Θλίψη σκόρπισε η είδηση του θανάτου του ηθοποιού Γιώργου Κοτανίδη ο οποίος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών. 

Ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας, ο Γιώργος Κοτανίδης γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1945 (ηλικία 74 χρονών) στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.

Ο ίδιος υποστήριζε ότι «είμαι ηθοποιός και παίζω και το ρόλο του συγγραφέα».

Δείγμα της δουλειάς του στο θέατρο είναι οι παραστάσεις Το δείπνο (2018), Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα (2013), Πρόβα νυφικού (2014), Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα (2013), Περικλής (2011), Δυτική αποβάθρα (2014).

Ο ίδιος σε μια συνέντευξη – αυτοβιογραφία στο bovary.gr είχε πει:

«Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη αλλά τα πρώτα δώδεκα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα στη Δράμα όπου είχαν πάει οι γονείς μου μωρά, σαν πρόσφυγες. Εκεί γνωρίστηκαν. Το πρώτο μου σχολείο το έλεγαν «Εβραίικο», βρισκόταν στο κέντρο της Δράμας. Ύστερα, μετακομίσαμε σε καινούρια γειτονιά κι αναγκάστηκα να αλλάξω σχολείο. Το σχολείο, εκεί, το λέγαμε «Ορφανοτροφείο», γιατί έρχονταν παιδιά κι από ένα μεγάλο ορφανοτροφείο στη Δράμα. Το σχολείο και οι δάσκαλοί του μάς έδιναν πολλές δυνατότητες έκφρασης. Θυμάμαι ότι υπήρχε μια μεγάλη σκάλα μπροστά στην τεράστια αυλή: στην κορυφή της σκάλας είπα το πρώτο μου ποίημα. Εκεί έγινε η αρχή.

Παρά την φτώχεια, έχω εξαιρετικές αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια. Η Δράμα ήταν από τις πόλεις που δέχθηκε τους πρόσφυγες και δεν είχε κόντρα μαζί τους. Ήταν σαν να είχαν ζήσει αιώνες μαζί. Στη γειτονιά μου συνέβη κάτι καταπληκτικό: έβγαλε αρκετό κόσμο στην τέχνη και το πνεύμα.

Επειδή ήμασταν αμέσως μετά τον Εμφύλιο, εκεί πήρα και τις πρώτες μου πληροφορίες για το πολιτικό ζήτημα. Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός από την πλευρά του Eθνικού Στρατού. Ένας πολύ δημοκρατικός άνθρωπος. Θυμάμαι την ημέρα που γύρισε. Είχε πολεμήσει με τους νικητές κι όταν επέστρεψε μού έφερε δώρο έναν κόκκινο μπερέ. Ο κόκκινος μπερές ήταν σήμα των Κομμουνιστών.

Στη Δράμα αγάπησα πολύ και το ποδόσφαιρο. Επαιζα κιόλας. Εκείνα τα χρόνια, η μοναδική επαρχιακή ομάδα που υπήρχε ήταν η Δόξα Δράμας. Επαιζε καταπληκτική μπάλα, ήταν στις πρώτες θέσεις της βαθμολογίας. Αυτό που λένε τώρα περί διαιτησίας είναι ανέκδοτο. Της έπαιρναν τα κύπελα και τα πρωταθλήματα μέσα από τα χέρια, με το πιστόλι στον κρόταφο. Δεν μπορούσε να μπει άλλος μεταξύ Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού-ΑΕΚ.

Τότε, κατάλαβα για πρώτη φορά στη ζωή μου ότι «δεν νικά πάντα ο καλύτερος».

Τελειώνοντας το σχολείο, ήθελα να γίνω ηθοποιός και τραγουδιστής. Είχα κόντρα με τους γονείς μου, παρότι η δασκάλα μου στο δημοτικό έλεγε «Πρέπει να τον κάνετε ηθοποιό». Για να ικανοποιήσω την επιθυμία των γονιών μου, έδωσα στο Πανεπιστήμιο και κατά τύχη, πέρασα στην Κτηνιατρική Σχολή, όπου φοίτησα για δύο χρόνια. Σε αυτά τα δύο χρόνια, ασχολούμουν παράλληλα με το φοιτητικό θέατρο και, φυσικά, με το φοιτητικό κίνημα. Παραμονή των γενεθλίων μου, είχα βρεθεί μπροστά στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη.

