Συνεχίζεται το ράλι των ελληνικών ομολόγων, με την απόδοση των 10ετών τίτλων να υποχωρεί σήμερα Τρίτη (16/6) κατά επτά μονάδες βάσης στο 1,13% από 1,20% χθες Δευτέρα (15/6).

Δημοσίευμα του investing.com, αναφέρει ότι η στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) δημιουργεί μία ανοδική αγορά για τα ομόλογα της Ελλάδας και άλλων χωρών της περιφέρειας της Ευρωζώνης.

Όπως σημειώνει, η αγορά ελληνικών ομολόγων, ύψους 4,69 δισ. ευρώ, από την ΕΚΤ στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματός της (Pandemic Emergency Purchase Programme, PEPP) βοήθησε στη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ:

Το δημοσίευμα τονίζει ότι η έκδοση 10ετών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου την περασμένη εβδομάδα υπερκαλύφθηκε κατά περισσότερο από πέντε φορές, «επιτρέποντας στον άλλοτε ασθενή της Ευρώπης να αντλήσει 3 δισ. ευρώ με μία απόδοση 1,55% με τη δεύτερη έκδοσή της από την έναρξη της πανδημίας». Οι αποδόσεις των 10ετών ελληνικών ομολόγων, αναφέρει, υποχώρησαν κάτω από το 1% τον Φεβρουάριο, αλλά στη συνέχεια αυξήθηκαν περίπου στο 4% μετά τη δήλωση της προέδρου της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, ότι δεν είναι δουλειά της κεντρικής τράπεζας να κρατά σε ορισμένα όρια τα spreads (τις διαφορές των αποδόσεων) των ομολόγων της Ευρωζώνης. Η Λαγκάρντ διόρθωσε γρήγορα τη δήλωσή της και η ΕΚΤ χρησιμοποιεί τώρα μία εντυπωσιακή δύναμη πυρός για να σταθεροποιήσει τα spreads, προσθέτει.

Σύμφωνα με άλλο δημοσίευμα του Reuters, οι αποδόσεις των ομολόγων χωρών του πυρήνα της Ευρωζώνης αυξήθηκαν σήμερα (16/6), καθώς η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) ανακοίνωσε ότι θα αρχίσει από σήμερα τις αγορές εταιρικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, μία κίνηση που μειώνει τη ζήτηση για το θεωρούμενο ασφαλές κρατικό χρέος.

Η ανακοίνωση αυτή έδωσε ώθηση στις μετοχές παγκοσμίως, οι οποίες είχαν υποχωρήσει από τα τέλη της περασμένης εβδομάδας εν μέσω ανησυχιών για την αμερικανική οικονομία και την επιβεβαίωση μίας νέας ομάδας κρουσμάτων κορωνοϊού στο Πεκίνο. Οι αποδόσεις των γερμανικών, γαλλικών και ολλανδικών ομολόγων αυξήθηκαν, ενώ η απόδοση του ιταλικού 10ετούς τίτλους υποχωρούσε κατά μία μονάδα βάσης, στο 1,397%.