Ανεβαίνουν οι τόνοι στην Κουμουνδούρου με τους 53+ να υπερασπίζονται την πολιτική τους διαφορετικότητα και να επιτίθενται στους πασοκογενείς (και φίλους) χτυπώντας ακόμα και τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα.

Σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στο commonality.gr γίνεται αναφορά στον πρώην πρωθυπουργό με τους συντάκτες να ξεκαθαρίζουν πως δεν είναι «αρχηγός»: «Η χωρίς ενδοιασμούς χρήση της λέξης «Αρχηγός» αντί «Πρόεδρος»  προκύπτει από μία αντίληψη που αντιστοιχεί στην Ανδρεοπαπανδρεϊκή παράδοση για ένα αρχηγικό κόμμα και όχι στην παράδοση της Αριστεράς για ένα δημοκρατικά οργανωμένο κόμμα» γράφουν χαρακτηριστικά.

Σε άλλο σημείο ξεκαθαρίζουν πως τα όσα καταλογίζονται στον Ευκλείδη Τσακαλώτο ως υπουργό Οικονομικών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ επί της ουσίας βαραίνουν την κυβέρνηση στο σύνολό της καθώς «Δεν υπήρχε υιοθέτηση/εφαρμογή εισήγησης υπουργού δίχως τη σύμφωνη γνώμη του Μαξίμου. Ακόμη περισσότερο, δεν υπήρχε μείζονος σημασίας απόφαση δίχως τη συζήτηση σε επίπεδο Κυβερνητικών Συμβουλίων, (Εξωτερικών και Άμυνας, Οικονομικής Πολιτικής, Κοινωνικής Πολιτικής) και υποβολή της πρότασης στον πρωθυπουργό. Παρεμπιπτόντως, το κόμμα ενημερωνόταν πάντα εκ των υστέρων».

Επισημαίνουν δε πως «αν στο Υπουργικό Συμβούλιο ουδείς/μία καταλάβαιναν τι πρότεινε ο πρωθυπουργός επί της οικονομικής πολιτικής, είναι πρωτίστως πρόβλημα όσων συμμετείχαν. Ομοίως πρόβλημά τους είναι το εάν καταλάβαιναν και δεν σήκωναν το χέρι τους για κατάθεση αντιρρήσεων. Εξάλλου, οι περισσότεροι/ες εξ αυτών δεν είχαν πρόβλημα απευθείας επικοινωνίας με τον πρωθυπουργό ώστε ‘να τα πουν’ έστω κατ’ ιδίαν και υπογείως».

«Όσοι/ες αρμόδιοι σήμερα ξιφουλκούν κατά της “πολιτικής  του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης δεν γνωρίζουμε να έφεραν αντιρρήσεις όταν υλοποιώντας συμφωνίες του 3ου μνημονίου “φτιαχνόταν” το ταμειακό απόθεμα. Εάν το έκαναν, ξέρουμε με βεβαιότητα ότι ούτε ένας/μία εξ αυτών διανοήθηκε να το θέσει στα “όργανα του κόμματος”, του ξεχασμένου κόμματος που ορισμένοι εσχάτως θυμήθηκαν λόγω Συνεδρίου» συμπληρώνουν.

Ολόκληρο το άρθρο

Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται το φαινόμενο  με διάφορες αναρτήσεις να στοχοποιείται ο πρώην Υπουργός Οικονομικών, χρεώνοντάς του το σύνολο της οικονομικής πολιτικής που ακολούθησε η Κυβέρνηση μας και σε μεγάλο βαθμό την ήττα εξαιτίας αυτής της πολιτικής. Με το παρόν κείμενο επιχειρούμε να απαντήσουμε στις αιτιάσεις αυτές, όχι για να υπερασπιστούμε τον υπουργό ή την επίσημη οικονομική πολιτική που άσκησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – αυτά θα συζητηθούν αναλυτικά με τον Απολογισμό ενόψει του Συνεδρίου – αλλά για να  διαφυλάξουμε ορισμένες ιδέες και αξίες της αριστεράς οι οποίες ηθελημένα ή αθέλητα έτσι πλήττονται.

