Μέσω της υπερφορολόγησης και της συμπίεσης των δημόσιων επενδύσεων επιτυγχάνεται τα τελευταία χρόνια το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα υποστηρίζει σε συνέντευξη του στην γερμανική εφημερίδα Handelsblatt ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Στουρνάρας.. Εκτιμά ότι η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει σε συμφωνία με τους Θεσμούς να μειώσει τους στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022.
Η Handelsblatt περιγράφει τον κ. Στουρνάρα ως έναν “ενοχλητικό σοφό” για τον Αλέξη Τσίπρα επειδή, αρέσκεται στο να βάζει το δάχτυλο επί τον τύπο των ήλων, να “ψέλνει τον εξάψαλμο” στον Έλληνα πρωθυπουργό και να του υπενθυμίζει τις μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική πειθαρχία.
Όπως λέει στη συνέντευξη του ο διοικητής της ΤτΕ «τον Μάιο η κυβέρνηση αποφάσισε να αυξήσει για φέτος τις δημόσιες δαπάνες και να μειώσει τη φορολογία, μέτρα που αντιστοιχούν με το 0,7% του ΑΕΠ» και προσθέτει ότι «Αναμένουμε μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος από το σχεδιαζόμενο 3,5% του ΑΕΠ στο 2,9%. Προσωπικά δεν βλέπω κανένα δημοσιονομικό χώρο για το ψηφισμένο φορολογικό πακέτο. Πόσο μάλλον που οι μακροοικονομικές προοπτικές για το 2019 έχουν χειροτερεύσει σε σχέση με τις υποθέσεις που περιγράφονται στον προϋπολογισμό».
Στη συνέχεια ο κ. Στουρνάρας κάνει αναφορά στους λόγους για τους οποίους είναι αντίθετος στη διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022:
“Για δύο λόγους, ο πρώτος αφορά στον τρόπο με το οποίο επιτυγχάνεται αυτό το πλεόνασμα με ένα δημοσιονομικό μείγμα που βασίζεται κατεξοχήν στη υπερφορολόγηση. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και τα στενά περιθώρια φορολογικής βάσης έχουν εξασθενήσει τα ιδιωτικά νοικοκυρά και τις επιχειρήσεις. Κι αυτό θέτει τη βιωσιμότητα των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα εν αμφιβόλω. Ο δεύτερος λόγος αφορά στις δημόσιες επενδύσεις. Η κυβέρνηση για πολλά χρόνια τις μείωσε για να εξοικονομήσει υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα κλέβοντας από την οικονομία για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα απαραίτητες δημόσιες επενδύσεις. Πρέπει να κλείσουμε επειγόντως αυτήν την τρύπα”.
Για τις προκλήσεις της επόμενης κυβέρνησης σημειώνει πως «Κυρίως θα πρέπει να προσελκύσει ξένους επενδυτές και να αλλάξει το υπάρχον δημοσιονομικό μείγμα προς την κατεύθυνση χαμηλότερων φόρων»
Προσθέτει ότι «οι δημοσιονομικοί στόχοι που συμφωνήθηκαν είναι υπερβολικά υψηλοί. Θα πρέπει σε συνεννόηση με τους θεσμούς να μειωθούν για να μπορέσει να κινηθεί πιο γρήγορα η οικονομία».