Πορφυρό, σαν το αίμα των θυμάτων του, που έσφαξε με το μαχαίρι του, την «παρδάλα». Σκληρό, σαν τα παιδικά του χρόνια στο χωριό Μεταξάς. Ορφανός, του φόρτωναν κάθε κλοπή και στιγματίστηκε.

Αριστοκρατικό, όπως και ο τίτλος του: «Βασιλιάς των Ορέων»

Το κομπολόι του λήσταρχου Γιαγκούλα είναι ένα κομμάτι του θρύλου και βρίσκεται στην καρδιά της Λάρισας.

Σαν το μπερδεύεις στα δάχτυλα σου φόβο και δέος νιώθεις. Σε ταξιδεύει έναν αιώνα πίσω. Ταξίδι γεμάτο δροσερό αέρα βουνών και λίπος από ψητά κλεμμένα αρνιά. Βρεγμένο μπαρούτι και νερωμένο κρασί. Τι ιστορία διάολε…

Ο Χαράλαμπος Ράπτης ζει στο κέντρο της Λάρισας. Στον πεζόδρομο της Κούμα. Γιος του Νικόλαου Ράπτη, που έτυχε να είναι ο τελευταίος όμηρος του Γιαγκούλα. Έζησε τις τελευταίες στιγμές του λήσταρχου. Ενός λήσταρχου που πέρασε πλέον στη σφαίρα του μύθου.

Στην πλάτη του «κουβαλούσε» δεκάδες φόνους, κινηματογραφικές αποδράσεις, μάχες σώμα με σώμα, μίσος για ιερείς, στρατιωτικούς, αστυνομικούς και πλούσιους. Ενάντια σε κάθε μορφής εξουσία. Φιλεύσπλαχνο, τον περιγράφουν απέναντι στους φτωχούς πολίτες. Ποιος ξέρει. Τον βάραινε η επικήρυξη 600.000 δραχμών και το κυνήγι για το κεφάλι του που ξεκίνησε από την αμνηστία που έδινε η δικτατορία του Πάγκαλου το 1925, σε όσους πρόδιδαν. Δεν άλλαξαν και πολλά από τότε στην τακτική των αρχών.

Η σύζυγός του, Σταυρούλα Καραναστάση φέρνει μαζί με τα καφεδάκια και ένα τετράδιο. «Ημερολόγιον Ιατρού Νικόλαου Μ. Ράπτου» γράφει στο εξώφυλλο. Εκεί αποτυπώθηκαν οι νωπές τότε μνήμες του γιατρού. Εκείνη το πήρε το καθαρόγραψε, το ξανάγραψε στον υπολογιστή, το εκτύπωσε και το μοίρασε σε φίλους και γνωστούς. Ιστορίες που πρόλαβε ο γιατρός να διηγηθεί στον γιο του Χαράλαμπο και τα «Ρεπορτάζ του Κάμπου» λαχταρούν να ακούσουν.

«Πως πήρε το κομπολόι από τον Γιαγκούλα;» ρωτάμε
«Σιγά» μας κάνει με νόημα «Θα σας τα πω όλα» λέει και ρουφάει τον καφέ μερακλίδικα.

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1925

«… Οι Ραπτέοι είχαν τα Ρετζούνια στην Ροδιά. Κτηνοτρόφοι. Το καλοκαίρι πήγαιναν σε μια περιοχή Γκουνταμάνι κοντά στην Καρυά για βοσκότοπο όπου και παραθέριζαν. Ο πατέρας μου, Νικόλαος Ράπτης, τότε ήταν φοιτητής ιατρικής στην Αθήνα. Δεν χρωστούσε μαθήματα κι έτσι είχε χρόνο. Μαζί του ήταν και ο ξάδερφός του, Δημήτρης, 12 ετών τότε. Ήταν της οικογένειας του Διονύση Ράπτη από το ξενοδοχείο Dionysos.

«… Τους έπιασαν όμηρους οι τέσσερις ληστές. Ήταν ο Φώτης Γιαγκούλας, τα αδέρφια Μπαμπανέοι, Πάντος και Λεωνίδας και ο Τσιαμήτας. Οι ληστές ζητούσαν λύτρα (σ.σ. λένε μάλιστα πως ο Γιαγκούλας ήθελε να φύγει για την μακρινή Αυστραλία ζητώντας 1 εκατομμύριο) από τις οικογένειες τους».

«… Περιπλανιόταν στα βουνά. Όταν έφυγαν από το Γκουνταμάνι στο ύψωμα Χασάν Αγά σταμάτησαν. Ο πατέρας μου ζήτησε να πάει για την ανάγκη του. Του είπαν οι ληστές το εξής: Μπορείς να προσπαθήσεις να φύγεις. Αν σε πιάσουμε σου πήραμε το κεφάλι. Αν τα καταφέρεις όμως είσαι ελεύθερος. Είχαν το δικό τους νόμο. Είχαν ρίξει και κλήρο ποιος θα σκοτώσει τους ομήρους σε περίπτωση ενέδρας».

