«Μια φορά σταμάτησε έναν πόλεμο: η Νιγηρία και η Μπιάφρα κήρυξαν ανακωχή για να τον δουν να παίζει». Όπως μας πληροφορεί για τον Βραζιλιάνο κορυφαίο παίκτη που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, συνεχίζοντας: «Άξιζε μια ανακωχή στον πόλεμο, και πολύ παραπάνω, για να τον δει κανείς να παίζει. ‘Οταν ο Πελέ έτρεχε, δια­περνούσε τους αντιπάλους του σαν μαχαίρι. ‘Οταν στα­ματούσε, οι αντίπαλοι χάνονταν μέσα στους λαβυρίνθους που ζωγράφιζαν τα πόδια του. Όταν πηδούσε, ανέβαινε στον αέρα, θαρρείς και ο αέρας ήταν σκάλα. Όταν εκτελούσε ένα ελεύθερο χτύπημα, οι αντίπαλοι που έκαναν τείχος ήθελαν να έχουν το πρόσωπο γυρισμένο προς την εστία τους, για να μη χάσουν το υπέροχο γκολ».

Γράφει ο Xρίστος Χ. Λιάπης*

Από τον πρωτόγονο άνθρωπο που από τροφοσυλλέκτης μετατρέπεται σε κυνηγό καλπάζοντας πίσω από το θήραμα, μέχρι τον Σκωτσέζο επιθετικό που «καλπάζει» προς την περιοχή των Άγγλων λες και θέλει να εκδικηθεί για την καταπνιγμένη εξέγερση του Ουίλιαμ Ουάλλας, προβάλλει ανάγλυφα το μυστικό της μαγείας του ποδοσφαίρου• η ικανότητά του να προκαλεί άπειρους συνειρμούς. Γι’ αυτό μαγεύει, γιατί περιφρονεί αυθάδικα την πραγματικότητα, γιατί λογοδοτεί μόνο στο ασυνείδητο, στις αναμνήσεις και στις φαντασιώσεις των οπαδών του, ή καλύτερα των υπηκόων του, ή –ας μας συγχωρεθεί η βαρύτητα της έκφρασης- των πιστών του.

Για αυτό βλέπουμε το ποδόσφαιρο, να παίρνει τις διαστάσεις «θεσμού», παγκόσμιας «θρησκείας» με κοινή γλώσσα, ιστορία και κώδικα και για αυτό, ως τέτοιο φαινόμενο έχει ανάγκη απ’ τους δικούς του «μύθους», «βασιλιάδες» και «θεούς».

Ο Πελέ ήταν ο βασιλιάς του. Ο άνθρωπος που γνώρισε την καθολική αναγνώριση στους αγωνιστικούς χώρους και την τιμητική μεταχείριση όταν έπαψε να αγωνίζεται: αμερικανικό πρωτάθλημα, πρεσβευτής της FIFA, υπουργός αθλητισμού. «Έξω από τα γήπεδα ποτέ δε χάρισε έστω και ένα λεπτό από τον χρόνο του, και ποτέ δεν έβγαλε έστω και ένα νόμισμα από το πορτοφόλι του», όπως παρατηρεί καυστικά σε άλλο, λιγότερο διθυραμβικό, σημείο των περιγραφών του για αυτόν ο Εντουάρντο Γκαλεάνο.

Αντίθετα, ο Μαραντόνα ήταν «ο άνθρωπος που θα γινόταν Βασιλιάς». Προτίμησε όμως να παραμείνει…θεός στις ομαδικές ψυχώσεις όλων των Αργεντίνων, όλων των απανταχού περιθωριοποιημένων που συγκρούονται με το κατεστημένο –έστω μέσα από τις ψευδαισθήσεις των ναρκωτικών.

