Οι συζητήσεις επί των νομοθετικών προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ 2020-2027) πρέπει να έχουν ως επίκεντρο τον Ευρωπαίο αγρότη, ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος ολοένα και πιο συχνά με αντίξοες καιρικές συνθήκες και καλείται να ανταποκριθεί σε μεγαλύτερες περιβαλλοντικές απαιτήσεις, ενώ ο προϋπολογισμός της ΚΑΠ μειώνεται, υπογράμμισε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Μάκης Βορίδης, κατά την τοποθέτησή του στην τακτική σύνοδο του Συμβουλίου Υπουργών Γεωργίας και Αλιείας της ΕΕ.

Συνοδευόμενος από υφυπουργό για την Κοινή Αγροτική Πολιτική, Κώστα Σκρέκα και τον γενικό γραμματέα Αγροτικής Πολιτικής και Διαχείρισης Κοινοτικών Πόρων, Χαράλαμπο Κασίμη, τόνισε επίσης, πως προκειμένου να πετύχει η εφαρμογή της ΚΑΠ, θα πρέπει αφενός να διασφαλιστούν οι αναγκαίοι οικονομικοί πόροι και αφετέρου να υπάρξει επαρκής ευελιξία στα κράτη μέλη για τη διαχείριση των πόρων αυτών.

Ο Βορίδης εξέφρασε την πεποίθησή του, ότι για να επιτευχθούν οι περιβαλλοντικοί στόχοι της νέας ΚΑΠ θα πρέπει να συνδυαστούν τα υπάρχοντα περιβαλλοντικά και κλιματικά μέτρα της αγροτικής ανάπτυξης με την ενισχυμένη αιρεσιμότητα και τα οικολογικά προγράμματα του πρώτου πυλώνα που προτείνονται για τη μελλοντική ΚΑΠ.

Σε ό,τι έχει να κάνει με τους μικροκαλλιεργητές, ο υπουργός επανέλαβε την θέση της χώρας για εξαίρεσή τους από τους από τους ελέγχους της αιρεσιμότητας, προκειμένου να υπάρξει ουσιαστική απλούστευση στην εφαρμογή της πολιτικής αλλά και ως μέτρο στήριξης των μικρών εκμεταλλεύσεων που έχουν πολύ βασικό ρόλο στην τοπική αγροτική οικονομία και το περιβάλλον.

Προς αυτή την κατεύθυνση πρότεινε επίσης, τη διατήρηση του 10% των επιχειρησιακών προγραμμάτων για τα οπωροκηπευτικά ως ελάχιστη δαπάνη για το περιβάλλον και το κλίμα, όπως επίσης και τη συμπερίληψη των περιοχών με φυσικούς ή άλλους ειδικούς περιορισμούς στο υποχρεωτικό 30% των δαπανών του ΕΓΤΑΑ για περιβαλλοντικούς στόχους.

Σε ό,τι έχει να κάνει με το θέμα της ζάχαρης, συμμερίστηκε τους προβληματισμούς για τη δύσκολη κατάσταση σε αυτό τον τομέα, κατά τη μετάβαση του τομέα σε μια ισορροπία βασισμένη στους νόμους της ελεύθερης αγοράς και συμφώνησε για την ανάγκη διαρκούς παρακολούθησης, ώστε να υπάρξουν παρεμβάσεις των μέτρων της ΚΟΑ όταν αυτό κριθεί απαραίτητο.

Για τον τομέα του ρυζιού, ο υπουργός συμφώνησε με την άποψη της Ιταλίας, πως πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά οι συνθήκες στην αγορά του, λόγω των αυξημένων εισαγωγών από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Καμπότζη και η Μυανμάρ, υπογραμμίζοντας πως χρειάζεται γενικότερη πρόνοια κατά τις διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο διμερών συμφωνιών της Ένωσης με τρίτες χώρες.

Σχετικά με την αφρικανική πανώλη των χοίρων που πλήττει αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, τόνισε ότι οι ελληνικές προσπάθειες επικεντρώνονται σε δράσεις ευαισθητοποίησης του κοινού, του κλάδου και των αρμοδίων φορέων, και στην εγκαθίδρυση ενός αποδοτικού συστήματος επικοινωνίας και συντονισμού ενεργειών μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων.

Μιλώντας για διαθεσιμότητα φυτοπροστατευτικών προϊόντων χαμηλού κινδύνου, που έχουν ως στόχο τις πιο βιώσιμες πρακτικές φυτοπροστασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, στάθηκε στην εφαρμογή της ολοκληρωμένης φυτοπροστασίας στην Ελλάδα μέσα από το εθνικό σχέδιο δράσης, που εστιάζει στη μείωση του χρόνου αξιολόγησης και καθορίζει σαφώς τις προϋποθέσεις για την έγκριση προϊόντων χαμηλού κινδύνου με όρους διαφάνειας. Προκειμένου δε, να μην χάνονται ασφαλείς χρήσεις, ο Βορίδης επεσήμανε ότι θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα να αποδίδεται ο χαρακτηρισμός «χαμηλού κινδύνου» στην εκάστοτε χρήση ενός φυτοπροστατευτικού και όχι στο φυτοπροστατευτικό αυτό καθ’ εαυτό, όταν ικανοποιούνται τα σχετικά κριτήρια.

Τέλος, έκανε λόγο για συμφωνία ιδιαίτερης γεωπολιτικής σημασίας, αναφερόμενος στα αποτελέσματα της Συμφωνίας Ελευθέρων Συναλλαγών της ΕΕ με τις χώρες MERCOSUR, επισημαίνοντας ωστόσο την ανάγκη για την εκπόνηση μελέτης της σωρευτικής επίδρασης των παραχωρήσεων που γίνονται στο πλαίσιο των συμφωνιών με τρίτες χώρες και κάλεσε την Επιτροπή για άμεση θέσπιση του Ταμείου για την αντιμετώπιση των διαταραχών στην αγορά με απλουστευμένους και διαφανείς όρους, ώστε να θωρακιστεί όσο το δυνατόν καλύτερα η ευρωπαϊκή γεωργία από τις επιδράσεις των εμπορικών συμφωνιών και τη ρευστότητα της αγοράς.