Ολοένα και πιο δημοσία, ολοένα και σφοδρότερη, γίνεται η διαμάχη γύρω από την ελευθερία του λόγου στους New York Times: μια από τις πλέον προκλητικές αρθρογράφους της ιστορικής αμερικανικής εφημερίδας, η Μπαρι Γουέις, παραιτήθηκε προχθές μιλώντας για «ανελεύθερο περιβάλλον», καταγγέλλοντας τη διεύθυνση ότι είναι όμηρος του Twitter υποστηρίζοντας πως όταν συνεχώς «θύμα μπούλινγκ» από συνάδελφους της που την αποκαλούσαν (σημειωτέον πως είναι εβραία) «Ναζί και ρατσίστρια».

Ως μία «ευφυέστατη βιοψία όλων όσων πάνε στραβά στη σύγχρονη αίθουσα σύνταξης, ιδιαίτερα τη δική της, και την κοινωνία γενικότερα – μιας «κουλτούρας της ακύρωσης» που τιμωρεί τον «λάθος τρόπο σκέψης» και απειλεί την ελευθερία με τους πιο επικίνδυνους τρόπους» χαρακτήρισε η αρθρογράφος της Washington Post, Κάθλιν Πάρκερ, την ανοιχτή επιστολή παραίτησης των 1.487 λέξεων που πόσταρε η Γουέις στον ιστότοπό της απευθυνόμενη στον «Αγαπητό AG» – τον 39χρονο εκδότη των New York Times, Άρθουρ Γκρεγκ Σουλτσμπέργκερ.

Ο πρώην προϊστάμενος της Γουέις, ο αρχισυντάκτης των σελίδων Γνώμης των ΝΥΤ, Τζέιμς Μπένετ, αναγκάστηκε να παραιτηθεί τον περασμένο μήνα εξαιτίας της αμφιλεγόμενης απόφασής του να δημοσιεύσει το άρθρο γνώμης ενός ρεπουμπλικανού γερουσιαστή που υποστήριζε – εν μέσω του κύματος διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ – τη χρήση στρατιωτικός ισχύος για την κατάπνιξη των βίαιων διαδηλώσεων.

Στη διάρκεια της δικής της, τριετούς θητείας ως αρθρογράφου της εφημερίδας, η Γουέις είχε προκαλέσει πολλές φορές θόρυβο με την προθυμία της να ενστερνιστεί θέσεις που σόκαραν πολλούς αναγνώστες της: στην κορύφωση του κινήματος #MeToo, το 2017, είχε αμφισβητήσει την ορθοδοξία που επιβάλλει να γίνονται πάντα πιστευτές οι καταγγέλλουσες γυναίκες, έναν χρόνο αργότερα, είχε αμφισβητήσει το κατά πόσο η καταγγελία σεξουαλικής επίθεσης σε βάρος του υποψήφιου για το Ανώτατο Δικαστήριο δικαστή Μπρει Κάβανο έπρεπε να τον αποκλείσει από αυτό, ακόμα και αν αποδεικνυόταν αληθής, αφού όταν έφηβος όταν διαπράχθηκε το καταγγελλόμενο αδίκημα.

Στην ανοιχτή επιστολή της προς τον Σουλτσμπέργκερ, η Γουέις τον ενημερώνει πως συνάδελφοί της, της έγραψαν κατ’ ιδίαν παραπονούμενοι για τον «νέο μακαρθισμό» που έχει ριζώσει στην εφημερίδα, ένα από τα μεγάλα προπύργια του φιλελευθερισμού στις ΗΠΑ. Κατηγορεί παράλληλα τους ΝΥΤ ότι έχουν προδώσει το κληροδότημά τους ως μιας «προοδευτικής εφημερίδας» και έχουν παραδοθεί σε μία ατζέντα καθοριζόμενη από το Twitter, όπου «οι ιστορίες επιλέγονται και λέγονται με τρόπο ώστε να ικανοποιούν το στενότερο δυνατόν ακροατήριο, αντί να επιτρέψουν σε ένα φιλοπερίεργο κοινό να διαβάσει για τον κόσμο και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. To Twitter δεν είναι ο τίτλος των New York Times», γράφει. «Εχει γίνει όμως ο απόλυτος διευθυντής τους».

Η Μπάρι Γουέις, πρώην αρθρογράφος της Wall Street Journal, προσελήφθη στους ΝΥΤ πριν από τρία χρόνια, με αφορμή την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, η οποία αποκάλυψε ένα προφανές χάσμα ανάμεσα στην κάλυψη της εφημερίδας και τη χώρα. Ηταν, όπως σημειώνει η ίδια, «μια προσπάθεια να έρθουν φωνές που δεν θα εμφανίζονταν σε άλλη περίπτωση: νέοι συγγραφείς, κεντρώοι, συντηρητικοί και άλλοι που δεν θα θεωρούσαν φυσικά τους Times σπίτι τους». Όμως, προσθέτει, «τα μαθήματα που θα έπρεπε να είχαν αντληθεί από τις εκλογές – μαθήματα για τη σημασία της κατανόησης των άλλων Αμερικανών, την αναγκαιότητα αντίστασης στον πολιτισμικό φυλετισμό και την κεντρικότητα της ελεύθερης ανταλλαγής ιδεών σε μία δημοκρατική κοινωνία – δεν αντλήθηκαν. Αντ’ αυτού, μία νέα συναίνεση έχει αναδυθεί στον Τύπο, ίσως όμως ειδικότερα σε αυτή την εφημερίδα: ότι η αλήθεια δεν είναι μία διαδικασία συλλογικής ανακάλυψης, αλλά μια ορθοδοξία ήδη γνωστή σε λιγοστούς πεφωτισμένους η δουλειά των οποίων είναι να ενημερώσουν όλους τους άλλους».

Της Κίττυς Ξενάκη από Τα Νέα