εκλογές ούτε έχουν διεξαχθεί ούτε έχουν κριθεί ακόμη γι αυτό και ουδείς εχέφρων εφησυχάζει αφού ο δρόμος μέχρι τις 7 Ιουλίου αναμένεται μακρύς και δύσκολος και αλίμονο σε όποιον θεωρήσει δεδομένη τη βούληση της ελληνικής κοινωνίας και εγκαταλείψει τους χαμηλούς τόνους και τη σταθερότητα στην προσέγγιση των γεγονότων.

Ωστόσο στα ευρωπαϊκά γραφεία του διεθνούς οίκου στο Λονδίνο ζητούνται ήδη πληροφορίες για το επενδυτικό κλίμα και τις ευκαιρίες που θα παρουσιαστούν από το δεύτερο μισό του 2019 και μετά. Αποδέκτης αυτού του ενδιαφέροντος και μάλιστα με συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο έγινε χθες πολύ γνωστός έλληνας τραπεζίτης με πλούσια δραστηριότητα στην Αθήνα στο παρελθόν και επενδυτική δραστηριότητα στη βρετανική πρωτεύουσα τα τελευταία χρόνια.

Οπως επισημαίνει η Goldman Sachs στην έκθεσή της «βάσει των αποτελεσμάτων των ευρωπαϊκών εκλογών, η Νέα Δημοκρατία είναι πιθανό να κερδίσει πλειοψηφία των εδρών στο Κοινοβούλιο στις γενικές εκλογές» ενώ δηλώνει ως εκ τούτου «πολύ θετική σε ό,τι αφορά τις προοπτικές της Ελλάδας».

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση-ανάλυση «μια κυκλική ανάκαμψη εμφανίζεται σε εξέλιξη στην Ελλάδα, υποστηριζόμενη από την αύξηση της καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης ενώ η αύξηση της εγχώριας ζήτησης θα υποστηριχθεί και από μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική».

Το ουσιώδες της έκθεσης αναφέρει πως «μία νέα κυβέρνηση υπό την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας θα ήταν θετική για την εμπιστοσύνη των αγορών, και θα οδηγούσε σε μείωση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και ευνοϊκότερων οικονομικών συνθηκών, οι οποίες, με τη σειρά τους, θα στηρίξουν περαιτέρω την οικονομική ανάπτυξη. Η νέα κυβέρνηση δεν θα αναιρέσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν αναληφθεί και ως εκ τούτου, ο κίνδυνος υψηλότερου κόστους εργασίας, λιγότερης ευελιξίας στην αγορά εργασίας και διάβρωσης της ανταγωνιστικότητας θα μειωνόταν πάρα πολύ με κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη».

Η εκτίμηση της Goldman Sachs για τη δημοσιονομική δυναμική της Ελλάδας είναι επίσης θετική βραχυπρόθεσμα και σε γενικές γραμμές ευθυγραμμισμένη με αυτή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στη σύστασή της προς το Ελληνικό Πρόγραμμα Σταθερότητας που θα δημοσιευθεί την ερχόμενη εβδομάδα, η αμερικάνικη τράπεζα αναμένει ότι η Κομισιόν θα προβεί σε εκτίμηση ότι:

– η Ελλάδα θα εκπληρώσει τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ που συμφωνήθηκε με τους Ευρωπαίους εταίρους το 2019 και το 2020,

– οι ανάγκες χρηματοδότησης της κυβέρνησης παραμένουν κάτω από το κατώτατο όριο του 15% του ΑΕΠ και

– τα ταμειακά διαθέσιμα θα καλύπτουν τις λήξεις χρέους έως τα μέσα του 2021.

ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ

Βραχυπρόθεσμα, οι κίνδυνοι για τη θετική της άποψη για την Ελλάδα θα μπορούσαν να προκύψουν από τις ακόλουθες εξελίξεις:

Πρώτον, κίνδυνος επιδείνωσης στα δημοσιονομικά λόγω των εκκρεμών δικαστικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις περικοπές δαπανών που εφαρμόστηκαν στο παρελθόν.

Δεύτερον, σε ένα σενάριο πιο αδύναμης ανάπτυξης, οι δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδας θα μπορούσαν να γίνουν πιο αρνητικές από ό,τι προβλέπεται, καθώς η κυκλική βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί στον ίδιο βαθμό και η διαφορά μεταξύ επιτοκίων και ανάπτυξης μπορεί να γίνει λιγότερο ευνοϊκή για τη δυναμική του χρέους.

Τρίτον, οι οικονομικές συνθήκες της Ελλάδας θα καταστούν πιο σφιχτές εάν οι εξελίξεις στην Ιταλία οδηγήσουν σε νέες πιέσεις στα ιταλικά κρατικά ομόλογα.

Τον περασμένο Ιούνιο, το Eurogroup συμφώνησε επίσης να ενεργοποιήσει, αν χρειαστεί, σε περίπτωση απρόβλεπτα δυσμενών σεναρίων κυρίως στην Ιταλία, μηχανισμό έκτακτης ανάγκης για τα μέτρα για το χρέος, όπως η περαιτέρω αναπροσαρμογή της λήξης των δανείων του επίσημου τομέα. Έτσι, η ιδιοκτησιακή δομή του δημόσιου χρέους το οποίο κατέχει κυρίως ο επίσημος τομέας και μια φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση θα διευκολύνουν την ενεργοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου έκτακτης ανάγκης, εάν χρειαστεί, και θα περιορίσουν τον κίνδυνο για τους επενδυτές ομολόγων του ιδιωτικού τομέα από οποιεσδήποτε δυσμενείς επιπτώσεις.

Τέλος,η G.S., σε μεσοπρόθεσμη βάση, εξακολουθεί να είναι επιφυλακτική όσον αφορά τις προοπτικές της χώρας, καθώς το αυξημένο απόθεμα δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, το ακόμα προβληματικό χρηματοοικονομικό σύστημα και η έλλειψη μεταρρυθμίσεων περιορίζουν την ανάπτυξη.