Σαν βάση της σημερινής απάντησης παίρνουμε τα επιχειρήματα που διατύπωσε  πρόσφατα  ο σ. Παύλος Πολάκης ασκώντας κριτική σε συνέντευξη που είχε δώσει ο σ. Τσακαλώτος στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ. Όχι επειδή θέλουμε να προσωποποιήσουμε την απάντησή μας στον  σ. Π. Πολάκη, αλλά γιατί θεωρήσαμε πως στη δική του κριτική συνοψίζονται καλύτερα και πιο ολοκληρωμένα όλες οι άλλες.

Πρώτα απ’ όλα είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι καμία από τις «κατηγορίες» δεν απαντά στην ουσία των απόψεων που εκφράστηκαν στη συνέντευξη, όπως :

  • για την εσωκομματική δημοκρατία, τη μη παράκαμψη δημοκρατικών διαδικασιών και τη μη εκχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων των μελών σε (οποιαδήποτε) φωτισμένη ηγετική ομάδα
  • για την αλλαγή ατζέντας στα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας
  • για την ακατανόητη επιχείρηση μετατόπισης προς την κεντροαριστερά
  • για την αλλαγή μοντέλου στην οικονομία (π.χ. το πακέτο Πισσαρίδη δεν αντιμετωπίζει αλλά αυξάνει την ανισότητα)
  • για τον ‘’Μητσοτακισμό’’

Επιπλέον, οι αιτιάσεις εστιάζουν:

– Στο να φύγει ο Στουρνάρας, αξίωση όμως η οποία δεν εξαρτάται από την κυβέρνηση, τουλάχιστον όσο είμαστε στο ενιαίο ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα.

– Στο να περάσει μία τράπεζα στο δημόσιο, όταν ήδη το δημόσιο έχει το 93% των μετοχών της υπό εκκαθάριση  Αγροτικής τράπεζας, το 35% του υπό εκκαθάριση Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και προνομιούχες μετοχές αξίας 158 εκατ. ευρώ της Πανελλήνιας τράπεζας, της Protonbank και της FBB, ενώ με πρωτοβουλία ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε η Αναπτυξιακή Τράπεζα του δημοσίου και ολοκληρώθηκε επί ΝΔ. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα δεν είναι τόσο να αυξηθεί η συμμετοχή του Δημοσίου στο τραπεζικό σύστημα, όσο η ουσιαστική διαχείριση από το κράτος των διαθέσιμων χρηματοδοτικών πόρων και ο προσανατολισμός τους σε παραγωγικές επενδύσεις. Και στην κρίση του 2008 έγιναν σειρά από κρατικοποιήσεις τραπεζών στην ΕΕ και τις ΗΠΑ αλλά για να τις σώσουν από την χρεοκοπία και οι περισσότερες εξ αυτών επέστρεψαν στον ιδιωτικό τομέα μόλις εξυγιάνθηκαν με τα χρήματα των φορολογουμένων. Σε κάθε περίπτωση, πριν περάσει μία τράπεζα στο Δημόσιο πρέπει το Δημόσιο να τεθεί υπό τον δημοκρατικό έλεγχο της κοινωνίας και όχι των πολιτικών εκπροσώπων και του κράτους των τραπεζιτών.

– Προτείνεται, επιπλέον, να αντιστραφεί το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων των αεροδρομίων, το οποίο ολοκληρώθηκε ως προαπαιτούμενο των μνημονίων και δεν ήταν κυβερνητική επιλογή. Ενδιαφέρουσα άποψη, να συμφωνήσουμε με ποιο τρόπο μπορεί να γίνει και όχι μόνο για τα αεροδρόμια.

– Προτείνεται ακόμη να εφαρμοστεί ένα παραγωγικό σχέδιο, το οποίο το εστιάζει στην αναδιανομή του εισοδήματος. Η αναδιανομή, όμως, εισοδήματος και πλούτου ήταν πάντα στο πρόγραμμά μας, αυτό που λείπει είναι η απαιτούμενη σοσιαλιστική αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων που θα τη στηρίξει ώστε να είναι βιώσιμη.

