O Ευρωπαίος Επίτροπος Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας κ. Δημήτρης Αβραμόπουλος απηύθυνε την Πέμπτη ομιλία στην 11η σύνοδο των Τούρκων Πρέσβεων στην Άγκυρα. Ο κ. Αβραμόπουλος στο περιθώριο της συνόδου συναντήθηκε με τον Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας κ. Mevlüt Çavuşoğlu. Κύριο θέμα της συνάντησης ήταν η συνεργασία ΕΕ-Τουρκίας στο στο μεταναστευτικό και την ασφάλεια.

Ο Ευρωπαίος Επίτροπος στην ομιλία του, μεταξύ άλλων, ανέφερε τα εξής:

“Σήμερα, αισθάνομαι πως βρίσκομαι ανάμεσα σε φίλους. Όπως γνωρίζετε, έχω υπάρξει συνάδελφός σας, αφού υπηρέτησα για πολλά χρόνια την Ελληνική Διπλωματία, αλλά και, ως Έλληνας πολιτικός, διαχειρίστηκα θέματα υψηλής ευαισθησίας που σχετίζονταν με τις διεθνείς σχέσεις και τη διπλωματία.

Μοιράζομαι λοιπόν μαζί σας αυτό τον ιδιαίτερο κώδικα διπλωματικής επικοινωνίας που μας επιτρέπει να έχουμε μια συνεχή διαδραστική σχέση, η οποία για να είναι χρήσιμη και ουσιαστική, πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα ειλικρινής και έντιμη. Κάποιοι μπορούν να υποστηρίξουν ότι στην διπλωματία δεν υπάρχει χώρος για ειλικρίνεια και εντιμότητα. Από την εμπειρία μου όμως μπορώ να σας πω ότι η διπλωματία είναι αποτελεσματική μόνον εάν είναι ειλικρινής. Γι΄αυτό και σήμερα θα είμαι ειλικρινής μαζί σας.

Βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή σε μία χώρα που αποτελεί ένα γεωπολιτικό, ιστορικό και πολιτισμικό σταυροδρόμι ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, το Νότο και το Βορρά. Η σύγχρονη Τουρκία δεν είναι μόνο μία χερσαία και θαλάσσια γέφυρα ανάμεσα στη νοτιοανατολική Ευρώπη και τη νοτιοδυτική Ασία. Είναι μία πολιτική, οικονομική και πολιτισμική δίοδος μεταξύ δύο ηπείρων: μία ιστορική λεωφόρος γύρω από την οποία άνθισαν αυτοκρατορίες και πολιτισμοί, δόθηκαν μεγάλες μάχες και ευδοκίμησε η διεθνής διπλωματία.

Τη σύγχρονη εποχή που οι κοινωνίες και οικονομίες μας είναι όλο και περισσότερο διασυνδεδεμένες, οι πολίτες γνωρίζουν τι συμβαίνει στον κόσμο σαν να συνέβαινε στην ίδια τους τη γειτονιά.

Οι παγκόσμιες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε είναι κοινές. Σε αυτό το πλαίσιο, πιστεύω ότι η συνεργασία είναι μονόδρομος αν επιδίωξή μας αποτελεί η βελτίωση του κόσμου μας. Στη διπλωματία, δεν είναι δυνατόν να καταφέρει κανείς κάτι, αν φοβάται τις δυσκολίες. Όλες οι διπλωματικές δομές ανά τον κόσμο είναι αποτελεσματικές στο να παρουσιάζουν τα προβλήματα αλλά σπανίως στο να προτείνουν ριζοσπαστικές λύσεις. Τελευταία, αυτή η συμπεριφορά έχει αρχίσει να αλλάζει.

Έχοντας πάντα γνώση και σεβασμό στην ιστορία μας, δεν πρέπει να φοβόμαστε να την ξεπεράσουμε. Μόνο κοιτάζοντας το μέλλον και έχοντας μάθει από την ιστορία, μπορούμε να προχωρήσουμε και να αποφύγουμε τα ίδια λάθη.

Σκέπτομαι όλες τις κοινές, παγκόσμιες προκλήσεις που έχουμε απέναντι μας και που αψηφούν θάλασσες και ηπείρους και ξεπερνούν τα σύνορα, όπως η κλιματική αλλαγή, η ανθρώπινη κινητικότητα, οι ψηφιακές και υβριδικές απειλές ή η τρομοκρατία. Η σημασία της διπλωματίας και των πολυμερών διαπραγματεύσεων δεν ήταν ποτέ πιο σημαντική.

