Αν οι πολιτικοί αναλυτές είχαν διάθεση να παραφράσουν τον Λακάν, θα υποστήριζαν ότι το αρχικό βήμα στην ψυχανάλυση των ψηφοφόρων δεν είναι η αποκάλυψη εκείνου που λένε, αλλά του τόπου απ’ τον οποίο μιλάνε. Του τόπου, δηλαδή, όπου αυτοτοποθεντούνται μέσα στο ιδεολογικό φάσμα. Τρεις αρχηγοί κομμάτων φαίνεται από τα ρητορικά σχήματα που χρησιμοποιούν να προσπαθούν να προσεγγίσουν όσους δηλώνουν πως βρίσκονται στο Κέντρο. Η επιλογή στρατηγικής είναι λογική, μια κι οι περισσότεροι δημοσκόποι συμφωνούν ότι πρόκειται για μια κρίσιμη μάζα της τάξης του 20% με 25% του εκλογικού σώματος. Ομως, τι στ’ αλήθεια ξέρουν τα κομματικά επιτελεία για τους κεντρώους; Ποια είναι τα κοινά χαρακτηριστικά αυτών που συστήνουν εαυτούς ως κατοίκους της συγκεκριμένης πολιτικής περιοχής;

Οι απαντήσεις στα ερωτήματα μοιάζουν προφανείς. Αλλά όποιος μιλάει με επαγγελματίες των μετρήσεων έχει προσέξει ότι δεν μπορούν να δώσουν χωρίς κόπο μια ακριβή περιγραφή του κεντρώου ψηφοφόρου, παρότι την ψάχνουν, αφού στις συνθήκες τριγωνοποίησης που έχουν δημιουργηθεί παρατηρούν πως το σύνολο σχεδόν όποιων ψήφισαν ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ το 2019 και μετακινούνται τώρα προς το ΚΙΝΑΛ αυτοχαρακτηρίζονται κεντρώοι. Διαβλέπουν, με άλλα λόγια, πως όσο πλησιάζει η ημερομηνία της εθνικής κάλπης τόσο πιο επίμονα θα τους αναζητούν τα τρία πρώτα κόμματα.

Και δεν είναι οι μόνοι που δυσκολεύονται. Ενας έμπειρος πολιτικός επιμένει ότι πλέον «το Κέντρο είναι τρόπος ζωής, αντίληψης και συμπεριφοράς». Οταν του ζητείται να κάνει το εγκεφαλογράφημα των συγκεκριμένων εκλογέων – στους οποίους στοχεύει και το δικό του κόμμα -, ξεχωρίζει δύο στοιχεία τους: «δεν αντέχουν την αβεβαιότητα και δεν έχουν πια κομματικές ταυτίσεις».

Βέβαια, σκιτσάρει κι ένα σχετικά λεπτομερές πορτρέτο τους. «Είναι», λέει, «συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας, έχουν κάποια οικονομική επιφάνεια – ανήκουν κατά κύριο λόγο στη μεσαία τάξη -, ζητούν σταθερότητα στην καθημερινότητά τους. Θέλουν ανοιχτή οικονομία. Δίνουν σημασία στο φιλικό προς τον πολίτη κράτος. Είναι εχθροί των υψηλών τόνων. Αντιδρούν αρνητικά σε οτιδήποτε ακούγεται στα αφτιά τους αντιδημοκρατικό».

Η εμφάνιση των κεντρώων στο επίκεντρο των πολιτικών πραγμάτων δεν ξενίζει τους δημοσκόπους. Επειδή, όπως επισημαίνει ένας απ’ αυτούς, «εδώ και αρκετό καιρό, όποτε ρωτούσαμε τους συμμετέχοντες στις έρευνες κατά πόσο πιστεύουν στον διαχωρισμό Δεξιάς – Αριστερός, ένα 65% περίπου απαντούσε ότι οι εν λόγω ταμπέλες είναι σχετικές πλέον, δεν είναι όπως παλιά». Γι’ αυτό και η ίδια πηγή, μελετώντας τα ποιοτικά στοιχεία του αρχείου της εταιρείας της, πιστεύει πως «κεντρώοι είναι εκείνοι που θέλουν μια φυσιολογική ζωή και δίνουν έμφαση σε ό,τι έχει σχέση με την ποιότητα της ζωής τους. Επικαλούνται την κοινή λογική στις επίλογές τους και λαμβάνουν συνήθως εκλογικές αποφάσεις με κριτήρια ορθολογισμού. Απεχθάνονται τον λαϊκισμό και τις ακρότητες, ενώ αν μπορούσαν να μιλήσουν στους πολιτικολογούντες θα τους έλεγαν “μη με βαφτίζετε τίποτα”».

