Άλλους τρεις μήνες προετοιμασίας θα χρειαστεί η τελική πρόταση της Κομισιόν για τις τροποποιήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας που θα ορίσει και τους κοινούς δημοσιονομικούς κανόνες στην ΕΕ, για τα επόμενα χρόνια. 

Η Επιτροπή, θα παρουσιάσει την Τρίτη ένα προσχέδιο της πρότασης της. Στο κείμενο της, δεν θα προτείνει αλλαγές στα κριτήρια του χρέους και του ελλείμματος αλλά θα κάνει μια προσθήκη. Θα θεσμοθετεί σύμβαση που θα γίνεται με κάθε χώρα η οποία θα έχει σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα και άρα αποκλίσεις από τους κανόνες του ελλείμματος και του χρέους όπως ισχύουν σήμερα. Η σύμβαση αυτή θα είναι ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που θα αναλαμβάνει το κράτος μέλος που θα έχει το πρόβλημα με αντάλλαγμα μιας χρηματοδοτικής στήριξης με πυλώνα την ΕΚΤ.

Ωστόσο η πρόταση αυτή θα είναι για να συμπληρώσει στην ουσία το θεσμικό “κενό” που άφησε η απόρριψη νέων μνημονίων από τα κράτη μέλη μετά και το τέλος του 30ου ελληνικού μνημονίου Ο στόχος αυτής της σύμβασης θα είναι να αποκαθίσταται αυτόματα η δημοσιονομική ισορροπία, χωρίς τις δραματικές στιγμές που έζησε κυρίως η Ελλάδα.

Ωστόσο η διαμόρφωση της τελικής πρότασης έχει ακόμη δρόμο, καθώς η Επιτροπή θέλει να ακούσει τις θέσεις από κάθε ένα από τα κράτη μέλη της Ένωσης πριν οριστικοποιήσει και τις δικές της θέσεις.

Το θετικό είναι, ότι ανεξάρτητα από τις φωνές Βορείων και Νοτίων η Επιτροπή έχει ήδη βάλει στον οδικό χάρτη για τις αλλαγές του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης την εμπειρία που έχει αποκομίσει από την τρέχουσα ακόμη πανδημία του κορονοΪού.

Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή έχει καταγράψει ότι με τη ενεργοποίηση της ρήτρας συνολικής διαφυγής (general escape clause) πιο γνωστής ως δημοσιονομικής ευελιξίας, τα κράτη μέλη της ΕΕ κατάφεραν να καλύψουν μέσα σε ένα χρόνο το σύνολο ή τουλάχιστον ένα πολύ μεγάλο μέρος, από τις απώλειες που είχαν το 2020. Συνεπώς, σε περιόδους μεγάλης ύφεσης μια ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες βοηθάει την ανάκαμψη στις οικονομίες της Ευρωζώνης

Επίσης, θα λάβει υπόψιν της, την μεγάλη πανευρωπαϊκή αύξηση του χρέους, στην οποία υποχρεώθηκαν όλα ανεξαιρέτως τα κράτη μέλη με αποτέλεσμα το χρέος τόσο σε επίπεδο Ευρωζώνης όσο και σε επίπεδο ΕΕ να ξεπεράσει το 100% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Συνεπώς η εφαρμογή του άκαμπτου κανόνα του χρέους όπως ισχύει σήμερα, είναι δύσκολο να εφαρμοστεί αφού σε κάποιες περιπτώσεις, θα επιβραδύνει την ανάκαμψη των οικονομιών και στις χώρες με πιο υψηλό χρέος όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Γαλλία μπορεί να οδηγήσει και σε περιοριστικά μέτρα.

Ένα τρίτο στοιχείο που θα μετρήσει έχει ωριμάσει το αίτημα ότι κάποιες δημόσιες επενδυτικές δαπάνες ειδικά αυτές που προωθούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης όπως οι δαπάνες για πράσινη ανάπτυξη και ψηφιακή μετάβαση και εξυπηρετούν συγκεκριμένους στόχους της Ένωσης θα πρέπει να έχουν διαφορετική μεταχείριση από τις υπόλοιπες επενδυτικές δαπάνες των κρατών μελών.

Διαβούλευση με τα κράτη μέλη

Με αυτές τις αρχικές παραδοχές η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα συλλέξει το επόμενο διάστημα και τις προτάσεις για αλλαγές που θα παρουσιάσει κάθε κράτος μέλος είτε βρίσκεται στον Ευρωπαϊκό Βορρά όπου κοινή αντίληψη είναι ότι οι σκληροί κανόνες θα πρέπει να διατηρηθούν είτε βρίσκεται στον Ευρωπαϊκό Νότο που υποστηρίζει δομικές αλλαγές στο δημοσιονομικό σύμφωνο και να ολοκληρώσει την πρότασή της. Το διάστημα αυτό θα δώσει και χρόνο στην Γερμανία να επιλέξει εκτός από τον διάδοχο της κ. Μέρκελ, και τον επόμενο Γερμανό υπουργό οικονομικών ο οποίος παραδοσιακά είχε αποφασιστικό ρόλο στα Ευρωπαϊκά δρώμενα.

Μετά από όλα αυτά, θα παραδώσει την τελική της πρόταση για τις ενδεχόμενες παρεμβάσεις στο δημοσιονομικό σύμφωνο με τις τελικές αποφάσεις να παραπέμπονται στα κράτη μέλη.