Ενα από τα πιο ανθεκτικά στερεότυπα στον χρόνο είναι τα αντικρουόμενα συναισθήματα: οι γιορτές χαράς, λόγου χάριν, όπως κατ’ εξοχήν θεωρούμε πως είναι τα Χριστούγεννα, σε κοντράστ με τους μοναχικούς ανθρώπους – τους άστεγους, τους καταθλιπτικούς, τους αποσυνάγωγους…

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα Χριστούγεννα εορτάζονται σχεδόν τις ίδιες ημέρες που εορτάζονταν τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια, που και αυτά με τη σειρά τους πήραν τη σκυτάλη από τα αρχαία ελληνικά Κρόνια (ο θεός Σατούρνους της ρωμαϊκής μυθολογίας ταυτιζόταν με τον δικό μας Κρόνο), παρά τη σεμνότυφη στροφή που επέβαλε η μονοθεϊστική θρησκεία, τα Χριστούγεννα διατήρησαν την αλέγρα διάθεση των Σατουρναλίων, έστω και αν τις κραιπάλες και τα όργια αντικατέστησαν οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα. Ούτε είναι πάλι συμπτωματικό ότι η πιο εμβληματική μορφή ματζίρη και μουρτζούφλη μισάνθρωπου στη λογοτεχνία τη νεωτερική εποχή παραμένει ο Σκρουτζ, ο κεντρικός ήρωας στη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Τσαρλς Ντίκενς.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (1907 – 1998) ήταν αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Παρότι στο νεοελληνικό συλλογικό υποσυνείδητο ενσαρκώνει όσο κανένας άλλος το αρχέτυπο του «μοναχικού» πολιτικού, εντύπωση που σίγουρα καλλιέργησε ο ίδιος – «στέγνωσα την ψυχή μου», δήλωσε κάποτε, «για να κυβερνήσω» – κι επέτεινε η ενδεκαετής (1963 -1974) αυτοεξορία του στο Παρίσι, στην αληθινή ζωή διέφερε σημαντικά από το πρότυπο του κοσμοκαλόγερου.

Μολονότι επίσης έχουμε την αίσθηση ότι, σε αντίθεση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ή τον Ανδρέα Παπανδρέου, δεν τα πήγαινε ιδιαίτερα καλά με το γράψιμο, άφησε πολλά γραπτά τεκμήρια – κυρίως υπό τη μορφή επιστολών ή μνημονίων – και φρόντισε επιμελώς, όσο βρισκόταν ακόμη εν ζωή, να συγκεντρωθούν και να αρχειοθετηθούν στο Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής» που δημιούργησε επί τούτου, καθότι είχε δεδηλωμένη «ψύχωση» με την υστεροφημία του.

Πολλά από εκείνα τα τεκμήρια και, αναμφίβολα, όλα όσα δεν «τσαλακώνουν» την εικόνα του, δημοσιεύτηκαν το 1997 σε δώδεκα σκληρόδετους τόμους, υπό τη γενική εποπτεία/σύνταξη του ακαδημαϊκού Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, κι επανακυκλοφόρησαν το 2005 σε πιο εύχρηστη χαρτόδετη έκδοση της «Καθημερινής». Αυτή η έκδοση μας δίνει την ευκαιρία να ρίξουμε μια ματιά (όσο θα μας επέτρεπε ο ίδιος, όχι παραπάνω) στον ιδιωτικό βίο του Καραμανλή, τον τόσο άρρηκτα συνυφασμένο με τον δημόσιο.

Τα Χριστούγεννα του 1967 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έχει κλείσει – ήδη από τον Μάρτιο του ίδιου έτους – τα εξήντα του. Με τα μέτρα εκείνης της εποχής θεωρείται πως έχει πατήσει κιόλας στην τρίτη ηλικία, αν και το γερό του σκαρί δεν πρόκειται να τον προδώσει προτού περάσουν άλλα τριάντα ένα χρόνια. Εχει συμπληρώσει, εξάλλου, τέσσερα χρόνια αυτοεξορίας στη Γαλλία και αντίστοιχη περίοδο αποχής από τα δρώμενα στην εθνική πολιτική σκηνή που του προκαλούν «αηδία». Αποχή; Οχι, ακριβώς. Σαν εκείνους τους καλόγερους που βαφτίζουν το κρέας ψάρι προ-κειμένου να το απολαμβάνουν τις ημέρες της νηστείας, ο Καραμανλής διαλαλεί προς πάσα κατεύθυνση και σε όλους τους δυνατούς τόνους ότι δεν σκοπεύει να επιστρέψει στην ελληνική πολιτική ζωή, παρά μονάχα εάν του το ζητήσει σύμπας ο πολιτικός κόσμος (αυτονόητα εξαιρεί τους κομμουνιστές, που βρίσκονται από το 1947 εκτός νόμου) – ιδίως, γονυπετείς και σε κοινή θέα, εκείνοι που σπίλωσαν το όνομά του κατά το παρελθόν.

Ηχεί αλλόκοτο να ζητάει ο Καραμανλής ήδη από τότε κάτι που θα συμβεί μονάχα επτά χρόνια αργότερα, αλλά – για τον συστηματικό μελετητή των επιστολών και των μνημονίων του – δεν είναι πιο αλλόκοτο από το γεγονός ότι, έναν μήνα νωρίτερα, βρισκόταν σε μια ανάσα απόσταση από το να το πετύχει, ενώ τώρα, τα Χριστούγεννα του 1967, φαντάζει ως ενδεχόμενο εξαιρετικά απίθανο και απόμακρο. Τι διάβολο έχει μεσολαβήσει; Το κίνημα του βασιλιά.