Στα γκάλοπ της τελευταίας περιόδου, μάλιστα, διαπιστώνει ότι «αποτελούν την πιο πολυπληθή κατηγορία. Περισσότεροι δηλώνουν οπαδοί του Κέντρου, ακολουθούν οι κεντροαριστεροί και μετά οι κεντροδεξιοί – με μικρές διάφορές». Τα όρια, πάντως, των τριών αυτών ομάδων είναι δυσδιάκριτα, παραδέχονται.

Για έναν άλλο δημοσκόπο και πολιτικό αναλυτή, ίδιόν τους είναι «η χαλαρή ιδεολογική ταύτιση, αν όχι η έλλειψη ιδεολογικής ταύτισης». «Δανείζονται», συνεχίζει, «στοιχεία κι από τη μια κι από την άλλη πλευρά. Αλλά με γνώμονα το ποιος έχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί καλύτερα στην επιθυμία τους να καταναλώνουν, να έχουν μια καλά αμειβόμενη δουλειά κι ένα σπίτι». Ετσι, «τοποθετούνται πάντα ανά θέμα, κι όχι ανά κόμμα».

Το ταυτοτικό τους γνώρισμα, βέβαια, είναι η πίστη στην ευρωπαϊκή κατεύθυνση της χώρας. «Ενας κεντρώος δεν διανοείται την Ελλάδα εκτός του πλαισίου της ΕΕ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις ατομικός ελευθερίες και τη φιλελεύθερη οικονομία», σημειώνει.

Για να στηρίξει το επιχείρημά του περί της ορθολογιστικής τους ψήφου επικαλείται τη στάση που υιοθετούν πάνω σε κομβικά κατά καιρούς θέματα της επικαιρότητας. Σύμφωνα με τα λεγόμενό του, σε τομείς όπως η Παιδεία και η Υγεία τάσσονται υπέρ της συνεργασίας του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα. Στο σύμφωνο συμβίωσης είναι κατά βάση υπέρ. Σε σύνθετα ζητήματα, σαν το Μεταναστευτικό, έχουν συγκεχυμένες απόψεις, οι οποίες εξαρτώνται από το πόσο κοντά μένουν στο πρόβλημα.

Οι επικριτές τους, τόσο από τα δεξιά όσο κι από τ’ αριστερά, τους καταλογίζουν απουσία συγκροτημένης πολιτικής αντίληψης – οι πιο κακοπροαίρετοι τους μέμφονται αποκαλώντας τους απολιτίκ. Ωστόσο, οι αναλυτές ισχυρίζονται ότι «ασχολούνται με την πολιτική, απλά δεν έχουν απόλυτα χαρακτηριστικά».

Αυτοί οι ψηφοφόροι, λοιπόν, κερδίζονται στα σημεία. Αιρετοί και πολιτευτές δεν έχουν την ευχέρεια να βασιστούν στον κομματικό τους πατριωτισμό. Μετακινούνται εύκολα από το ένα κόμμα στο άλλο. Αλλά αυτή ακριβώς η «ρευστότητα» τους καθιστά ένα εξαιρετικά δύσκολο ακροατήριο. Εξού κι ο προαναφερθείς πολιτικός δεν διακινδυνεύει μια πρόβλεψη όταν τονίζει ότι «το ποσοστό των κεντρώων δεν θα πάει σούμπιτο κάπου, θα σπάσει». Την κάνει με μεγάλη σιγουριά.

από τα Νέα