Όταν ήρθε η δικτατορία, έφυγα από τη Θεσσαλονίκη, παράτησα το Πανεπιστήμιο, κατέβηκα στην Αθήνα κι έδωσα εξετάσεις στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου.

Για μένα, η Αθήνα ήταν η «πρωτεύουσα». Η πόλη-σύμβολο της ιστορίας, με καλλιτεχνική και πνευματική άνθηση. Γι’αυτούς τους λόγους δεν ήθελα να φύγω στο εξωτερικό. Στη διάρκεια των τριών χρόνων της σχολής, βρισκόμουν ανάμεσα σε παιδιά που ξεχώριζαν: Δημήτρη Καμπερίδη, Άννα Μιχαλιτσιάνου, Κώστα Αρζόγλου, Νίκο Σκυλοδήμο, Μηνά Χατζησάββα, Υβόννη Μαλτέζου.

Την επομένη της αποφοίτησής μας από τη σχολή κάναμε έναν θίασο που λεγόταν «Ελεύθερο θέατρο». Το Ελεύθερο θέατρο, εν μέσω δικτατορίας, άλλαξε το θεατρικό σκηνικό.

Οι ιδεολογικές μου πεποιθήσεις με οδήγησαν στην Αριστερά. Τότε, ήμουν ενταγμένος σε μια επαναστατική οργάνωση και δούλευα παράνομα, παράλληλα με το θέατρο.

Κάπου εκεί άρχισαν και οι περιπέτειές μου με τη Χούντα. Με έπιασαν, πέρασα από τις φυλακές. Μετά από ένα διάστημα έγινε μια αμνηστία, βγήκα, παντρεύτηκα.

Ύστερα, συνέβησαν τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο. Ημουν από τα πολύ ενεργά άτομα εκεί. Ημουν από αυτούς που είχαν σκοπό να κάνουν αυτή την κατάληψη τότε κι ας ξέραμε ότι παίζαμε το κεφάλι μας κορώνα γράμματα. Απέναντί μας είχαμε οπλισμένους που δεν αστειεύονταν.

Αυτό το λέω, διότι αυτό που συμβαίνει σήμερα με τα πανεπιστήμια και τις καταλήψεις είναι ξεφτίλα: εμείς διεκδικούσαμε το δικαίωμα να μιλάμε ελεύθερα ενώ τώρα διεκδικούν το δικαίωμα να καταργήσουν την Παιδεία.

Για εκείνη την περίοδο που έζησα έχω γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Ολοι μαζί, τώρα».

Κατά σύμπτωση, συνέβη το εξής: στην πρώτη παράσταση του Ελεύθερου Θεάτρου, στην «Όπερα του ζητιάνου» από ένα σημείο και μετά, κάναμε αυτοσχεδιασμούς θέλοντας να δείξουμε το κυρίαρχο αίσθημα καταπίεσης. Ένα «νοητός» τοίχος μας χώριζε από το κοινό. Κατά τη διάρκεια του αυτοσχεδιασμού, έβγαζα μια κραυγή λέγοντας «Ολοι μαζί, τώρα» και γκρεμίζαμε τον συμβολικό τοίχο.

Το βράδυ του Πολυτεχνείου, όταν μπήκε το τανκ μέσα, με στρατό κι αστυνομία, κάποιοι προσπαθούσαμε να διαφύγουμε από εδώ κι από εκεί.

Από την μεριά της Στουρνάρα υπήρχε μια πόρτα και κάγκελα, είχαν μαζευτεί πολλά παιδιά και προσπαθούσαν να τα ρίξουν. Είχα από το χέρι τον Γιώργο Κακουλίδη που ήταν 15 χρονών τοτε. Φτάνοντας στα κάγκελα είπα «Μισό λεπτό να συντονιστούμε». Αρχίσαμε να κουνάμε τα κάγκελα. Εκεί, χωρίς να το χω στο μυαλό μου, φώναξα «Ολοι μαζί, τώρα» -γκρεμίσαμε τα κάγκελα και βγήκαμε. Αρχικά, κατά τη συγγραφή του βιβλίου, δεν είχα συνειδητοποιήσει την ταύτιση που υπήρχε σε αυτά τα δύο σημεία. Ο τίτλος βγήκε από την βραδιά του Πολυτεχνείου και την πρώτη μου παράσταση.