Η «αντεπανάσταση – οπερέτα» του βασιλιά Κωνσταντίνου εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών έχει εκδηλωθεί δύο εβδομάδες πριν, στις 13 Δεκεμβρίου, εν αγνοία του Καραμανλή, με τον οποίον εντούτοις ο βασιλιάς βρίσκεται σε μυστική αλλά διαρκή επικοινωνία. Γιατί του απέκρυψε τις προθέσεις του; Για δύο προφανείς λόγους – σύμφωνα πάντοτε με όσα ισχυρίζεται ο Καραμανλής: αφενός διότι ήθελε να προβληθεί ο ίδιος ο βασιλιάς αποκλειστικά ως «ήρωας» της αποκατάστασης της Δημοκρατίας, αφετέρου διότι οι συνταγματάρχες προγραμμάτιζαν μαζικές αποστρατεύσεις βασιλοφρόνων αξιωματικών πριν από τα Χριστούγεννα και τα χρονικά περιθώρια για το «αντι-κίνημα» στένευαν επικίνδυνα.

Κατά βάθος, όμως, ο Καραμανλής πιστεύει ότι ο βασιλιάς φοβήθηκε μήπως και, στην περίπτωση που ενημέρωνε τον μεγάλο αυτοεξόριστο πολιτικό, ο τελευταίος τον αποθάρρυνε. Είναι αλήθεια ότι ο Καραμανλής είχε συμβουλεύσει εγκαίρως τον βασιλιά να εξαντλήσει κάθε νόμιμη μορφή πίεσης, χρησιμοποιώντας ως μοχλούς τον βασιλόφρονα πρωθυπουργό Κόλλια και τον καραμανλικής επιρροής υπουργό Εξωτερικών Πιπινέλη, προκειμένου να πειθαναγκάσει τους συνταγματάρχες να επιστρέψουν στους στρατώνες τους, δίχως να καταφύγει στη βία παρά μόνον αφότου κάθε ειρηνική λύση ναυαγήσει.

Μετά την παταγώδη αποτυχία του «αντι-κινήματος», ο Καραμανλής κουράζεται να διαψεύδει διαρκώς δημόσια κάθε άμεση ή έμμεση εμπλοκή του σε αυτό. Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1967, με τους συνταγματάρχες απρόσμενα ισχυροποιημένους τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό και την επιστροφή στην «κοινοβουλευτική ομαλότητα» μετατεθειμένη σε ένα απροσδιόριστο μακρινό μέλλον, ο Καραμανλής πρέπει να ένιωθε πιο παροπλισμένος και απομονωμένος από ποτέ άλλοτε.

Τον Ιανουάριο του 1968, αμέσως μετά τις εορτές, για να πάνε τα φαρμάκια κάτω αλλά, πρωτίστως, για «να αποφύγω τας συνεχείς ενοχλήσεις» – όπως υπογραμμίζει σε μεταγενέστερο υπαγορευμένο σημείωμά του – αποδέχεται την πρόσκληση του φίλου του εφοπλιστή Νίκου Γουλανδρή και πραγματοποιεί ολιγοήμερη επίσκεψη στις Βερμούδες. Εκεί θα τύχει θερμής υποδοχής από την ολιγάριθμη αλλά ακμάζουσα ελληνική παροικία – «Καλύμνιοι κατά το πλείστον» – και «βλέποντάς τους διεπίστωνα την αλλαγήν που υφίστανται οι Ελληνες όταν βρίσκονται στην ξενητειά.

Απηλλαγμένοι από τη φτώχεια και το φθόνο, που δηλητηριάζουν τη ζωή στον τόπον μας, γίνονται ήρεμοι άνθρωποι και υποδειγματικοί πολίτες». Ενας «θαυμάσιος γέρος Κρητικός», μάλιστα, θα του αφηγηθεί και τις αναμνήσεις του από την επίσκεψη του Ελευθέριου Βενιζέ-λου το 1920, ύστερα από τη μοιραία εκλογική του συντριβή: «Εμοιαζε σαν άνθρωπος χαμένος που πήρε τις θάλασσες χωρίς σκοπό, μόνον και μόνον για να ξεφύγη από εκεί που ήταν […] Οταν του είπα ότι θα ήταν καλύτερα να ξαναγυρίση στην Ελλάδα πετάχθηκε επάνω και μου είπε “αδύνατον, γιατί εάν πάω εκεί θα με κρεμάσουν” – “Και γιατί να σε κρεμάσουν αφού εσύ μεγάλωσες την Πατρίδα μας;” – “Γι’ αυτό ακριβώς θα με σκοτώσουν”…». Ο Καραμανλής δεν θα μπορούσε να ταυτιστεί περισσότερο. «Με την απάντησίν του αυτή», σχολίασε μελαγχολικά στο ίδιο σημείωμα, «ο Βενιζέλος επιβεβαίωνε μία μακρά πολιτική παράδοσιν του τόπου μας».
(Από τη στήλη “Βουστροφηδόν” του Πέτρου Τατσόπουλου στα “Νέα”)