Οι δυσβάσταχτοι φόροι στα ακίνητα και κυρίως το ΕΕΤΗΔΕ (γνωστότερο ως χαράτσι της ΔΕΗ) και στη συνέχεια ο ΕΝΦΙΑ επιτάχυναν την ύφεση της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον η φορολογία στην ακίνητη περιουσία παρότι είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη ως ποσοστό του ΑΕΠ (φθάνει στο 1,7% όταν στην Κύπρο είναι μόνο 0,6% του ΑΕΠ) είναι αναποτελεσματική και δεν αποδίδει φορολογική δικαιοσύνη.

Του Κώστα Τσαχάκη

Τα δεδομένα αυτά περιέχονται σε έρευνα που διενεργήθηκε για λογαρισμό του ΙΟΒΕ και στην οποία υπογραμμίζεται πως η μείωση του φορολογικού βάρους στα ακίνητα θα οδηγούσε υψηλότερα το Ακαθάριστο Εγχώριο Προιόν και θα ενίσχυε την αγορά εργασίας.

Πιο αναλυτικά στην έρευνα τονίζεται πως «το ΕΕΤΗΔΕ και ο ΕΝΦΙΑ επιτάχυναν την ύφεση της ελληνικής οικονομίας, μειώνοντας την καταναλωτική δαπάνη και τις επενδύσεις σε κατοικίες. Επίσης, συντέλεσαν στο πάγωμα της αγοράς ακινήτων, λόγω και της απότομης προοδευτικότητας, αποτρέποντας την εξομάλυνση της κατανάλωσης με χρήση αποταμιεύσεων σε μια περίοδο βαθιάς ύφεσης, δυσκολίας πληρωμής φόρων και αύξησης των προβληματικών δανείων».

Επιπρόσθετα σημειώνεται πως η αναποτελεσματικότητα του συστήματος αποτίμησης της αξίας των ακινήτων – οι αντικειμενικές τιμές στις οποίες επιβάλλεται ο ΕΝΦΙΑ δεν ακολουθούν τις εμπορικές τιμές – όπως και η καθολική πληρωμή του φόρου, ακόμα και για ακίνητα που δεν δημιουργούν εισόδημα ή που είναι δεσμευμένα από το Δημόσιο και τις τράπεζες, αποτελούν ενδείξεις της αδυναμίας συνεκτίμησης της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών και εγείρουν ζητήματα που σχετίζονται με την επίτευξη οικονομικής δικαιοσύνης και ισότητας μέσω του φορολογικού συστήματος.

Αν τώρα μειωθούν οι φόροι τα αποτελέσματα θα είναι ευεργετικά για την οικονομία. Ειδικότερα σε περίπτωση κατάργησης του συμπληρωματικού φόρου (επιβάλλεται σε όσους έχουν ακίνητη περιουσία πάνω από 250.000 ευρώ) το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,1 με 1,4 δις ευρώ στα αμέσως επόμενα χρόνια.

Εξάλλου η μείωση του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές από 24% σε 13% θα έδινε στους κατασκευαστές τη δυνατότητα να ρίξουν τις τιμές πώλησης νέων κατοικιών κατά περίπου 9%, βελτιώνοντας τη σχετική τιμή των νέων έναντι των παλαιότερων κατοικιών, άρα αυξάνοντας τη ζήτηση για νέες κατοικίες, γεγονός που θα «απορροφούσε» τις απώλειες εσόδων από τη μείωση του συντελεστή.

Τέλος οι νέες θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης μπορεί να ξεπεράσουν σταδιακά, εντός μια πενταετίας, τις 33.000, μέγεθος ιδιαίτερα σημαντικό αν υπολογίσει κανείς το υψηλό ποσοστό ανεργίας στην χώρα μας .