Εκείνο το βράδυ ήμασταν από παντού περικυκλωμένοι. Οι πόρτες των σπιτιών, όμως, άνοιξαν. Ενώ τρέχαμε πανικόβλητοι από τους πυροβολισμούς, μας έκρυβαν μέσα.

Στην εποχή σου οφείλεις να είσαι «παρών». Χαίρομαι που ήμουν. Ποτέ δεν πούλησα ηρωισμούς. Αρνήθηκα να κάνω πολιτικές καριέρες, αν και είχα την ευκαιρία.

Επειτα ήρθε η Μεταπολίτευση, εντάχθηκα ξανά στο Ελεύθερο θέατρο κι άρχισα να ασχολούμαι πιο ενεργά με τη δουλειά μου. Ασχολήθηκα και με τη συγγραφή -ανάμεσα στα βιβλία που έγραψα είναι και ένα μυθιστόρημα που λέγεται «Οι σαλτιμπάγκοι» και φιλοδοξώ κάποια στιγμή να γίνει σειρά στην τηλεόραση.

Έπειτα ήρθε το σινεμά. Με το «Κορίτσι της Μάνης» πήγα στο Φεστιβάλ Καννών. Μου δημιουργήθηκε και η επιθυμία να γράψω για το σινεμά. Έγραψα το σενάριο στην ταινία «Πάμπτωχοι Α.Ε».

Ένα από τα όνειρα ζωής που πραγματοποίησα, είναι που κατάφερα να συνδυάσω την πλευρά του εαυτού μου που ήταν ταγμένη στην πολιτική και την αριστερά με την πλευρά του καλλιτέχνη. Αυτός ο συνδυασμός είναι η παράσταση που κάνω τώρα για το Νίκο Ζαχαριάδη, η «Ομπίντα». Τώρα επαναλαμβάνεται για έναν μικρό κύκλο παραστάσεων, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.

Για μένα, ο Νίκος Ζαχαριάδης υπήρξε ο πιο σημαντικός Έλληνας επαναστάτης. Ενας υψηλού επιπέδου ηγέτης. Καθαιρέθηκε και μετά από 17 χρόνια εξορίας, αυτοκτόνησε στη Σιβηρία. Στην ουσία είναι ένας τραγικός ήρωας.

Ο έρωτας είναι η ζωή. Χωρίς τον έρωτα δεν υπάρχει ζωή. Το σύμπαν γεννήθηκε από τον έρωτα.

Από την μυθολογία ακόμα, ο έρωτας παίζει έναν καθοριστικό ρόλο για τη γέννηση των πραγμάτων. Εγώ αυτή την εκδοχή του κόσμου πιστεύω κι όχι την εβραϊκή που λέει ότι ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και την Εύα. Ωραίο παραμύθι είναι κι αυτό, δεν μπορώ να πω. Σαν μύθος είναι εξαιρετικός. Μεγάλωσα σαν Χριστιανός Ορθόδοξος. Μέσα στα χρόνια, διαβάζοντας, σπουδάζοντας, μελετώντας, παίζοντας ρόλους, άφησα το μυαλό μου ελεύθερο, ώστε να μην είμαι κολλημένος σε κάποια πράγματα. Είχα πάντα το ερώτημα μέσα μου αν υπάρχει Θεός. Πιστεύω ότι στον πυρήνα της δημιουργίας του σύμπαντος υπάρχει ο έρωτας –στη ζωή μου έπαιξε σημαντικό ρόλο. Η ένωση πραγμάτων δημιουργεί κάτι καινούριο. “Θεός” με την λογική που εμφανίζεται στις θρησκείες, είτε στην χριστιανική, είτε στην εβραϊκή, είτε στο Ισλάμ, είτε στο βουδισμό, πιστεύω ότι δεν υπάρχει.

Ως προς τις πολιτικές μου πεποιθήσεις, είμαι ελεύθερος, δεν ανήκω σε κανένα κόμμα. Η συνείδησή μου είναι αριστερή γιατί είμαι ταγμένος με την πλευρά των αδυνάτων. Είναι στο DNA μου και το μυαλό μου.