Σε αυτούς τους ασταθείς καιρούς, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει ένα μοναδικό εγχείρημα ειρήνης στην παγκόσμια ιστορία, που έχει οικοδομηθεί στα θεμέλια των πολυμερών σχέσεων και είναι βασισμένο στη συνεργασία με στόχο να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και να μεγιστοποιήσει τις ευκαιρίες για όλους.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία, ως υποψήφια προς ένταξη χώρα, αποτελεί ένα ουσιαστικό και στρατηγικό εταίρο για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόκειται για ένα δεσμό που γίνεται αναπόφευκτος λόγω της γεωγραφίας. Ένα δεσμό, που έχει σταθεροποιηθεί μέσω της ιστορίας. ‘Ένα δεσμό που έχει ενδυναμωθεί από τα αμοιβαία συμφέροντά μας. Γι’ αυτό το λόγο η Τουρκία θα πρέπει να έχει πάντα το βλέμμα της στραμμένο στην Ευρώπη.

Τα τελευταία πέντε χρόνια ως Ευρωπαίος Επίτροπος βίωσα από πρώτο χέρι τη σημασία της πολιτικής και διπλωματικής συνεργασίας μεταξύ ΕΕ-Τουρκίας και έχω δει τις δυσκολίες που απορρέουν από παρανοήσεις και προκαταλήψεις και μερικές φορές από σκληρωτικές αντιλήψεις. Για να είμαι ειλικρινής μαζί σας, αυτό συμβαίνει και από τις δύο πλευρές.

Παρόλα αυτά, μία ιστορική ευκαιρία μας παρουσιάζεται, για να δοκιμάσει τη θέλησή μας να εγκαθιδρύσουμε μία αληθινή συνεργασία, πέρα και πάνω από όλα τα εμπόδια. Αρχικά, η διαχείριση των μεταναστευτικών ροών από τη Συρία, το Αφγανιστάν και αλλού κάλεσε για κοινά μέτρα τα οποία έφεραν αποτελέσματα στην Τουρκία και την Ευρώπη.

Η Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας είναι μία απόδειξη ότι όταν οι δύο πλευρές επιθυμούν να συνεργαστούν, μπορούν να πετύχουν απτά αποτελέσματα. Μαζί, έχουμε πετύχει πολλά στους πιο σημαντικούς τομείς όπως η καταπολέμηση των εγκληματικών δικτύων διακινητών και η διάσωση ανθρώπινων ζωών.

Θα ήθελα να επαινέσω την Τουρκία η οποία φιλοξενεί περισσότερους από 3,6 εκατομμύρια πρόσφυγες, εκπληρώνοντας το ανθρωπιστικό της καθήκον. Γνωρίζω ότι αυτό αποτελεί τεράστια πρόκληση για τη χώρα σας. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η ΕΕ βρίσκεται και θα συνεχίσει να βρίσκεται δίπλα στην Τουρκία για τη διαχείριση της πρόκλησης αυτής.

Το χρηματοδοτικό εργαλείο Διευκόλυνσης για τους Πρόσφυγες στην Τουρκία έχει στηρίξει 1,6 εκατομμύρια ανθρώπους για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, τη σχολική εκπαίδευση για 500.000 παιδιά και τη στήριξη των οικογενειών τους μέσω του προγράμματος χρηματοδοτικής στήριξης για την εκπαίδευση και την κατασκευή 176 σχολείων. Το εργαλείο αυτό θα συνεχίσει να υποστηρίζει δράσεις για τους πρόσφυγες στην Τουρκία τα επόμενα χρόνια.

Για να ανακουφιστούν οι χώρες που φιλοξενούν μεγάλο αριθμό προσφύγων όπως η Τουρκία, η Ιορδανία, ο Λίβανος αλλά και χώρες στην Αφρική, η ΕΕ έχει επίσης ενισχύσει σημαντικά τις προσπάθειες της για την επανεγκατάσταση. Περισσότερα από 60 000 άτομα έχουν ήδη επανεγκατασταθεί στην Ευρώπη τα τελευταία τέσσερα χρόνια και θα συνεχίσουμε.

