«Ήδη από τις τροποποιήσεις του Ν. 4637/2019, αυστηροποιήσαμε το πλαίσιο των ποινών για μία σειρά αδικημάτων. που είχαν νομοθετηθεί με την τροποποίηση των Κωδίκων Ποινικού Κώδικα και Ποινικής Δικονομίας, της προηγούμενης κυβέρνησης. Το υπάρχον πλαίσιο χρήζει βελτιωτικών παρεμβάσεων, τις οποίες έχουμε ήδη υποβάλει στην Επιτροπή Παρακολούθησης του νέου Ποινικού Κώδικα και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την έναρξη της παραγραφής των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας σε βάρος ανηλίκων μετά την ενηλικίωση του θύματος, την επαύξηση του πλαισίου των ποινών, καθώς και παρεμβάσεις στον κώδικα Ποινικής Δικονομίας για ταχύτερη εκδίκαση εγκλημάτων σε βάρος ανηλίκων. Η αρμόδια Επιτροπή αναμένεται να έχει ολοκληρώσει τις εργασίες της τον ερχόμενο Ιούνιο, προκειμένου να ακολουθήσει η νομοθέτηση των νέων διατάξεων. Παράλληλα, όμως, στόχος του υπουργείου είναι να δημιουργήσει ένα ασφαλές πλέγμα δομών που θα εμπεδώνει στα θύματα το αίσθημα της ασφάλειας και της εμπιστευτικότητας. Σκοπός μας να σπάσουμε οριστικά την αλυσίδα της σιωπής που αφήνει τέτοια εγκλήματα ατιμώρητα. Το διακύβευμα, όμως, όταν κανείς νομοθετεί για θέματα του Ποινικού Δικαίου, είναι πως δεν μπορεί να νομοθετεί ούτε με την ψυχολογία της στιγμής ούτε αποσπασματικά» δηλώνει, μεταξύ άλλων, σε συνέντευξή του στη “Βραδυνή” ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας.

Μιλώντας για το νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια, όπου καθιερώνεται η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς, μετά το διαζύγιο, ο Καρδιτσιώτης πολιτικός σημειώνει τα εξής:

«Είναι αλήθεια πως στο εν λόγω νομοσχέδιο για την από κοινού γονική μέριμνα των τέκνων εξαντλήσαμε τη διαβούλευση, προκειμένου να υπηρετήσουμε την κεντρική στόχευση της νέας μεταρρύθμισης, που δεν είναι άλλη από το να προστατέψουμε το πραγματικό και αληθές συμφέρον του Παιδιού, και λάβαμε όλες τις αναγκαίες πρόνοιες, βάζοντας μία σειρά από δικλίδες ασφαλείας για την προστασία των παιδιών από κακοποιητικές συμπεριφορές. Είμαστε, πλέον, σε θέση να προτείνουμε ένα νέο, σύγχρονο και αποτελεσματικό νομοθετικό πλαίσιο, που σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων, που ευνοεί τη συνεννόηση μεταξύ τους μετά το διαζύγιο, και καθιερώνει μία σειρά από καινοτομίες που έχουν δοκιμαστεί και εφαρμόζονται με επιτυχία στις πιο προηγμένες χώρες της Ευρώπης. Προτείνουμε τη θέσπιση του μαχητού τεκμηρίου επικοινωνίας κατά το 1/3 του χρόνου, ως αρχική βάση συνεννόησης μεταξύ των γονέων μετά το διαζύγιο. Παράλληλα, θεσμοθετούμε σε μόνιμη βάση τη διενέργεια ειδικών προγραμμάτων της Εθνικής Σχολής Δικαστών, για την επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών στο Οικογενειακό Δίκαιο, εντάσσοντας στο Επιμορφωτικό Προσωπικό της ΕΣΔΙ εξειδικευμένους παιδοψυχολόγους και Κοινωνικούς λειτουργούς. Επιδιώκουμε να καθιερωθεί μία διαφορετική κουλτούρα, που θα προστατεύει το παιδιά και τα δικαιώματά τους και θα εξασφαλίζει την κοινή ανατροφή τους και από τους δύο γονείς. Για τα παιδιά δεν νοείται κακή ή λάθος σύζυγος, αλλά η μητέρα τους. Γιο το παιδιά δεν υφίσταται κακός και αδιάφορος σύζυγος, αλλά ο πατέρας τους».

Σχολιάζοντας την άποψη κάποιων ότι δεν πρέπει να αλλάξει ο νόμος του 1983 σημειώνει ότι “περιθώριο για επιμέρους βελτιώσεις, σαφώς και υπάρχουν. Το ζήτημα, επομένως, είναι να αντιληφθούμε πως δεν αναζητούμε νικητές ή ηττημένους διαδίκους. Και αυτό, γιατί όταν έχουμε να κάνουμε με το παιδιά μας δεν τίθεται κανένα ζήτημα πρόταξης εγωισμού. αντιδικίας και μικροπρέπειας μεταξύ των γονέων”.