Κάθε φορά που γίνονται εκλογές ψηφίζω αυτό που είναι καλό για τη χώρα εκείνη τη στιγμή. Κανείς δεν πρέπει να υποτάσσει την ελευθερία του ανήκοντας σε ένα κόμμα ή μια σέχτα -αν κι αυτό το έχω κάνει στο παρελθόν. Με το να “ανήκεις” ολοκληρωτικά, μπλέκεσαι σε τέτοιο βαθμό που υπερασπίζεσαι και τα λάθη που μπορεί να κάνει ο χώρος που ανήκεις.

Δεν είσαι ελεύθερος να κρίνεις και να κριτικάρεις.

https://youtu.be/LIHptF-9wBU

Δεν έχω φόβο. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε δεν φοβάμαι τίποτα. Προσπαθώ να συμφιλιωθώ με τον θάνατο. Αυτό είναι φυσιολογικό για έναν άνθρωπο που έχει μεγαλώσει, όπως εγώ. Δεν είμαι πια νέος, είναι βέβαιο.

Η ψυχή μου, όμως, έχει κάτι πια από τα νιάτα μου. Με γοητεύει πάντα αυτή η φράση του Καζαντζάκη «Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν πιστεύω τίποτα, είμαι ελεύθερος».

Αν μπορούσα να διαλέξω μια μόνο συμβουλή από αυτές που λέω στην κόρη μου είναι μία: «Να βάζεις δυσκολίες στον εαυτό σου. Να πολεμάς τις ευκολίες σου. Να «πολεμάς» το ταλέντο σου για να το μεγαλώσεις».

Η πορεία στη σκηνή και την οθόνη

Ο Γιώργος Κοτανίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1945. Τελείωσε το δημοτικό στη Δράμα και το γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε δύο χρόνια στην Κτηνιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου μπήκε κατά λάθος, και ασχολήθηκε κυρίως με τη δημιουργία του φοιτητικού θεάτρου και της κινηματογραφικής λέσχης (ΦΟΘΚ). Με την επιβολή της δικτατορίας, άφησε το πανεπιστήμιο και κατέβηκε στην Αθήνα για να γίνει ηθοποιός.

Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και η ένταξή του στην αριστερά, δραστηριοποιήθηκε στο φοιτητικό κίνημα και μαζί ξεκίνησε και η δράση του στον αντιδικτατορικό αγώνα για την οποία φυλακίστηκε και βασανίστηκε επί χούντας.

Στην Αθήνα τελείωσε τη Δραματική Σχολή Εθνικού Θεάτρου το 1970 και αμέσως συμμετείχε στη δημιουργία του «Ελεύθερου Θεάτρου» την περίοδο 1970-75. Πήρε μέρος στις παραστάσεις «Όπερα του ζητιάνου» του Τζ. Γκέι, «Ιστορία του Αλή Ρέτζο» του Π. Μάρκαρη, «Η πτήση του Λίντμπεργκ» του Μπ. Μπρεχτ, «Κι εσύ χτενίζεσαι» (επιθεώρηση), «Μια ζωή Γκόλφω» του Σπ. Περεσιάδη και «Ο Τυχοδιώκτης» του Μ. Χουρμούζη.

Συνεργάστηκε με την Ελληνική Σκηνή της Άννας Συνοδινού, τη Νέα Πορεία, την Παιδική Σκηνή της Ξένιας Καλογεροπούλου, με τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Γιάννη Χουβαρδά και το Θέατρο του Νότου και άλλους θιάσους και σκηνοθέτες, ερμηνεύοντας ρόλους σε όλα σχεδόν τα θεατρικά είδη όπως «Δον Κιχώτης» του Λεωνίδα ντε Πιαν με την Ε.Λ.Σ., «Όλοφ στις Φυλλωσιές» του Λαρς Noρέν (Απο Μηχανής Θέατρο), Μηταλάκης στη «Λίστα Γάμου» του Διονύση Χαριτόπουλου, Μενέλαος στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη (Θέατρο Στοά).

