Να μαζέψει την γκάφα που έκανε έτρεξε ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, ξεκαθαρίζοντας πως πραγματικά δεν υπήρξε κάποια συμφωνία διαλόγου ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, όπως έσπευσε να ανακοινώσει με ανάρτηση του στον προσωπικό του λογαριασμό στο Twitter. Ο ίδιος ξεκαθάρισε πως «Η διαδικασία αφορά τεχνικές συζητήσεις, παρά διαπραγματεύσεις».

Ωστόσο αυτό που συνέβη τελικά είναι ότι ο Γενς Στόλτενμπεργκ κάλεσε στο γραφείο του, τους στρατιωτικούς αντιπροσώπους Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Μέσα σε λίγα λεπτά, τους παρουσίασε ένα μονοσέλιδο έγγραφο με τις σκέψεις του. Ως είθισται, οι «προτάσεις» αυτές κοινοποιήθηκαν στα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας.

Η αστοχία, αυτή δυστυχώς εμφάνισε την Ελλάδα να είναι αυτή που αρνείται κατηγορηματικά το διάλογο. Απόλυτη παραπλάνηση, αν αναλογιστεί κανείς ότι επιχειρήθηκε να παρακαμφθεί η εύλογη προϋπόθεση που έχει θέσει η Αθήνα και υποτίθεται ότι έχει υιοθετήσει και η ΕΕ για τερματισμό των τουρκικών προκλήσεων. Για την απομάκρυνση δηλαδή του «Ορούτς Ρέιτς» και των υπόλοιπων πολεμικών τουρκικών πλοίων. Η Άγκυρα δεν έχασε την ευκαιρία να επιτεθεί στην Αθήνα, με τον Τσαβούσογλου να αντιστρέφει τα γεγονότα και διπλωματικές πηγές της Άγκυρας να εμφανίζουν τον Στόλτενμπεργκ να συζητά με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών για τις εξελίξεις της Ανατολικής Μεσογείου.

Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών κατηγόρησε την Ελλάδα ότι λέει ψέματα, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι, ενώ αρχικά είπε «ναι» στις προτάσεις Στόλτενμπεργκ για διάλογο, στη συνέχεια υπαναχώρησε. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι αυτό δεν ξαφνιάζει την Άγκυρα, αφού κατά τον ίδιο οι Έλληνες λένε πάντα ψέματα και οι Τούρκοι είναι υπέρ του διαλόγου και επικαλέστηκε το γεγονός ότι ο Νίκος Δένδιας αρνήθηκε να προχωρήσει σε διάλογο χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Από το ντελίριο του Τσαβούσογλου δεν γλίτωσε ούτε ο Εμανουέλ Μακρόν, τον οποίο χαρακτήρισε «υστερικό».

Τηρώντας την τακτική των ίσων αποστάσεων, ο Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ, κατά την καθιερωμένη ενημέρωση των δημοσιογράφων στο Βερολίνο, κάλεσε τις δύο χώρες «να προσπαθήσουν περισσότερο» για την έναρξη διαλόγου, με στόχο την αποκλιμάκωση της έντασης. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, πάντως δήλωσε πως στη Σύνοδο Κορυφής, 24 και 25 Σεπτεμβρίου, «θα επαναβεβαιωθεί η στήριξη Ελλάδας και Κύπρου». Τόνισε πως δεν γίνονται δεκτές μονομερείς συμπεριφορές εκ μέρους της Τουρκίας, αλλά δεν θέλησε να μιλήσει για συγκεκριμένα τιμωρητικά μέτρα που μπορεί να υιοθετηθούν έναντι της Άγκυρας.

Από την πλευρά του ο Έλληνας πρωθυπουργός έστειλε επιστολή για την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο στον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες, μέσω του Νίκου Δένδια. Ζητάει, μάλιστα, αυτή να μεταβιβαστεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Είχε προηγηθεί μήνυμά του, κατά τη συνάντησή του με τον Yang Jiechi, μέλος του Πολιτικού Γραφείου και Διευθυντή της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας στο Μέγαρο Μαξίμου: «Σταματούν οι προκλήσεις, ξεκινούν οι συζητήσεις».

Την ίδια στιγμή, ο Ταγίπ Ερντογάν συνεχίζει τον… χαβά του. Με αφορμή τη συμπλήρωση 101 χρόνων από την Εθνοσυνέλευση της Σεβάστειας, απηύθυνε μήνυμα. «Από την Σεβάστεια πάλι ανακηρύχθηκε πως το έθνος μας, δεν θα υποκύψει ποτέ στις δυνάμεις εισβολής, αλλά συσπειρωμένοι ο ένας με τον άλλον είναι έτοιμοι να δώσουν τον αγώνα. Οι αποφάσεις οι οποίες πάρθηκαν στο συνέδριο της Σεβαστείας έπαιξαν ρόλο στον καθορισμό του Εθνικού όρκου, στο άνοιγμα της μεγάλης τουρκικής εθνοσυνέλευσης και σε όλα τα στάδια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Ταυτόχρονα, αυτές οι αποφάσεις αποτελούν μια κραυγή-μανιφέστο ανεξαρτησίας του έθνους μας, στους πιο δύσκολους καιρούς».

Εν μέσω αυτής της έντασης, δημοσίευμα του Forbes αναφέρεται στη δυνατότητα της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας να αποκτήσει υπεροχή έναντι της τουρκικής μέσω της αγοράς νέων μαχητικών και εκσυγχρονισμό του υφιστάμενου στόλου της ελληνικής αεροπορίας. Μόνο ως θετική πάντως αναγνωρίζεται η συνάντηση Μητσοτάκη – Μακρόν στο Παρίσι, την παραμονή του MED7 στην Κορσική. Αναμένεται να υπογραφεί ελληνογαλλική συμφωνία αμυντικής συνδρομής ανάμεσα στις δύο χώρες.