– Προβάλλεται η ανάγκη μεταφοράς όλων των λειτουργιών της κεντρικής διοίκησης στην τοπική αυτοδιοίκηση λόγω διεφθαρμένου κράτους και προκειμένου « να ελεγχθούν οι αρμοί της εξουσίας» . Προφανώς εδώ παραγνωρίζεται μία αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, ότι δηλαδή η μεγαλύτερη διαφθορά εντοπίζεται στην τοπική αυτοδιοίκηση εξαιτίας του χαμηλότερου βαθμού οργάνωσης, διοίκησης και διαφάνειας. Αν δεν καταπολεμηθεί η διαφθορά σε όλα τα επίπεδα, τότε η μεταβίβαση εξουσιών στην Περιφέρεια θα επιδεινώσει πολλαπλάσια το πρόβλημα αντί να το λύσει. Οι αρμοί της εξουσίας έτσι δεν σπάνε, δυναμώνουν. Αν όντως επιθυμούμε σπάσιμο των αρμών αυτών, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε  σοβαρά το ζήτημα του πραγματικού δημοκρατικού ελέγχου τους εκ μέρους των εργαζομένων και ευρύτερα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να ξαναδούμε κριτικά τη μεταρρύθμιση του Δημόσιου Τομέα υπό τον μανδύα της «αποπολιτικοποίησης» (νόμος Βερναρδάκη), που ενδυνάμωσε αυτούς ακριβώς τους αρμούς αντί να τους αδυνατίσει.

– Αξιώνεται η επιτάχυνση της δικαιοσύνης και των αποφάσεων της, ένα από προαπαιτούμενα όλων των μνημονίων που ουδέποτε προχώρησε.  Αντί ευχών, καλύτερα να είχαμε συγκεκριμένες προτάσεις για το τι προτείνουμε και πως θα γίνει (π.χ. περίπλοκη νομολογία, έλλειψη προσωπικού κ.λ.π), αφού επί 4,5 έτη διακυβέρνησής μας δεν το πετύχαμε.

– Διατυπώνεται ο ισχυρισμός πως δεν πρέπει «να διαφημίζουμε το ηθικό πλεονέκτημα» γιατί «το ’χουμε έτσι κι αλλιώς και το αποδείξαμε!». Έτσι όμως:

(α) Διαστρέφεται αυτό που πραγματικά έχει ειπωθεί, ότι δηλαδή «το ηθικό μας πλεονέκτημα είναι κάτι που πρέπει να αποδεικνύουμε κάθε μέρα». Όλοι καταλαβαίνουμε τι εννοείται και τι υπονοείται. Δεν νοείται, συνεπώς, δημοκρατικός διάλογος κάνοντας καρικατούρα των θέσεων του άλλου, πολύ περισσότερο όταν ο άλλος είναι σύντροφος.
(β) Παρομοίως, ο ισχυρισμός ότι το ηθικό πλεονέκτημα είναι κεκτημένο κρύβει υποκρισία. Εκτός κι αν θέλουμε να ξεχαστεί η υπόθεση που πρόσφατα συντάραξε το κόμμα…

– Αναφέρεται ως « αρχηγός» ο σ.Αλέξης Τσίπρας. Εδώ υπάρχουν δύο ζητήματα:

(α) Υπονοείται ότι κάποιος άλλος θέλει να γίνει «αρχηγός» στη θέση του Αλέξη Τσίπρα, αντίληψη που αντιστοιχεί στα στερεότυπα μιας  παλαιοκομματικής πολιτικής σκέψης. Και, αν αυτός δεν υπάρχει, πρέπει να τον επινοήσουμε…
(β) Η χωρίς ενδοιασμούς χρήση της λέξης «Αρχηγός» αντί «Πρόεδρος»  προκύπτει από μία αντίληψη που αντιστοιχεί στην Ανδρεοπαπανδρεϊκή παράδοση για ένα αρχηγικό κόμμα και όχι στην παράδοση της Αριστεράς για ένα δημοκρατικά οργανωμένο κόμμα.

Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να γνωρίζουμε πως για πολλά από όσα καταγγέλλονται η ευθύνη βαραίνει όλο το κυβερνητικό επιτελείο αφού:

  1. Δεν υπήρχε υιοθέτηση/εφαρμογή εισήγησης υπουργού δίχως τη σύμφωνη γνώμη του Μαξίμου. Ακόμη περισσότερο, δεν υπήρχε μείζονος σημασίας απόφαση δίχως τη συζήτηση σε επίπεδο Κυβερνητικών Συμβουλίων, (Εξωτερικών και Άμυνας, Οικονομικής Πολιτικής, Κοινωνικής Πολιτικής) και υποβολή της πρότασης στον πρωθυπουργό. Παρεμπιπτόντως, το κόμμα ενημερωνόταν πάντα εκ των υστέρων.
  2. Αν στο Υπουργικό Συμβούλιο ουδείς/μία καταλάβαιναν τι πρότεινε ο πρωθυπουργός επί της οικονομικής πολιτικής, είναι πρωτίστως πρόβλημα όσων συμμετείχαν. Ομοίως πρόβλημά τους είναι το εάν καταλάβαιναν και δεν σήκωναν το χέρι τους για κατάθεση αντιρρήσεων. Εξάλλου, οι περισσότεροι/ες εξ αυτών δεν είχαν πρόβλημα απευθείας επικοινωνίας με τον πρωθυπουργό ώστε ‘να τα πουν’ έστω κατ’ ιδίαν και «υπογείως».
  3. Όσοι/ες αρμόδιοι σήμερα ξιφουλκούν κατά της “πολιτικής  του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης δεν γνωρίζουμε να έφεραν αντιρρήσεις όταν υλοποιώντας συμφωνίες του 3ου μνημονίου “φτιαχνόταν” το ταμειακό απόθεμα. Εάν το έκαναν, ξέρουμε με βεβαιότητα ότι ούτε ένας/μία εξ αυτών διανοήθηκε να το θέσει στα “όργανα του κόμματος”, του ξεχασμένου κόμματος που ορισμένοι εσχάτως θυμήθηκαν λόγω Συνεδρίου.
  4. Τέλος, η κατηγορία ότι ο τέως υπουργός Οικονομικών ευθύνεται για το ότι χάθηκε η μεσαία τάξη επειδή δεν φρόντισε να της διανείμει 7 από τα 37 δις του ταμειακού αποθέματος τον Αύγουστο του 2018 είναι ανεύθυνη και δείχνει επιπλέον άγνοια τόσο της πραγματικής δημοσιονομικής κατάστασης όσο και του τρόπου λειτουργίας μιας υπερχρεωμένης καπιταλιστικής οικονομίας όπως η ελληνική.

Είναι ανεύθυνη επειδή γίνεται εκ των υστέρων, δηλαδή εκ του ασφαλούς και μας εκθέτει στη λογική καταγγελία ότι επιδιώκουμε να κερδίζουμε ψήφους μοιράζοντας χρήματα, αντίληψη η οποία αποδείχθηκε εσφαλμένη.

Δείχνει άγνοια της πραγματικής δημοσιονομικής κατάστασης γιατί το διαθέσιμο ταμειακό απόθεμα δεν ήταν 37 δις αλλά πολύ λιγότερο μιας και τα 15,7 δις ήταν μπλοκαρισμένα ως δάνειο από τον ESM και αφιερωμένα στην αποπληρωμή του χρέους, ενώ από τα υπόλοιπα 21,3 δις ένα σημαντικό μέρος (6,4 δις) είναι συγκεντρωμένο σε ένα λογαριασμό για τις ανάγκες ρευστότητας των ΔΕΚΟ, το δε εναπομένον που θεωρητικά ήταν διαθέσιμο προοριζόταν για καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης όπως αυτή που πράγματι προέκυψε με την κρίση πανδημίας και ζητήσαμε ως ΣΥΡΙΖΑ να αξιοποιηθεί με τα ΜΕΝΟΥΜΕ ΟΡΘΙΟΙ Ι και ΙΙ. Δηλαδή, αν τα είχαμε δώσει τότε δεν θα μπορούσαμε να έχουμε τα προγράμματα διάσωσης που πρόσφατα προτείναμε.