Γνωρίζω ότι η Τουρκία συνεχίζει να αντιμετωπίσει μεταναστευτικές προκλήσεις. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η στενή μας συνεργασία πρέπει να συνεχιστεί. Ζούμε σε μια εποχή ανθρώπινης κινητικότητας. Αυτή τη στιγμή περισσότερο από 67,7 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί και ψάχνουν για μία καλύτερη ζωή.

Όταν κορυφώθηκε η κρίση στην Ευρώπη το καλοκαίρι του 2015, η Ευρώπη δεν ήταν έτοιμη. Σήμερα, δεν είμαστε στο σημείο που βρισκόμασταν τότε. Πέντε χρόνια αργότερα, έχουμε κάνει σημαντική πρόοδο για την καλύτερη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και έχουμε ενισχύσει τη διαχείριση των εξωτερικών μας συνόρων.

Τώρα έχουμε μια λειτουργική Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή που θα έχει σύντομα στη διάθεσή της ένα μόνιμο σώμα 10,000 συνοριοφυλάκων. Ενισχύσαμε τον αγώνα μας εναντίον των εγκληματικών δικτύων διακινητών εντός και εκτός Ευρώπης, ενισχύοντας την Europol και επενδύοντας στις συνεργασίες με στρατηγικούς εταίρους μας, όπως την Τουρκία και άλλους.

Έχουμε επίσης ενισχύσει τη στήριξή μας σε όλες τις χώρες κατά μήκος της μεταναστευτικής διαδρομής για την Ευρώπη για να αντιμετωπίσουμε τις βασικές αιτίες για τη μετανάστευση και να εξασφαλίσουμε ότι οι άνθρωποι που μετακινούνται λαμβάνουν βοήθεια κοντά στις χώρες καταγωγής τους.

Σήμερα, σε έναν παγκοσμιοποιημένο και διασυνδεδεμένο κόσμο, οι γεωπολιτικές αλλαγές και η αστάθεια απαιτούν περισσότερη συνεργασία για την αντιμετώπιση των απειλών που αφορούν στην ασφάλεια.

Η Ευρώπη, οι ΗΠΑ, η Αφρική, η Μέση Ανατολή και η νοτιοανατολική Ασία έχουν όλες βιώσει την τρομοκρατία κατά την τελευταία δεκαετία. Η Τουρκία και οι πολίτες της έχουν και αυτοί χτυπηθεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια λίγων μόνο ετών.

Η τρομοκρατία είναι μία απειλή που δεν σταματά στα εθνικά σύνορα και δεν έχει ένα μόνο πρόσωπο. Η επίθεση στο Christchurch της Νέας Ζηλανδίας έχει αναδείξει το αποτέλεσμα της βίαιης ακροδεξιάς ιδεολογίας. Η τρομοκρατία συνεχίζει να μας απειλεί όλους, πέρα από κράτη, σύνορα ή θρησκείες. Δυστυχώς, η διχαστική ρητορική μόνο εντείνει τις διαφορές μεταξύ των κοινωνιών μας.

Αντιθέτως θα έπρεπε όλοι να εργαζόμαστε για να δημιουργήσουμε γέφυρες και να καλλιεργήσουμε την αμοιβαία κατανόηση και κυρίως, τον αμοιβαίο πολιτισμικό σεβασμό. Η έλλειψη πολιτισμικού σεβασμού κάνει κάποιους να πιστεύουν σε μία αναπόφευκτη ‘σύγκρουση πολιτισμών’.

Ο Huntington και άλλοι πριν δύο δεκαετίες υποστήριξαν ότι η αιτία πίσω από όλες τις συγκρούσεις είναι οι «αναπόφευκτες εντάσεις μεταξύ πολιτισμών». Προσωπικά δεν πιστεύω ότι αυτό συνέβη ή ότι θα συμβεί κάποια στιγμή. Απλοϊκές θεωρίες όπως αυτή δεν εξηγούν τα αίτια της ριζοσπαστικοποίησης, τις πηγές των περιφερειακών συγκρούσεων ή τα κίνητρα της ανθρώπινης κινητικότητας.

Ο εξτρεμισμός δεν είναι πολιτισμικό φαινόμενο. Αντιθέτως, οι τραγωδίες που έχουμε βιώσει μέσω της τρομοκρατίας δείχνουν ότι ο κόσμος έχει συγκλίνει πέρα από τις πολιτισμικές διαφορές, δημιουργώντας μία ισχυρή συμμαχία απέναντι στην τρομοκρατία.

