Τα φημισμένα τσιπουράδικα του Βόλου και της ευρύτερης περιοχής αποτελούν σημείο αναφοράς, αλλά και πόλο έλξης για όσους επισκέπτονται την πρωτεύουσα της Μαγνησίας. Οι σπουδαίοι θαλασσινοί μεζέδες, η καλή διάθεση και το εύγευστον του αλκοόλ έγιναν το «must» του τόπου.

Επώνυμοι και μη συνωστίζονται στα τραπεζάκια των συνοικιακών τσιπουράδικων του Βόλου, από την περίοδο του Μεσοπολέμου και μετά, με αποκορύφωμα τις τελευταίες δεκαετίες που η φήμη έφτασε στα πέρατα της οικουμένης.

Οι «τσιπουροκατανύξεις» ήταν αυτό που έφεραν και σταδιακά επέβαλαν οι πρόσφυγες από την Σμύρνη και την Μικρασία, αμέσως μετά τη δουλειά στα καπνομάγαζα και το λιμάνι του Βόλου. Το μεζεδάκι απαραίτητο, αλλά εκείνο που κυριαρχούσε ήταν το ποτό. Τσίπουρο και μόνο τσίπουρο. Τότε, τα χρόνια τα παλιά, το τσίπουρο σερβίρονταν με τη μόστρα. Ερχόταν ο ταβερνιάρης με το μπουκάλι ανά χείρας και γέμιζε το ποτηράκι -σημερινό σφηνάκι- του πελάτη.

Στο πέρασμα του καιρού, κοντά στη μόστρα, καθιερώθηκε και το εικοσιπεντάρι. Ήταν μικρά μπουκαλάκια μινιατούρες που χωρούσαν μόλις 25 ml, με τσίπουρο που είχαν αγοράσει οι μαγαζάτορες το φθινόπωρο κάθε χρονιάς, μετά τον τρύγο. Με το κάθε εικοσιπεντάρι σερβίρονταν, εξακολουθεί μέχρι και σήμερα, και διαφορετικός μεζές.

Όλα αυτά ήταν και είναι τα τσιπουράδικα του Βόλου. Φημισμένα, μοναδικά και αξεπέραστα.

Σήμερα όμως κάτι αλλάζει. Το χύμα τσίπουρο από αποσταγματοποιούς άγνωστους παίρνει τέλος. Η εποχή που ο καθένας πρόσφερε ό,τι ήθελε, χωρίς ελέγχους, χωρίς εγγύηση, χωρίς νόμιμους τρόπους θα ανήκει στο παρελθόν.

Το τσιπουράκι, το ταπεινό ποτό των κάποτε φτωχών Βολιωτών και όχι μόνο, θα συνεχίσει να προσφέρεται, αλλά σύμφωνα με τις σύγχρονες μεθόδους που επιβάλλουν οι καιροί. Θα σερβίρεται τυποποιημένο, σφραγισμένο και με υπευθυνότητα από εταιρείες που θα φέρουν και την ευθύνη για το προϊόν, ενώ οι νόμιμοι φόροι θα αποδίδονται στο Κράτος.

Αυτό αποφασίσθηκε πριν από λίγες ημέρες και άλλοι «πένθησαν» και άλλοι φώναξαν «επιτέλους».

Οι επαγγελματίες αποσταγματοποιοί του τσίπουρου στον Βόλο, τον Τύρναβο, την Ραψάνη, τη Νέα Αγχίαλο θα κάνουν όπως πρέπει την δουλειά τους. Οι άλλοι, ερασιτέχνες και μη, θα πρέπει να συμμορφωθούν με τις σύγχρονες συνθήκες παραγωγής και υγιεινής που επιβάλλουν οι κανόνες ενός σύγχρονου Κράτους και μιας προσαρμόσιμης στο σήμερα κοινωνίας.

Τα αμφιβόλου ποιότητας χύμα και ανώνυμα αποστάγματα, θα πρέπει να παραδώσουν τη θέση τους στα σφραγισμένα-τυποποιημένα εικοσιπενταράκια που θα αποτελούν και εγγύηση για τον καταναλωτή.

