Δυόμισι χρόνια συμπληρώνονται από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, που στοίχισε τη ζωή σε 102 συνανθρώπους μας. Η επιθυμία των συγγενών των θυμάτων, αλλά και όλης της κοινωνίας, να αποδοθεί δικαιοσύνη όπου κριθεί πως υπήρξαν ευθύνες παραμένει αμείωτη, ακόμη, ωστόσο, δεν φαίνεται άμεσα προοπτική να ξεκινήσει το δικαστήριο. Η δικογραφία παραμένει εδώ και δύο χρόνια στα χέρια του ανακριτή Αθανασίου Μαρνέρη, ο οποίος αυτές τις μέρες έχει στείλει κλήση σε απολογία προς υψηλόβαθμα στελέχη της Πυροσβεστικής και της Πολιτικής Προστασίας. Τους ανθρώπους, δηλαδή, που ο ίδιος ο ανακριτής θεωρεί πως είχαν τις βαρύτερες ευθύνες για την τραγωδία.

Εδώ και αρκετούς μήνες, εξακολουθεί να μαίνεται ένας ιδιότυπος δικαστικός «εμφύλιος», παρόλο που όλες οι πλευρές εξακολουθούν να έχουν τον ίδιο σκοπό – την απόδοση ευθυνών και την ορθή απονομή δικαιοσύνης.

Τρεις φορές ο ανακριτής Αθανάσιος Μαρνέρης έχει ζητήσει από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών να αναβαθμίσει την ποινική δίωξη σε κακούργημα για συγκεκριμένους κατηγορουμένους (συγκεκριμένα, για θανατηφόρα έκθεση κατά συρροήν, με ενδεχόμενο δόλο) και ισάριθμες φορές αυτό έχει απορριφθεί, από διαφορετικούς εισαγγελείς.

Οπως αποκαλύπτει ο ο Δημήτρης Δαμιανός στον «Ελεύθερο Τύπο» της Κυριακής, από την εσωτερική αλληλογραφία ανακριτή και εισαγγελέα φαίνεται πως η νομική διαφωνία για τον χαρακτηρισμό των αδικημάτων ξεπερνά τα όρια της απλής νομικής αντιπαράθεσης. Μάλιστα, ο εισαγγελέας αναφέρει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι υπάρχει πλέον φόβος για την παραγραφή των αδικημάτων, σε περίπτωση περαιτέρω καθυστέρησης!

Σύμφωνα με πληροφορίες, στο πιο πρόσφατο έγγραφο της Εισαγγελίας προς τον ανακριτή στις 29 Ιανουάριου, όπου απορρίπτει το αίτημα για την αναβάθμιση της κατηγορίας, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών, Γεώργιος Νούλης, καλεί τον ανακριτή να ολοκληρώσει σύντομα, αναφέροντας: «Δέον όπως εξακολουθήσει η από διετίας σχεδόν εκκινηθείσα κύρια ανάκριση που διενεργεί-ται με βάση την εξαρχής ασκηθείσα ποινική δίωξη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, για τα πλημμελήματα δε που αυτή αφορά παρήλθε ήδη διάστημα ίσο με το ήμισυ και πλέον του χρόνου παραγραφής τους».

Ο εισαγγελέας σημειώνει, επίσης, πως ο ανακριτής δεν έχει στείλει το σύνολο της δικογραφίας, όπως του είχε ζητήσει στις 19 Ιανουάριου («ούτε μας την αποστείλατε, αλλά ούτε και ουδεμία απάντησή σας λάβαμε επ’ αυτού»). Ως προς την ουσία του θέματος, υποστηρίζει πως δεν θεμελιώνεται κακούργημα, αφού δεν προκύπτει δόλος των κατηγορουμένων, αλλά αμέλεια: Η πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, σημειώνει ο κ. Νούλης, απαιτεί ο δράστης να έχει αποδεχθεί συνειδητά το αποτέλεσμα του εγκλήματός του, για να στοιχειοθετηθεί ενδεχόμενος δόλος.

Κατά πληροφορίες, ο εισαγγελέας αναφέρεται στις δυσμενείς συνθήκες, όπως περιγράφονται στο μέρος της δικογραφίας που έστειλε ο ανακριτής: «Από αυτά που ίδιος συνομολογείτε, προκύπτει εναργώς η κινητοποίηση των αρμοδίων πυροσβεστικών υπηρεσιών. Πλην όμως αυτή δεν αποδείχθηκε επαρκής για την επιτυχή αντιμετώπιση του ακραίου φαινομένου».

Αφού κάνει λόγο για «εσφαλμένη διαχείριση της κρίσης» και «βαρύτατες πλημμέλειες» που «ανάγονται στη σύγχυση, την έλλειψη σχεδιασμού και συντονισμού των κρατικών Αρχών», ο εισαγγελέας αναφέρει πως αυτά «συνιστούν ακριβώς την ουσία της έννοιας της αμέλειας». Προσθέτει, μάλιστα, πως η άποψή του «βρίσκει ακλόνητο έρεισμα στη δικαστική κρίση που εκφέρθηκε στην απολύτως ομοειδή υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στον Νομό Ηλείας το 2007».

Ο ανακριτής απέστειλε, τελικά, είκοσι κούτες με έγγραφα την ίδια ημέρα, λίγο μετά την απόρριψη του αιτήματος (στις 29 Ιανουάριου) με τη σημείωση: «Για λόγους ασφαλείας καθίσταται αδύνατο να σας διαβιβάσουμε το σύνολο της δικογραφίας. Στο πλαίσιο της καλής θελήσεώς μας σας αναφέρουμε ότι: α) θα σας αποστείλουμε τμηματικά το σύνολο της δικογραφίας σε φωτοτυπία και β) μπορείτε να προσέλθετε στο γραφείο μας προκειμένου να λάβετε γνώση της δικογραφίας».

Ο εισαγγελέας απαντά εκ νέου αυθημερόν: «Αιτηθήκαμε τη διαβίβαση του συνόλου της δικογραφίας, προς απάντηση στο αίτημά σας. Επ’ αυτού κωφεύσατε επί δεκαήμερο (…) και διαβιβάσατε τμηματικά μέρος της δικογραφίας. Το ληφθέν υλικό σας επιστρέφουμε συνημμένο (…), καθόσον έχουμε ήδη εγγράφως εκφραστεί βάσει του αποσταλέντος υλικού, το οποίο εσείς κρίνατε επαρκές προς διαμόρφωση της κρίσης μας. Οπότε, δεν συντρέχει πλέον αντικείμενο ενεργειών μας, εξαιτίας της καθυστερημένης ανταπόκρισής σας».