Οι βασιλιάδες όταν χάνουν τον θρόνο τους μπορούν –ενίοτε– να γίνουν πρεσβευτές ή διαφημιστές προϊόντων. Για τους θεούς όμως η μοίρα είναι πιο σκληρή, όπως ήταν και για τον Σον Κόνερυ που ενσάρκωσε τον Ντράβοτ του Κίπλινγκ στην ταινία «Ο άνθρωπος που θα γινόταν Βασιλιάς» όπου οι άνδρες μιας ημιάγριας φυλής παίζουν «κυνηγώντας» έφιπποι έναν στρόγγυλο σάκο που περιέχει το κεφάλι του βασιλιά των αντιπάλων, μετά θεοποιούν τον Κόνερυ και θέλουν να τον στέψουν βασιλιά αλλά τελικά τον σκοτώνουν όταν ανακαλύπτουν ότι μάτωνε κι εκείνος όπως όλοι οι κοινοί θνητοί. Έτσι και στο ποδόσφαιρο οι θεοί δεν συνταξιοδοτούνται, αλλά αποκαθηλώνονται και το θεοκτόνο παιχνίδι των συνειρμών συνεχίζεται.

Γι’ αυτό δημιουργούνται οι μεγάλες ομάδες, οι μεγάλοι παίκτες και τα είδωλα. Για να μπορεί ο κάθε φίλαθλος να βλέπει την προσωπικότητά του να προτυπώνεται στον τρόπο παιχνιδιού της αγαπημένης του ομάδας. Για να νιώθει τα κοινωνικά και εθνικά χαρακτηριστικά του να ταυτίζονται με το αγωνιστικό στυλ των ινδαλμάτων του. Για να εκτονώνει τον φόβο, την πίκρα και την ελπίδα του στο αποτέλεσμα ενός αγώνα. Για να αποκαθηλώνει τις εξιδανικεύσεις του ανώδυνα.

Ναι, το ποδόσφαιρο είναι -στη βαθύτερη ουσία του- άθλημα σκληροτράχηλο. Βάναυσο σαν τα μαρκαρίσματα των Αργεντίνων αμυντικών, που μπλέκουν τα πόδια των αντίπαλων επιθετικών, σαν σε χορευτικές φιγούρες του ταγκό. Είναι όμως και γοητευτικό, νοσταλγικό σαν τις συγχορδίες της Κομπαρσίτα, γεμάτο συναισθήματα και αναμνήσεις… «Αυτό το ματς το έβλεπα με τον πατέρα μου…», «Εκείνον τον αγώνα τον είδα με τα παιδιά στην παραλία, λίγο μετά τις πανελλήνιες…». Το μεγάλο παιχνίδι των συνειρμών είναι οικουμενικά ευχάριστο, μπορεί, όμως να γίνει και απίστευτα σκληρό, σαν τα πρωτόγονα παιχνίδια των ιθαγενών. Απάνθρωπο και θεοκτόνο, όταν αποκαθηλώνει τα είδωλά του.

Οδυνηρό όταν μέσα από τις αλλαγές του προσδιορίζεις τον χρόνο που περνάει. Γλυκόπικρο όταν βλέπεις τους αγωνιζόμενους ποδοσφαιριστές να είναι πια μικρότεροι από εσένα και να μην μπορείς να ονειρευτείς πως όταν μεγαλώσεις θα τους μοιάσεις. Γιατί έχεις ήδη μεγαλώσει και το μόνο που μένει ίδιο είναι τα ματωμένα σου γόνατα στις αλάνες του χρόνου…..

Ας κρατήσουμε, λοιπόν, ενός λεπτού ανακωχή στον εσωτερικό πόλεμο της χαράς με τη φθορά, στη μάχη της μνήμης με την απόπτωση της νοσταλγίας, κλείνοντας τα μάτια και προσπαθώντας να τον φανταστούμε, ακόμα, να παίζει, εμείς που δεν προλάβαμε να τον χαρούμε στα γήπεδα….

* Ο Xρίστος Χ. Λιάπης είναι MD, MSc,PhD, Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών, Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ και Μέλος Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας