Η αντιπολίτευση οφείλει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων για τη διαλεύκανση της υπόθεσης Ανδρουλάκη.

 

Γράφει ο Κώστας Δημητράκος

 

Η επιμονή του Νίκου Ανδρουλάκη να μην ανταποκρίνεται στις αλλεπάλληλες προσκλήσεις της κυβέρνησης ώστε να ενημερωθεί κατ’ ιδίαν για τους λόγους που προκάλεσαν τη νόμιμη άρση του απορρήτου των επικοινωνιών μέσω του κινητού του, προφανώς και έχει τη δική της εξήγηση. Μια εξήγηση που δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή, αν σκεφτεί κανείς ότι αν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είχε από την αρχή συναινέσει στην πρόσκληση του Γιώργου Γεραπετρίτη για προσωπική ενημέρωση, η υπόθεση θα είχε τεθεί σε βάσεις που θα περιόριζαν τις αυθαίρετες θεωρίες συνωμοσίας από κάθε πλευρά, ανεξάρτητα από τον αντικειμενικό θόρυβο που θα είχε δημιουργήσει.

Παράλληλα, η επιλογή του να πετάξει το γάντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη και να τον καλέσει να αποκαλύψει ο ίδιος δημοσίως τους λόγους της άρσης του απορρήτου –της επισύνδεσης, δηλαδή– δημιουργεί συνειρμούς που μόνο σε σοβαρότητα δεν μπορούν να οδηγήσουν, παρά τα επαινετικά σχόλια που εισέπραξε στην αρένα των social media. Με αυτήν του την πρόταση ο Νίκος Ανδρουλάκης καλεί τον πρωθυπουργό της χώρας να καταργήσει και μάλιστα δημοσίως ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών: τη μυστικότητα.

«Θα ήταν ποτέ δυνατόν να βγει δημοσίως ο πρωθυπουργός της χώρας και να αποκαλύψει τους λόγους για τους οποίους ήρθη το απόρρητο της επικοινωνίας;» αναρωτιούνται κάποια από τα υπηρεσιακά στελέχη της ΕΥΠ. «Θα καταργούσε κάθε έννοια μυστικότητας», λένε, χωρίς να μπορούν βέβαια –και αυτά– να εξηγήσουν ή να ερμηνεύσουν τους χειρισμούς της μέχρι πριν από λίγες ημέρες ηγεσίας της, η οποία δεν ενημέρωσε, ως όφειλε, την πολιτική ηγεσία της χώρας για την παρακολούθηση του ευρωβουλευτή Νίκου Ανδρουλάκη.

Παρ’ όλα αυτά, οι θεσμικές αλλαγές που προανήγγειλε ο πρωθυπουργός και οι συνεπακόλουθες διοικητικές, που μοιραία θα ακολουθήσουν, αναμένεται να επαναπροσδιορίσουν τον τρόπο λειτουργίας της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, της οποίας η φύση έρχεται πολλές φορές σε αντίθεση με τις ανάγκες για διαφάνεια και δημοκρατικό έλεγχο στη λειτουργία της.

Είναι ένα λεπτό σχοινί στο οποίο ισορροπούν πολλές δυτικές – ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Στη Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, ένας ειδικός επίτροπος αλλά και σώμα δικαστών μαζί με κοινοβουλευτική επιτροπή εποπτεύουν τις μυστικές υπηρεσίες ενώ στη Γαλλία τον ρόλο αυτόν κατέχει μια επιτροπή εσωτερικού ελέγχου σε συνεργασία με μια ανεξάρτητη επιτροπή.

Στην Ελλάδα, η ΕΥΠ κουβαλάει πολλά από τα αντιδημοκρατικά φαντάσματα του παρελθόντος κυρίως σε επίπεδο «αριστερής ρητορικής», η οποία προφανώς και κινείται σε ισοπεδωτικά πλαίσια χωρίς να επιθυμεί να αντιληφθεί τις πολλές αλλαγές που έχουν γίνει σε αυτήν την υπηρεσία τα τελευταία χρόνια και τον αποτρεπτικό ρόλο που έχει παίξει και εξακολουθεί να παίζει σε καίριους τομείς εθνικής ασφάλειας, στην παρακολούθηση και πάταξη της τρομοκρατίας, στη δράση του οργανωμένου εγκλήματος κ.ά.

Θα πρέπει, βέβαια, κάποιος να θυμίσει στους αντιπολιτευτικούς τενόρους ότι επί ΣΥΡΙΖΑ τροποποιήθηκε το θεσμικό πλαίσιο και καταργήθηκε η ασφαλιστική δικλίδα της υπογραφής και δεύτερου δικαστικού λειτουργού στις περιπτώσεις αιτημάτων για άρση του τηλεφωνικού απορρήτου οποιουδήποτε πολίτη.

Σε κάθε περίπτωση, και παρά την τραγική αστοχία της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη, η αντιπολίτευση –αξιωματική και μη– θα πρέπει να σταθεί στο ύψος της θεσμικής διαλεύκανσης της υπόθεσης καθώς και να συνδράμει δημιουργικά στην προσπάθεια της ανασυγκρότησης της ΕΥΠ όχι μόνο με αντιπολιτευτικές κορόνες.