Σαράντα χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης φαίνεται να έχει φτάσει σε ένα όριο που κάνει αναγκαίες μείζονες θεσμικές και πρακτικές υπερβάσεις.

ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΓΙΑΝΝΙΤΣΗ

Ομότιμου Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, π.Υπουργού

Σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες, εξελίσσεται μια συρρίκνωση βασικών αξιών και αρχών, πολιτικών ηθών και της πολιτικής αποτελεσματικότητας, που επηρεάζουν και την Ε.Ε. ως οντότητα. Επίσης, στα χρόνια από την οικονομική κρίση του 2008/9 και μετά, διαπιστώνουμε διαιρέσεις όχι μόνο με την κλασική μορφή Βορρά-Νότου, αλλά και μεταξύ παλαιός και νέας Ευρώπης, δανειστών και οφειλετών, ευρωφοβικών και υπέρμαχων μιας ανοικτής κοινωνίας, πρώην ανατολικών χωρών και άλλων, λαϊκισμού, αυταρχισμού και δημοκρατίας, όπως και διαμάχες για πολιτικές δημοσιονομικής και νομισματικής σταθερότητας ή για επεκτατικές πολιτικές κ.α.

Η σημερινή ατζέντα της Ευρώπης κυριαρχείται κυρίως από οικονομικά, δημοσιονομικά και χρηματοοικονομικά ζητήματα. Όμως αυτά από μόνα τους δεν αρκούν για να οικοδομήσουν τη συνεκτική ουσία ενός πιο ελκυστικού αφηγήματος. Η μονομέρεια μιας τέτοιας ατζέντας απομακρύνει το μέσο Ευρωπαίο πολίτη, με αποτέλεσμα η αποστασιοποίηση από την ιδέες της Ευρώπης να αναδεικνύεται πολύ πιο σύνθετη στο χειρισμό της. Οι κεντρόφυγες δυνάμεις αντανακλώνται στην ανάδειξη όλο και περισσότερων πολιτικών σχηματισμών, το εκλογικό σώμα των οποίων, σε διάφορους (μειοψηφικούς) βαθμούς, υιοθετεί στόχους προς την κατεύθυνση της επανεθνικοποίησης της πολιτικής. Η πανδημία αν δεν επέτεινε, πάντως δεν περιόρισε τις τάσεις αυτές. Το θέμα, ότι πολλές από τις απογοητεύσεις που ωθούν ευρύτερα τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών προς μια τέτοια στάση έχουν την πηγή τους στην ίδια την αποτυχία κεντρικών εθνικών επιλογών, συμπεριφορών και πολιτικών, και όχι,
ή πάντως πολύ λιγότερο, στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, δεν φαίνεται να γίνεται αντιληπτό στο σκηνικό αυτό.

Ωστόσο, η οικονομική κρίση οδήγησε ήδη στη διαμόρφωση ενός πιο ανθεκτικού μακροοικονομικού και αναπτυξιακού πρότυπου πολιτικής σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Η διαδικασία αυτή είναι σε εξέλιξη και είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς την έκβασή της. Ένα νέο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, πιθανότατα, θα σημαίνει κάποιο μεγαλύτερο συντονισμό των εθνικών πολιτικών, παρεμβατικές δυνατότητες της Ευρωζώνης στους εθνικούς προϋπολογισμούς και σε εθνικές πολιτικές, αλλά και τη δημιουργία μηχανισμών αλληλεγγύης και μηχανισμών εποπτείας των εθνικών τραπεζικών συστημάτων και της φορολογικής πολιτικής.

Το κεντρικό πολιτικό ζητούμενο, ιδιαίτερα για τη χώρα μας, είναι, πώς, παρά τη δύσκολη πραγματικότητα τις διαφορές, τα χάσματα, τις διαιρέσεις και τις ερμηνείες τους, μπορεί η Ε.Ε. να οδηγηθεί ξανά σε μια πιο σταθερή βάση, να περιορίσει τη γένεση τόσο αντιθετικών τάσεων στο εσωτερικό της, να εξισορροπήσει εθνικές διαφορές, να διασφαλίσει τη Δημοκρατία και να περιορίσει τα χάσματα μεταξύ και στο εσωτερικό των χωρών μελών της.