Η αντιμετώπιση της απειλής αυτής απαιτεί κοινή δουλειά, οργανωμένη διεθνή δράση σε διμερές, περιφερειακό και πολυμερές επίπεδο, στενή συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και πολιτική δέσμευση να ξεπεράσει τα εθνικά στεγανά. Απαιτεί αμοιβαία κατανόηση και κυρίως, αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ο ΟΗΕ, οι G7 και οι G20 αποτελούν ομπρέλες κάτω από τις οποίες η πολυμερής συνεργασία μπορεί να ριζώσει και να ανθίσει.

Έχουμε τo παράδειγμα των ξένων τρομοκρατών που ταξίδεψαν στο Ιράκ και τη Συρία και πολέμησαν με το Ισλαμικό Κράτος. Λόγω της γεωγραφικής της εγγύτητας, η Τουρκία αποτελεί το πιο σημαντικό κράτος-εταίρο στην περιοχή αυτή έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αλλά και αναδυόμενες απειλές.

Γι’ αυτό και επιμείναμε να ενισχύσουμε τη συνεργασία μας με την Τουρκία σε αυτό τον τομέα, προτείνοντας την ανταλλαγή των αξιωματικών-συνδέσμων και μια διεθνή σύμβαση μεταξύ της Europol και της Τουρκίας που θα επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών σε βάθος. Τέτοιου είδους συνεργασία μπορεί να αποτελέσει ένα παγκόσμιο μοντέλο, τόσο σε περιφερειακό, όσο και σε πολυμερές επίπεδο για να αντιμετωπιστούν από κοινού οι προκλήσεις ασφάλειας.

Με την άνοδο του λαϊκισμού και του εθνικισμού σήμερα υπάρχει μία τάση εσωτερίκευσης και επιστροφής στη λογική του απομονωτισμού. Η λογική αυτή είναι λανθασμένη. Είναι αναγκαίο να συνεχίσουμε να μαθαίνουμε από την κοινή μας ιστορία.

Η πραγματικότητα του 21ου αιώνα απαιτεί ισχυρή συνεργασία και μια ηγεσία με όραμα. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε θα έπρεπε να μας φέρνουν όλο και πιο κοντά αφού είναι κοινές και γίνονται ολοένα πιο απειλητικές. Η αλήθεια είναι ότι χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο.

Ένα κοινό μέλλον για την Ευρώπη και την Τουρκία και καλές σχέσεις σε επίπεδο πολιτικής, οικονομίας και ασφάλειας είναι κερδοφόρες για όλους μας. Ακόμα και σε δύσκολους και απαιτητικούς καιρούς, πάντα αναζητούμε τις καλύτερες λύσεις για να οικοδομήσουμε μαζί ένα περιβάλλον ασφάλειας και σταθερότητας που θα συνδράμει στη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών και στη λειτουργία και ανθεκτικότητα της δημοκρατίας, της οικονομικής ανάπτυξης και της ευημερίας.

Ως Ευρωπαίος Επίτροπος, αισθάνομαι πως τα τελευταία πέντε χρόνια έχουμε αποδείξει πως μία πιο ανοιχτή, συνεκτική και ειρηνική παγκόσμια τάξη είναι εφικτή. Ακόμα όμως πρέπει να γίνουν πολλά. Χρειαζόμαστε μια πιο ανοιχτή συνεργασία, τόσο διεθνώς, όσο και μεταξύ των πολιτών και των κυβερνήσεων.

Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις προσπάθειες και το όραμα της γενιάς μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από τις στάχτες των παγκόσμιων πολέμων, γεννήθηκε η ειρήνη και η ευημερία. Δεν μπορούμε να θεωρούμε όλα αυτά τα επιτεύγματα δεδομένα. Πρέπει να παραμείνουμε σε εγρήγορση. Η ειρήνη και η ευημερία μπορούν να ευδοκιμήσουν μόνο αν έχουν ένα σταθερό και βιώσιμο περιβάλλον.