Στον Βόλο, όπου λειτουργούν πάνω από 400 τσιπουράδικα, οι απόψεις είναι διχασμένες. Πολλοί επιθυμούν τη διατήρηση του χύμα τσίπουρου, που αποτελεί μια φθηνότερη λύση, αλλά χωρίς εγγύηση και αμφίβολη προέλευση.

Υπάρχει και η άλλη πλευρά, των πολλών, μαγαζατόρων και επισκεπτών, που προτιμούν την ποιότητα και την εγγύηση του προϊόντος, που θα προσφερθεί μαζί με τον μεζέ.

Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι σε συνδυασμό με την απαγόρευση του καπνίσματος τα τσιπουράδικα οδηγούνται σε δύσκολη θέση. Η υποχρεωτική στροφή στο τυποποιημένο τσίπουρο το οποίο, λόγω και της υψηλής φορολόγησης του, είναι αρκετά πιο ακριβό από το χύμα, λένε ότι θα μειώσει τόσο την πελατεία, όσο και το περιθώριο κέρδους.

Στον Βόλο το εικοσιπενταράκι χύμα τσίπουρο, μαζί με το μεζέ, κυμαίνεται μεταξύ 3 και 4 ευρώ, ενώ το τυποποιημένο από 4 μέχρι και 6 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν φόροι περίπου στο 40% και τα υπόλοιπα διαμοιράζονται σε εμφιαλωτή, χονδρέμπορο, κάβα και χώρο εστίασης.

Πάντως, οι επαγγελματίες αποσταγματοποιοί είναι ικανοποιημένοι από την εξέλιξη και υπενθυμίζουν ότι πριν μερικούς μήνες συνελήφθησαν κάποιοι που παρασκεύαζαν τσίπουρο, σε μεγάλες ποσότητες, με χημικά και ήταν επικίνδυνο για την κατανάλωση.

Χαρακτηριστικά, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού «Δήμητρα» και αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελλήνων Αποσταγματοποιών Γιάννης Κίτσιος ανέφερε πως «η κατάσταση στη Μαγνησία, λόγω και της μεγάλης κατανάλωσης είναι ανεξέλεγκτη, χωρίς να εξαιρούνται και πολλές ακόμα περιοχές της χώρας. Με το λαθρεμπόριο γίνεται χαμός και κινδυνεύει η υγεία του κόσμου. Παρασκευάζουν τσίπουρο με νερό και χάπια, αυτή είναι η κατάσταση που επικρατεί και δυστυχώς, δραστηριοποιούνται στην αγορά εκείνοι που συνελήφθησαν στο Στεφανοβίκειο δύο φορές μέσα στα τρία τελευταία χρόνια, για λαθρεμπόριο».

Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΟΒΕ, το 80% της συνολικής παραγωγής τσίπουρου είναι παράνομα παραγόμενη και διατίθεται χύμα ακόμη και στις λαϊκές αγορές με πολύ χαμηλές τιμές και με αμφίβολη προέλευση και ποιότητα.

Για το ίδιο θέμα ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Θεσσαλίας & Στερεάς Ελλάδος, πήρε θέση: «έχοντας μέλη επιχειρήσεις που εμπλέκονται στην παραγωγή και τη διακίνηση τσίπουρου, ο Σύνδεσμός ήθελε να εκφράσει την απόλυτη στήριξη του στην απόφαση αυτή προκειμένου να προστατευθεί επιτέλους η γεωγραφική ένδειξη “τσίπουρο/τσικουδιά” από την καταστρατήγηση που υφίσταται λόγω της παράνομης χρήσης της ένδειξης για προϊόντα που δεν διασφαλίζουν την τήρηση του οικείου τεχνικού φακέλου, καθώς και να διασφαλιστεί η υγεία των καταναλωτών από προϊόντα αμφιβόλου προελεύσεως».

Τις επόμενες ημέρες και κυρίως από την στιγμή που θα εφαρμοσθεί πλήρως η απαγόρευση της πώλησης και προσφοράς χύμα τσίπουρου θα διαφανεί πόσο θα διαφοροποιηθεί η κατάσταση και κατά πόσο θα επηρεασθεί η τσιπουροκατάνυξη στα περίφημα τσιπουράδικα του Βόλου.