Η Ελλάδα, στα σαράντα χρόνια ένταξής της στην Ε.Ε. ωφελήθηκε πολλαπλώς -οικονομικά και πολιτικά. 0 όγκος των κεφαλαιακών πόρων, με τη μορφή επιχορηγήσεων, επενδύσεων ή δανείων είναι εντυπωσιακός. Η επίδραση της ένταξης και οι ευρωπαϊκές πολιτικές αλληλεγγύης στο μετασχηματισμό του Κράτους και του Κράτους Δικαίου, των θεσμών, της οικονομίας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων, πάρα πολλών οικονομικών και κοινωνικών λειτουργιών, σε πολλά ζητήματα καθημερινότητας και ποιότητας ζωής, που ελάχιστοι γνωρίζουν, αλλά και στην εμπιστοσύνη του διεθνούς συστήματος στην Ελλάδα ως μέλους της Ε.Ε. ήταν και είναι ανεκτίμητη. Τα οφέλη από τη δυνατότητα της χώρας να εξάγει προνομιακά στην Ε.Ε. ή σε τρίτες χώρες ήταν επίσης πολύ σημαντικά. Η στήριξη που είχαμε για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης ήταν καθοριστική, όπως και η στήριξη που προβλέπεται από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Στη φάση αυτή, οι προκλήσεις για τη χώρα είναι διαφορετικές. Αφορούν το βαθύτερο μετασχηματισμό της αδύναμης ανταγωνιστικής της βάσης και των προβληματικών κρατικών λειτουργιών, τη γήρανση, την ανεργία, το ασφαλιστικό, την κλιματική αλλαγή, τη συγκράτηση των ανισοτήτων, τη φοροδιαφυγή και την παραοικονομία, την ισχυροποίηση ενός αδύναμου, συχνά αναξιόπιστου, θεσμικού πλαισίου, τα εξωτερικά θέματα όπως το είδος Διακυβέρνησης, που όλα τα παραδείγματα δείχνουν ότι αποτελεί κρίσιμη προϋπόθεση για την επιτυχία του τρίπτυχου «Κοινωνική Δημοκρατία-Οικονομική Ανάπτυξη-Σταθερή θέση στο διεθνές σύστημα». Στη φάση αυτή ανοίγει και για την Ελλάδα μια νέα περίοδος-μεταίχμιο, το αποτέλεσμα της οποίας θα
κριθεί από την ικανότητά μας να διαμορφώσουμε όρους αναπτυξιακής διαχείρισης των πλέον κρίσιμων αδυναμιών μας σε ένα ευρύτατο πεδίο σχέσεων και ζητημάτων, συνδυάζοντας μια μεγάλη ενδογενή προσπάθεια με την εξωγενή στήριξη. 0α κριθεί επίσης από την ικανότητά μας να αξιοποιήσουμε ευκαιρίες και να αντιμετωπίσουμε κινδύνους, εθνικούς ή κοινούς με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αν κάθε χώρα -και η Ελλάδα- αποφεύγει να κάνει ότι είναι αναγκαίο για να βελτιώσει τη θέση και τις επιδόσεις της, και έμμεσα, τη θέση της Ε.Ε. ως σύνολο, οι αδυναμίες θα εντείνονται και θα κάνουν όλο και δυσκολότερο το έργο αποτροπής των φυγόκεντρων τάσεων στην Ε.Ε., εξέλιξη που θα είναι σε βάρος της.

Η εύθραυστη θέση της χώρας μετά από δύο κρίσεις, κάνει τη σημασία μιας τέτοιας προσπάθειας και της συμμετοχής μας στην Ε.Ε. ακόμα πιο σημαντικούς στόχους από ό,τι παλαιότερα. Πέρα από τα προφανή οικονομικά οφέλη, γεω-στρατηγικές θεωρήσεις και τα πιο κεντρικά εθνικά συμφέροντα της χώρας εξαρτώνται άμεσα από τον τρόπο συμμετοχή της και τη θέση της στο ευρωπαϊκό σύστημα. Οι συγκρουσιακός εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, ακόμα και στη Νότια Μεσόγειο, εγκυμονούν εντάσεις, για τις οποίες η συμμετοχή μας στην Ε.Ε έχει ιδιαίτερη σημασία. Η μετατόπιση της αναπτυξιακής δυναμικής από τη Δύση στην Ανατολή αναπόφευκτα έχει επιπτώσεις σε κάθε χώρα της κάθε πλευράς. Η ανάγκη μιας ενισχυμένης παρουσίας της Ευρώπης στη διεθνή σκηνή είναι κρίσιμος παράγοντας της ευρωπαϊκής ευημερίας. Μπορεί κανείς να υποθέσει, ότι η Ε.Ε. βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση, από την οποία είτε θα προκύψουν νέες μορφές συνεργασίας και διακυβέρνησης, είτε οι φυγόκεντρες τάσεις θα ενισχυθούν. Για το λόγο αυτό, η περαιτέρω διασφάλιση μιας θετικής προοπτικής για την Ελλάδα είναι πολύ πιο πιθανό να προκόψει στο πλαίσιο των εξελικτικών διαδικασιών που συντελούνται στον ευρωπαϊκό χώρο, ακόμα και με τις διακυμάνσεις και ατελείς εξελίξεις που σημειώνονται, παρά σε μοναχική, ελεύθερη πορεία.
(Αρθρο του πρώην υπουργού Τάσου Γιαννίτση, στο 19o τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού της Βουλής «Επί του…Περιστυλίου!»)