Είναι βασικό να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος, να μάθουμε από αυτά και να διατηρήσουμε τις αρχές μας με αίσθημα ευθύνης και με γνώμονα τα συμφέροντα των πολιτών. Το μέλλον βρίσκεται στα χέρια μας και πρέπει να συνεργαστούμε σε αυτή την κοινή προσπάθεια, με μια προσέγγιση που στηρίζεται σε αξίες, ως φίλοι και ως γείτονες.

Όσο και εάν οι κεντρικές στρατηγικές επιλογές και αποφάσεις , όπως είναι και πολιτικά ορθό, εκπορεύονται από την κυβέρνηση μιας χώρας, ο ρόλος της Διπλωματικής Υπηρεσίας και ειδικότερα των ανώτατων διπλωματών είναι ουσιαστικός, αφού η συμβουλή και η άποψη τους, συνοδευόμενες από αλήθειες, αντικειμενικότητα, καλύτερη γνώση του παγκόσμιου τοπίου και βέβαια αφοσίωση στο καθήκον, μπορούν να συνεισφέρουν στη χάραξη πολιτικής, μακριά και πέρα από τον -πάντοτε ελλοχεύοντα- εσωστρεφή εθνικισμό.

Η Τουρκία είναι σημαντικό να μείνει σε σταθερή ευρωπαϊκή τροχιά, ενώ συγχρόνως η ευρύτερη γειτονιά μας να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση, εξελισσόμενη σε ένα γεωπολιτικό τοπίο ειρήνης, σταθερότητας, ασφάλειας και προόδου συνολικά για όλους τους πολίτες και κατοίκους της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι εμείς, κι εγώ προσωπικά, θα συνεχίσουμε να δουλεύουμε ακατάπαυστα για να ενισχύσουμε τη σχέση αυτή, υποστηρίζοντας τις προσπάθειες σας για ένα καλύτερο μέλλον με ταχύτερη ανάπτυξη και περισσότερη σταθερότητα και ειρήνη για όλους.

Είναι η πρώτη φορά που σε αυτή τη διάσκεψη των Επικεφαλής των Διπλωματικών Αποστολών της Τουρκίας σε ολόκληρο τον κόσμο, μοιράζεται μαζί σας τις σκέψεις του ένας Ευρωπαίος Επίτροπος που είναι συγχρόνως και Έλληνας πολιτικός.

Είμαστε πλέον γνωστοί. Ανήκω στην κατηγορία εκείνων που πάντα πίστευαν και πιστεύουν στην ελληνοτουρκική προσέγγιση και φιλία αλλά και στο πεδίο των ευρωτουρκικών σχέσεων, όλα αυτά τα χρόνια συνέβαλα στο να δημιουργηθούν όροι αμοιβαίας κατανόησης και εμπιστοσύνης που θα διασφαλίσουν την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και την εμβάθυνση των σχέσεων Ευρώπης-Τουρκίας σε όλους τους τομείς.

Είπα στην αρχή ότι η πρόθεσή μου είναι να είμαι ειλικρινής στη διατύπωση των σκέψεών μου. Και μην έχετε καμία αμφιβολία ότι αυτό πράττω. Οι καιροί άλλαξαν. Οι επαναστατικές αλλαγές στην οικονομία, στις μεταφορές, στις επικοινωνίες, στην κινητικότητα των λαών, στον ανοιχτό κόσμο της πληροφόρησης και του διαδικτύου όπου διασταυρώνονται οι αλήθειες και τα ψέματα, έχουν διαμορφώσει ένα καινούργιο παγκόσμιο και περιφερειακό τοπίο, όπου δεν έχουν πλέον θέση τα στερεότυπα που μας κληροδότησε το παρελθόν.

Στην ευρύτερη γειτονιά μας, που αποτέλεσε πεδίο σκληρών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων για πολλούς αιώνες, ο εθνικισμός συνιστούσε πάντα τη μεγαλύτερη απειλή. Η συνεργασία στη γειτονιά αυτή, απαιτεί βαθιά αναθεώρηση, τολμηρές πρωτοβουλίες και το κυριότερο, προσήλωσή στο μέλλον που από κοινού καλούμαστε να χτίσουμε, με σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο.

Το Διεθνές Δίκαιο αποτελεί το φύλακα-άγγελο της ειρηνικής συνύπαρξης και το όργανο της διεθνούς συνεργασίας. Είναι το ευαγγέλιο που ορίζει τις ηθικές και πρακτικές σχέσεις μεταξύ κρατών.

