Γράφει ο Χάρης Παυλίδης

 

Είναι λάθος –σκόπιμο ή όχι, δεν έχει τόση σημασία– να αποδίδεται η συρρίκνωση στα ποσοστά και στις έδρες του προέδρου Μακρόν στην κεντρώα πολιτική με την οποία κέρδισε την εμπιστοσύνη της μεσαίας τάξης, και όχι στα δικά του λάθη. Να αποδραματοποιήσουμε την κατάσταση: το κόμμα του Μακρόν εξακολουθεί να είναι πρώτο, άρα η συγκατοίκηση με την «Αριστερά της Αριστεράς» του Μελανσόν δεν θα γίνει. Πρέπει, όμως, να γίνει κάτι άλλο, κι αυτό είναι ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης με κεντροδεξιά κατεύθυνση και προσανατολισμό.

Ενα από τα λάθη του Μακρόν οφείλεται στο γεγονός ότι δεν αξιοποίησε στον βαθμό που θα έπρεπε στελέχη της μετριοπαθούς Δεξιάς. Εμφανώς το κόμμα του και συνακόλουθα η κυβέρνησή του απέπνεαν την εντύπωση στον μέσο Γάλλο ψηφοφόρο ότι συμπεριφέρονται με αλαζονεία και την αίσθηση μιας αφ’ υψηλού τεχνοκρατικής θεώρησης των προβλημάτων. Υπεύθυνος για αυτό είναι προφανώς ο ίδιος ο Μακρόν, ο οποίος δεν θέλησε να φτιάξει ένα κόμμα με σαφές ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα. Ισως ήταν αδύνατο, αλλά δεν προσπάθησε καν.

Ο δεύτερος λόγος οφείλεται πάλι σε δικό του λάθος: ενώ εξελέγη καθαρά με τις ψήφους των κεντροδεξιών ψηφοφόρων, την επομένη της νίκης στις προεδρικές εκλογές τούς γύρισε την πλάτη διορίζοντας μια κυβέρνηση με επικεφαλής προσωπικότητα από την Κεντροαριστερά, θεωρώντας ότι θα αποσπούσε αριστερές ψήφους από τον Μελανσόν. Αλλά η «στρατευμένη» Αριστερά, ως είθισται, δεν συγκινήθηκε από τον κόκκινο φρυγικό σκούφο που φόρεσε ο Μακρόν.

Και η μετριοπαθής Δεξιά, που τον στήριξε απέναντι στην Ακροδεξιά της Λεπέν, ένιωσε προδομένη και ψήφισε υπέρ των Ρεπουμπλικανών, θέλοντας να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα στον Μακρόν προκειμένου να διορθώσει τα λάθη του. Ενα μήνυμα ότι συνεχίζει να τον εμπιστεύεται, αλλά υπό όρους και (πολιτικές) προϋποθέσεις. Συνεπώς, ο Μακρόν, εάν θέλει να κυβερνήσει με απόλυτη πλειοψηφία (μπορεί να το κάνει και με σχετική, όπως συνέβη σε ορισμένες περιπτώσεις στο παρελθόν), θα πρέπει να συνεργαστεί με τη ρεπουμπλικανική Δεξιά, με επικεφαλής την πρώην υπουργό του Σαρκοζί, Ρασιντά Ντατί.

 

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Τo Μanifesto”