Tο 2004 δημιούργησε την θεατρική ομάδα «ΣΑΛΤΙΜΠΑΓΚΟΙ» με την οποία ανέβασε τα έργα: «QED ή Τι απέδειξε ο κύριος Φάυνμαν» του Πήτερ Παρνέλ, (Φάυνμαν) (2004-2005), «BAL-TRAP» του Xavier Durringer, (2005) και «Low Level Panic Clare McIntyre» (2006). Tην σεζόν 2006-2007 παρουσίασε το έργο Απόστολου Δοξιάδη «Δέκατη Έβδομη Νύχτα», το 2007-2008 το έργο του Ερίκ Εμμανουέλ Σμιτ «Μια τρελλή μέρα» και το «Αγνοούμενοι» του Βασίλη Κατσικονούρη. Το 2008-2009 σκηνοθέτησε το «Rock‘n’Roll» του Τομ Στόπαρντ όπου και πρωταγωνίστησε παίζοντας το ρόλο του Μαξ Μόροου ενώ το 2011 συνεργάστηκε με την Κατερίνα Ευαγγελάτου στο «COCK» του Mike Bartlett. Στην συνέχεια συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο και πήρε μέρος στις παραστάσεις «Περικλής» του Σαίξπηρ και «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ε.Ο’Νήλ σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, στο «Ορφέας στον‘Αδη» του Τ. Ουίλλιαμς σε σκηνοθεσία Barbara Veber, στην «Πρόβα νυφικού» της Ντόρας Γιαννακοπούλου σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη και στη «Δυτική Αποβάθρα» του Μπερνάρ Μαρί Κολτές σε σκηνοθεσία Ludovic Lagarde. Τον Μάιο του 2015 έπαιξε το ρόλο του Tέο Στάινερ στο έργο του Εντζό Κορμάν «Η θύελλα επιμένει».

Την περίοδο 2016-2017 έπαιξε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, το έργο «Ομπίντα, Οι τελευταίες ώρες του Νίκου Ζαχαριάδη», που έγραψε ο ίδιος και το οποίο χαρακτήρισε ως «προσωπικό του στοίχημα». Την επόμενη χρονιά (2018 – 2019) συμμετείχε στο θεατρικό έργο «Δείπνο», σε σκηνοθεσία της Λίλλυ Μελεμέ.

Στον κινηματογράφο έπαιξε σε ελληνικές και διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές. Ανάμεσά τους «Βίος και Πολιτεία» του Νίκου Περάκη, «Παραγγελιά» του Παύλου Τάσιου, «Ηλεκτρικός Άγγελος» του Θανάση Ρεντζή, «Τον καιρό των Ελλήνων» του Λάκη Παπαστάθη, «Το κορίτσι της Μάνης» του Paul Annet, «Hard Bodies Nr 2» του Mark Griffiths, «Der Joker» του Marco Serafini, «Der Spielverderberin» της Ines Krammer, «Το Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλλι» του Τζων Μάντεν, «Ο παράδεισος είναι προσωπική υπόθεση» της Δήμητρας Αράπογλου, «Πάμπτωχοι Α.Ε.» του Αντώνη Κόκκινου, «My Family And Other Annimals» της Sherrie Folkson, «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» του Γιάννη Σμαραγδή και «Highway to Hellas» του Aron Lehmann.

Πρωταγωνίστησε σε κωμικούς και δραματικούς ρόλους, σε τηλεοπτικές σειρές της κρατικής και της ιδιωτικής τηλεόρασης, σε θεατρικά έργα για την ΕΡΤ καθώς και σε διεθνείς τηλεοπτικές παραγωγές.

Το 1995 εκδόθηκε η νουβέλα του «Περί Μαιάνδρου» και το 1999 το μυθιστόρημα «Απρόσμενα Αισθήματα» από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Το 2004 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Οι σαλτιμπάγκοι» από τις εκδόσεις Καστανιώτη και το 2011 τη μαρτυρία – χρονικό «Όλοι μαζί, τώρα!». Το 2015 κυκλοφόρησε η συλλογή «Ηθοποιός σημαίνει φως;» από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.

Έγραψε το σενάριο της ταινίας «Πάμπτωχοι Α.Ε.» και το σενάριο του δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ «Μ. Χουρμούζης». Παράλληλα, έγραψε και παρουσίασε στην ΕΡΤ πολιτιστικά και οικολογικά τηλεπαιχνίδια, ενώ έκανε και οικολογικές και ιστορικές εκπομπές στο ραδιόφωνο.

Αφήνει πίσω τις κόρες του Εύα και Αντιγόνη και τη σύντροφό του Ιωάννα.