Στο άρθρο 4 παράγραφος 5 του Συντάγματος αναφέρεται ότι «οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Σύμφωνα όμως με επίσημα στοιχεία κοντά στο 20% των νοικοκυριών καλύπτει περίπου το 80% του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων.

του Νίκου Σίμου
Είναι προφανές ότι εδώ υπάρχει μία σαφής παραβίαση συνταγματικής επιταγής. Παραβίαση που πάντοτε υπήρχε, δηλαδή και επί άλλων κυβερνήσεων, μόνο που με τη σημερινή, η παρανομία διογκώθηκε, χώρια που υποτίθεται ότι η Αριστερά θέλει να μονοπωλεί την κοινωνική δικαιοσύνη. ΄Οντως, αλλά μόνο στα λόγια.
Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι δεν μπορεί η κυβέρνηση να καταπολεμήσει την φοροδιαφυγή. Η οποία καταπολεμάται μόνο σε περιόδους οικονομικής ομαλότητας, και όχι σε περιόδους ύφεσης ή φοροεπιδρομών, όπως πολύ σωστά έχει αναλύσει στο βιβλίο της περί ελληνικής Παραοικονομίας, η καθηγήτρια Νεγρεπόντη Δελιβάνη.
Ασφαλώς και οι ίδιες οι οικονομικές αρχές θα εξεπλάγησαν με την τόσο μεγάλη εκδρομική δραστηριότητα των Ελλήνων τις μέρες του Πάσχα, σε περίοδο δηλαδή μεγάλης ύφεσης. Όμως η δικαιολογία γι’ αυτή την αντίφαση βρίσκεται στα εγχειρίδια Οικονομίας που περιγράφουν τι γίνεται σε τέτοιες περιπτωσεις και γιατί. Με άλλα λόγια σήμερα αυτό που κινεί την αγορά, την κατανάλωση και κατ΄επέκταση βοηθά να επιβιώνει η Οικονομία δεν είναι τίποτε άλλο από την Παραοικονομία, την φοροδιαφυγή. Στην οποία εξωθεί το ίδιο το κράτος.
«…Η παραοικονομία περιορίζει τις δυσμενείς συνέπειες που θα είχε, χωρίς αυτήν, η εφαρμοζόμενη πολιτική λιτότητας, διατηρώντας έτσι την ενεργό ζήτηση, το επίπεδο της απασχόλησης και την εν γένει οικονομική δραστηριότητα, σε σχετικά υψηλά επίπεδα, έγραφε ήδη από το 1990 η Δελιβάνη. Η παραοικονομία λοιπόν λειτουργεί ως δικλίδα ασφαλείας, εναντίον της άτυχης πολιτικής λιτότητας, περιορίζοντας τα αντιαναπτυξιακά της αποτελέσματα»…
Ας πάρουμε κι ένα παράδειγμα περί ισότητας που δεν εξασφαλίζει το κράτος. Έστω ότι έχουμε έναν εύρωστο επιχειρηματία που φοροδιαφεύγει και έναν ελεύθερο επαγγελματία με περιορισμένη πελατεία ή έναν εμποράκο. Και οι τρεις αυτές κατηγορίες, έστω ότι κρύβουν έσοδα από το κράτος, κάτι που συνιστά φοροδιαφυγή. ‘Εχουμε όμως τον πλούσιο επιχειρηματία, που μπορεί και πληρώνει από την τσέπη του, ό,τ ι υπηρεσίες δεν του προσφέρει το κράτος. Στέλνει τα παιδιά του σε ιδιωτικά σχολεία, πάει στα καλύτερα νοσοκομεία έτσι και υπάρξει τέτοια ανάγκη κλπ.
Ο ελεύθερος επαγγελματίας, ηλεκτρολόγος ή υδραυλικός ή δεν ξέρω τι άλλο και ο εμποράκος που αγωνιούν πρώτα για το νοίκι τους, είναι υποχρεωμένοι να αποδεχθούν για τα παιδιά τους μια κακή δημόσια εκπαίδευση, πολλές φορές με χαμένες ώρες μαθημάτων, ενώ είναι υποχρεωμένοι και να πληρώνουν για φάρμακα, για νοσοκομεία, από το πενιχρό εισόδημά του κ.ο.κ. Ειδικώς τώρα. Η δεύτερη αυτή κατηγορία βρίσκει ηθικό άλλοθι πίσω από τη μή ανταποδοτικότητα των φόρων που πληρώνει, αλλά και από το γεγονός ότι ενώ το Σύνταγμα λέει ότι ο καθένας συνεισφέρει αναλόγως προς τις δυνάμεις του, αυτό δεν συμβαίνει!!
Άλλωστε, ενώ επί διακυβέρνησης Σαμαρά το πλεόνασμα είχε διαμορφωθεί κατά 70% και πλέον από μείωση δαπανών και κατά το υπόλοιπο από αύξηση φόρων, σήμερα με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ η αναλογία αυτή έχει πλήρως αντιστραφεί, με τη μείωση των δαπανών να είναι μόνο στο 17%.
Έτσι το ένστικτο επιβίωσης των πολιτών και η κοινωνική αναλγησία της κυβέρνησης έχει οδηγήσει τον κόσμο να προσπαθεί να βρει τρόπους να του μένει εισόδημα. Με αυτό εξυπηρετεί τις ανάγκες του που το κράτος αρνείται να τις ικανοποιήσει και συγχρόνως έχει την ελάχιστη άνεση να καταναλώσει και να διασώσει και άλλους μεταβιβάζοντάς τους δια της κατανάλωσης αυτής έσοδο. Απλά πράγματα.