Χρειαζόμαστε μία νέα αρχιτεκτονική στη διπλωματία, με την απομάκρυνση των ιστορικών ιδεοληψιών και με θαρραλέες πρωτοβουλίες για τη διευθέτηση εκκρεμοτήτων που, όσο υπάρχουν, μας κρατούν αιχμάλωτους του παρελθόντος.

Πέρα από τη στρατηγική των κρατών και τα πρόσκαιρα οράματα πολιτικών, ας ακουσθεί η φωνή των πολιτών μας, οι οποίοι σε αυτό το αβέβαιο, ρευστό, ανησυχητικό και εν πολλοίς επικίνδυνο τοπίο, ζητούν και δικαίως, ασφάλεια, σιγουριά, ειρήνη και σεβασμό στο δικαίωμά τους για ζωή.

Οι διπλωμάτες περισσότερο από άλλους εκπροσώπους των βαθέων κρατικών ζητημάτων, είναι οι πρώτοι που το έχουν αντιληφθεί και η όσμωση τους με τον κόσμο τους καθιστά, σας καθιστά, τον πιο αξιόπιστο σύμβουλο της πολιτικής ηγεσίας και των δημοκρατικών κυβερνήσεων, ώστε οι τελικές επιλογές και αποφάσεις να έχουν όπως είπα πρωτύτερα αναφορά τους το κοινό όλων μας μέλλον.

Οι καιροί απαιτούν αναμφίβολα σεβασμό και όχι φόβο στην ιστορία μας. Αλλά ούτε και εξάρτηση από το χθες. Εξάλλου, αυτό είναι και το βαθύτερο νόημα του όρου Ηγεσία. Να βγαίνεις μπροστά από τις εξελίξεις, να βλέπεις βαθιά στο χρόνο και να τολμάς να συγκρουστείς με ό,τι συνιστά εμπόδιο ή πρόβλημα που κυρίως παράγεται από μία εγγενή ασθένεια όλων των κρατών, και που δεν είναι παρά η κρατική αρτηριοσκλήρωση.

Θα ήθελα να υπογραμμίσω, παρόλο που δεν βρίσκομαι εδώ ως αντιπρόσωπος της χώρας μου, ένα ακόμη σημείο όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Πιστεύω πως ο νέος Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κυριάκος Μητσοτάκης, ένας ηγέτης με όραμα, και ο Πρόεδρος της Τουρκίας κ. Ερντογάν – με τον οποίο έχω δημιουργήσει ένα μακρύ και ισχυρό δεσμό και μία σχέση εμπιστοσύνης από τον καιρό που ήμασταν δήμαρχοι των Αθηνών και της Κωνσταντινούπολης – είναι και οι δύο ισχυροί πολιτικοί.

Έχουν τη δύναμη να λάβουν σημαντικές αποφάσεις και να οδηγήσουν τις χώρες μας σε μία νέα εποχή φιλίας, καλής γειτονίας και κοινού οράματος για τις δύο μεγάλες μας χώρες.

Ας είναι αυτές οι συναντήσεις χώροι, όχι μόνον ενημέρωσης, αλλά και καλλιέργειας νέων αντιλήψεων και ιδεών, που μπορούν να υπηρετήσουν πρακτικά το όραμα και την επιθυμία των εθνών αλλά και των πολιτών για ένα καλύτερο, πιο συνεκτικό, πιο αλληλέγγυο και δημιουργικό κόσμο.

Η διπλωματία παραμένει η πρώτη και η έσχατη λύση για την αντιμετώπιση σημαντικών διεθνών και εθνικών θεμάτων, την αποφυγή τριβών και αδιανόητων εξελίξεων. Πρόκειται για το πεδίο στο οποίο οι πολιτικοί και οι διπλωμάτες μπορούν να δουλέψουν μαζί πέρα από στεγανά.

Θα ήθελα να ευχηθώ σε όλους τους Πρέσβεις και τις διπλωματικές υπηρεσίες να βιώσουν αυτή την ανεπανάληπτη επαγγελματική εμπειρία και περιπέτεια με έμπνευση, γνώση και βαθιά αίσθηση της ευθύνης και του καθήκοντος, έχοντας υπόψη ότι «μπορούμε να είμαστε την ίδια στιγμή πατριώτες και πολίτες του κόσμου», παραφράζοντας το Σωκράτη και τον Κομφούκιο.”