«… Πέρασαν περίπου 15 ημέρες περιπλανώμενοι στα βουνά και βρέθηκαν σε μια σπηλιά δύο ώρες πάνω από τη Βρουντού, στην Κλεφτόβρυση, στις παρυφές του Ολύμπου κοντά στην Κατερίνη. Εκεί είχαν έναν δικό τους γνωστό κτηνοτρόφο οι Μπαμπανέοι, τον Καλαϊτζή. Ο Γιαγκούλας δεν τον είχε εμπιστοσύνη. Πλακώθηκαν άγρια με τον Μπαμπάνη και ο πατέρας μου επεμβαίνει και τους λέει «εσείς είστε αδέρφια μη μαλώνετε» και ηρέμησαν. Κινδύνευε η ζωή των ομήρων διαφορετικά».

«… Έξω από τη σπηλιά είχε ένα πλάτωμα. Από εκεί έβλεπαν το Αιγαίο. Ο Γιαγκούλας ήταν σε κοντινή ηλικία με τον πατέρα μου και είχε πολύ διαφορετική συμπεριφορά από τους άλλους. Είχε ανησυχίες να μάθει πράγματα και ήταν ευγενικός. Έδινε τα κιάλια του και το κομπολόι στον πατέρα μου πολλές φορές. Έπαιζαν μαζί τριότα για να περάσει η ώρα και έλεγαν ιστορίες. Τον θαύμαζε ως γιατρό».

«… Κάποια στιγμή έστειλαν τον Καλαϊτζή να κανονίσει τα λύτρα. Αυτός όμως πήγε στην αστυνομία και τους κατέδωσε για να πάρει τα χρήματα. Τότε ήταν διοικητής ένας Πετράκης, πήρε καμιά 30αριά άνδρες και ξεκίνησε. Είχαν στηθεί απέναντι. Πυροβόλησαν στον Τσαμήτα όταν κατέβηκε στη βρύση για νερό».

«… Ο πατέρας μου άκουσε την τουφεκιά και το είπε στους ληστές. Εκείνοι νόμιζαν πως ήταν κυνηγοί. Όταν όμως ξεκίνησαν να πέφτουν ριπές, φόρεσαν τις κάπες τους, πήραν τα όπλα τους και ξεκίνησε η μάχη. Σκότωσαν τον Γιαγκούλα και ο Μπαμπάνης ήταν να σκοτώσει τους ομήρους. Την ώρα της μάχης πυροβολεί τον Δημήτρη Ράπτη. Τότε άρχισε να παλεύει ο πατέρας μου με τον Μπαμπάνη. Φώναζε «εδώ τον έχω». Ο Μπαμπάνης τον μαχαίρωνε παντού. Ξαφνικά τον χτύπησε μια σφαίρα από τους άνδρες του Πετράκη».

«… Όταν τελείωσε η μάχη ο πατέρας μου ήταν χτυπημένος αλλά οι άνδρες του Πετράκη δεν τον πήραν. Τον άφησαν εκεί και πήραν τα κεφάλια των ληστών. Αυτά τους ενδιέφεραν. Ο πατέρας μου έσκισε το πουκάμισό του και έδεσε τα τραύματά του μόνος του. Ένας θεός ξέρει πως έζησε εκείνη τη νύχτα πληγωμένος και μόνος».

«…Την άλλη μέρα ήρθε ένας σαρακατσάνος κυρατζής και πήρε πτώματα και τον πατέρα μου. Βγάζοντας τα πράγματα από την τσέπη του είχε το κομπολόι του Γιαγκούλα το οποίο φύλαγε με μεγάλη προσοχή για όλη του τη ζωή».

Ο Νικόλαος Ράπτης λίγα χρόνια αργότερα από το περιστατικό έγινε γενικός γιατρός ιδιαίτερα αγαπητός στην ευρύτερη περιοχή του Τυρνάβου, της Ροδιάς, της Καρυάς και φυσικά της Λάρισας. Καταγράφηκαν περίπου 3000 τοκετοί από τον ίδιο καθώς σύμφωνα με τους παλιότερους

«Ξεγεννούσε μέχρι και στα σαμάρια».

Είχε χαρακτηριστικό βάδισμα καθώς κούτσαινε από την ημέρα της μάχης μέχρι και το θάνατό του. Η περιπέτεια με τον Γιαγκούλα δεν ήταν κάτι που συζητούσε συχνά. Αν τον ρωτούσες όμως δεν αρνιόταν να πει τις εμπειρίες του.

Σήμερα το κεφάλι του Γιαγκούλα, μαζί με το θρυλικό μαχαίρι του, την «Παρδάλα» εκτίθενται στο Εγκληματολογικό Μουσείο.

Το κομπολόι του. Το πορφυρό του κομπολόι είναι στα χέρια της οικογένειας Ράπτη. Όπως και όλες οι αναμνήσεις…

larissanet.gr