Το κυριότερο, όμως, είναι πως χάρις στα υπερπλεονάσματα – από τα οποία προέκυψε το ταμειακό απόθεμα – δημιουργήθηκε δημοσιονομικός χώρος για άσκηση κοινωνικής πολιτικής από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Υπήρχε, δε, σαφής μνημονιακός όρος πως ένα τμήμα τους θα πήγαινε για την κάλυψη χρηματοδοτικών αναγκών του χρέους και ένα άλλο για πολιτική αναδιανομής κατόπιν έγκρισης από τους θεσμούς. Το τελευταίο, μάλιστα, δεν τηρήθηκε επακριβώς από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ γιατί έκανε αναδιανομή αμέσως από την αρχή κάθε έτους χωρίς να περιμένει τον Απρίλιο όπως όριζαν οι θεσμοί επειδή τότε θα είχαν και τα οριστικά δημοσιονομικά αποτελέσματα για το πλεόνασμα. Από τα υπερπλεονάσματα, λοιπόν, δόθηκαν ως κοινωνικό μέρισμα 727 εκατ. ευρώ το 2017, 782 εκατ. το 2018, ενώ ως 13η σύνταξη δόθηκαν 800 εκατ. το 2019.

Τέλος, ας μη ξεχνάμε πως τον Αύγουστο 2018 μόλις είχαμε βγει από το Μνημόνιο και ο αμέσως επόμενος στόχος για τη σταθεροποίηση και ανάκαμψη της οικονομίας ήταν να πείσουμε τις αγορές πως μπορούμε να πορευθούμε με όρους αξιοπιστίας (δηλαδή χωρίς επιστροφή σε άμεσες παροχές μικροπολιτικής έμπνευσης) προκειμένου να μειώσουμε το επιτόκιο δανεισμού και να βγούμε στις αγορές ενισχύοντας το ταμειακό απόθεμα που τότε ήταν λιγότερο από 37 δις. Αυτό έγινε και αποτυπώθηκε στο επιτόκιο του 10ετούς κρατικού ομολόγου που από 4% περίπου τον Αύγουστο 2018 έπεσε στο 2% ένα χρόνο αργότερα.

Αυτός είναι και ο λόγος που η μεν ελληνική οικονομία κρατήθηκε σε συγκριτικά καλύτερα επίπεδα ανάκαμψης τους αμέσως επόμενους μήνες και με το διεθνές κύρος και την εμπιστοσύνη απέναντί της στην πιο υψηλή στάθμη από το 2008. Κι όλα αυτά έγιναν επειδή θέσαμε το κοινωνικό συμφέρον πάνω από το στενά κομματικό.

Είναι λάθος να πιστεύουμε πως τη μεσαία τάξη τη χάσαμε στο παρά πέντε των εκλογών επειδή δεν μοιράσαμε περισσότερα χρήματα. Ο κόσμος δεν τρώει κουτόχορτο και θα το εκλάμβανε ως εξαγορά ψήφου γυρίζοντάς μας την πλάτη – όπως κι έγινε εν μέρει – θεωρώντας το προσβλητικό. Τη μεσαία τάξη τη χάσαμε στη διάρκεια μιας τετραετίας που εφαρμόσαμε Μνημόνιο και δεν αναπληρώσαμε όλη τη ζημιά των προηγούμενων μνημονίων όπως είχαμε πείσει ότι θα κάνουμε. Η εκλογική ζημιά δεν έγινε τόσο από αυτούς που ψήφισαν τη ΝΔ όσο από αυτούς που δεν ψήφισαν καθόλου ή πήγαν σε άλλα μικρότερα κόμματα.

Πρέπει, επιτέλους, να γίνει αντιληπτό πως όλοι μας θέλουμε να νικήσουμε στη μάχη των εκλογών. Αλλά ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα με βάση τις αρχές και τις αξίες της Αριστεράς. Γι’ αυτό και συνεχίζουμε παράλληλα να υπερασπιζόμαστε στο κόμμα την τήρηση των δημοκρατικών διαδικασιών και των πολιτικών δικαιωμάτων των μελών. Την εφαρμογή του Καταστατικού με δυο λόγια.