Μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών σε συνδυασμό με χαμηλότερους στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα προτείνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας μέσα από την έκθεση της ΤτΕ για τη Νομισματική Πολιτική 2018-2019 στην οποία προβλέπεται ανάπτυξη 1,9% για το τρέχον έτος (χαμηλότερη από τον στόχο του ΥΠΟΙΚ για 2,3%) και ασκείται κριτική στην κυβέρνηση για την ακύρωση μεταρρυθμίσεων και την απόκλιση από τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους.
Πιο αναλυτικά ο κεντρικός τραπεζίτης προτείνει «σε συνεννόηση και συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους, να μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022 και να υιοθετηθεί ένα μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και χαμηλότερες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να είναι φιλικότερο προς τις επενδύσεις, την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη».
Η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο σε σχέση με το ισχύον 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, εφόσον συνδυαστεί με περισσότερες μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις, δεν συνεπάγεται υψηλότερο δημόσιο χρέος, αλλά πιθανότατα χαμηλότερο: διότι, όταν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι 180%, τότε 1% υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης (ο οποίος μπορεί να προκύψει εάν η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα επιτευχθεί με μείωση φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, σε συνδυασμό με περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις) ή/και 100 μονάδες βάσης χαμηλότερο κόστος δανεισμού (που έχει ήδη προκύψει σε σχέση με το βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) είναι 1,8 φορές πιο αποτελεσματικά για τη μείωση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ από ό,τι μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα. Σε αυτό πρέπει να προστεθούν και τα έσοδα από τις περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις.
Στην έκθεση γίνεται αναφορά στους κινδύνους και της προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας. Από το εξωτερικό περιβάλλον αυτοί αφορούν στην επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού και των γεωπολιτικών εντάσεων. «Κίνδυνοι όμως πηγάζουν και από το εγχώριο περιβάλλον – η οπισθοδρόμηση των μεταρρυθμίσεων ή η ακύρωσή τους, οι δικαστικές αποφάσεις με δημοσιονομικές επιπτώσεις, καθώς και η πρόσφατη επεκτατική δέσμη δημοσιονομικών μέτρων – οι οποίοι δημιουργούν αβεβαιότητα για την επίτευξη των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων, αλλά και για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του χρέους και του ασφαλιστικού συστήματος», προστίθεται χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 1,9% το 2019, 2,1% το 2020 και 2,2% το 2021. Η άνοδος του ΑΕΠ θα στηριχθεί κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση, στις επιχειρηματικές επενδύσεις και στις εξαγωγές.

Όμως, όπως προστίθεται «οι υψηλοί στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα και η παρατηρούμενη συστηματική υπέρβασή τους, με έμφαση στην αύξηση των φόρων και την περικοπή των δημόσιων επενδύσεων, επιβραδύνει την ανάκαμψη και ασκεί αρνητική επίδραση στο μακροχρόνιο δυνητικό προϊόν της οικονομίας».
Πιο αναλυτικά σύμφωνα με την έκθεση η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει τις ακόλουθες προκλήσεις:
• Το πολύ υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών μειώνει την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να παρέχει πιστώσεις σε υγιείς επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να καθυστερεί την ανάκαμψη των επενδύσεων και της οικονομικής δραστηριότητας.
• Το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος (του οποίου η βιωσιμότητα όμως βελτιώθηκε σημαντικά μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που ενέκρινε το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018) δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την ικανότητα της χώρας να το εξυπηρετήσει σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, με αποτέλεσμα να αυξάνει το κόστος δανεισμού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και να περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική.
• Η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη περίοδο (3,5% του ΑΕΠ έως το 2022) έχει αρνητικό αντίκτυπο στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων είναι ακόμη πιο έντονη όταν συνοδεύεται από πολύ υψηλή φορολογία (συμπεριλαμβανομένων των υψηλών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης) και περικοπές του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση της ανάκαμψης και την αύξηση της παραοικονομίας.
• Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εξακολουθεί να είναι αρνητικό και συνεχίζει να τροφοδοτεί την αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της χώρας.
• Η υψηλή μακροχρόνια ανεργία, το μεγάλο ποσοστό ανεργίας των νέων και το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό εντείνουν τις κοινωνικές ανισότητες, θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή και οδηγούν σε απαξίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου.
• Η δημογραφική κρίση, που οφείλεται στη γήρανση του πληθυσμού και στη μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης, οδηγεί σε μείωση του πληθυσμού και χαμηλότερη δυνητική ανάπτυξη, αυξάνοντας τους κινδύνους για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και των δημόσιων οικονομικών.
• Η υψηλή εισοδηματική ανισότητα σε συνδυασμό με την περιορισμένη επίδραση των κοινωνικών επιδομάτων στη μείωση του κινδύνου φτώχειας (15,83% το 2017 στην Ελλάδα, σε σχέση με 33,98% στην ΕΕ). Η παγκοσμιοποίηση, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, οι δημογραφικές αλλαγές και η κλιματική αλλαγή δημιουργούν νέες ευκαιρίες για ανάπτυξη, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουν και τις κοινωνικές ανισότητες. Παρότι το κράτος παρεμβαίνει μέσω της κοινωνικής και φορολογικής πολιτικής για να διασφαλίζει την επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς και ανισότητες, τα έως τώρα αποτελέσματα δεν κρίνονται επαρκή.
• Ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας, η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλή διείσδυση σε ευρυζωνικές επικοινωνίες υψηλής ταχύτητας και περιορισμένες βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Με βάση το Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα για το 2019 κατατάσσεται 26η μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ, γεγονός που υποδηλώνει υψηλό κίνδυνο τεχνολογικής υστέρησης και ψηφιακού αναλφαβητισμού και εγκλωβισμό σε μόνιμα χαμηλή παραγωγικότητα.
• Η πολυετής ύφεση έχει αφήσει ένα εξαιρετικά μεγάλο επενδυτικό κενό, το οποίο ενδέχεται να υποβαθμίσει σε μόνιμη βάση την παραγωγική δυναμικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το καθαρό κεφαλαιακό απόθεμα της οικονομίας (σε σταθερές τιμές 2010), συμπεριλαμβανομένων των κατοικιών, υποχώρησε κατά 67,4 δισεκ. ευρώ μεταξύ 2010 και 2016.
• Χωρίς να αγνοήσουμε τις συνέπειες της σχετικά χαμηλής εγχώριας ζήτησης και τους περιορισμούς στη χρηματοδότηση, συμπεριλαμβανομένων των σημαντικά υψηλότερων επιτοκίων δανεισμού σε σύγκριση με αυτά που επικρατούν στις άλλες χώρες της ευρωζώνης, το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί φιλικό προς τις επενδύσεις. Αυτό οφείλεται στους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, στην εκτεταμένη γραφειοκρατία και πολυνομία, στην ανασφάλεια δικαίου και τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης και γενικότερα στην ύπαρξη εμποδίων και προσκομμάτων που αποδεδειγμένα παρεμποδίζουν την υλοποίηση επενδύσεων, επιδεινώνοντας εν τέλει το επιχειρηματικό κλίμα. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να σημειωθεί ότι η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα όχι μόνο είναι χαμηλή σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους εταίρους, αλλά και υποχώρησε τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με το δείκτη ευχέρειας του επιχειρείν (easeofdoingbusiness) της Παγκόσμιας Τράπεζας (Οκτώβριος 2018), το δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (Οκτώβριος 2018), αλλά και με βάση την παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας για το 2019 του IMDWorldCompetitivenessCenter.
• Τέλος, η κλιματική αλλαγή απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες για την αντιμετώπισή της. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ενεργό ρόλο στον τομέα αυτό μέσω της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ).