του Μιχάλη Δεμερτζή

 

Πολλά συζητήθηκαν και γράφτηκαν το τελευταίο δεκαήμερο για τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης και όχι αδίκως, καθώς οι ενστάσεις για τη νέα σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου ήταν πολλές, με σοβαρά επιχειρήματα και προερχόμενες εξ οικείων. Από την άλλη, ωστόσο, φαίνεται ότι την περισσότερη και πιο σφοδρή κριτική, ο πρωθυπουργός τη δέχτηκε για την μάλλον πιο ορθή ηθικά επιλογή του: τον Ε. Αποστολάκη (υπουργός Εθνικής  Άμυνας στην τελευταία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ).

Πριν επιχειρηματολογήσουμε σχετικά, είναι σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι «πιο ορθή ηθικά» δεν σημαίνει απαραιτήτως και πιο αποτελεσματική σε διακυβερνητικό επίπεδο. Ορίζουμε ορθή ηθικά τη συγκεκριμένη επιλογή ως πιο ωφέλιμη για τον τόπο μακροπρόθεσμα, ακόμα κι αν έχει πολιτικό κόστος – προσωπικό ή κομματικό – βραχυπρόθεσμα.

Στο διά ταύτα τώρα, έχουμε γράψει σε αμέτρητα άρθρα ότι μία από τις μεγαλύτερες παθογένειες της ελληνικής πολιτικής είναι η παντελής απουσία συναινετικής κουλτούρας. Αυτή η απουσία έχει κοστίσει και συνεχίζει να κοστίζει πανάκριβα στον ελληνικό λαό. Για την ακρίβεια, έχει κοστίσει πανάκριβα όχι απλώς στο λαό, αλλά σε ολόκληρο το ελληνικό έθνος, γιατί μιλάμε για ελάττωμα που υπάρχει εδώ και δύο αιώνες, με κάποιες ελάχιστες και πολύ χαρακτηριστικές εξαιρέσεις. Ας αφήσουμε τους αιώνες όμως κι ας μείνουμε στην τελευταία δεκαετία: Ο βασικότερος λόγος που η Ελλάδα δεν πήρε ούτε μισή ανάσα από την προηγούμενη οικονομική κρίση πριν εισέλθει στην τωρινή, είναι η έλλειψη πολιτικής συναίνεσης. Η Ιρλανδία, λ.χ., βγήκε από το μνημόνιό της σε τρία χρόνια… Η Πορτογαλία σε τέσσερα… Στην Ελλάδα, από την άλλη, περάσαμε σχεδόν δέκα χρόνια προσπαθώντας να νομιμοποιήσουμε πολιτικά το μνημόνιο, γιατί όλες οι κυβερνήσεις μας, πλην της σημερινής, έγιναν κυβερνήσεις πουλώντας ανένδοτο αντιμνημονιακό αγώνα όσο ήταν στην αντιπολίτευση.

Το άλλο που έχουμε γράψει αμέτρητες φορές είναι πως η πολιτική συναίνεση είναι πρωτίστως δουλειά εκείνου που κυβερνά. Θα ήταν ωραίο να υπάρχει μία τέλεια και ανιδιοτελής αντιπολίτευση, που θα στηρίζει στα δύσκολα από μόνη της τη συμπολίτευση, αλλά αν κάποιος προορίζεται για να είναι ανιδιοτελής στη δημοκρατία, αυτός είναι η κυβέρνηση. Οι υπόλοιποι υπάρχουν για να εκπροσωπούν αυτούς που τους ψήφισαν. Υπάρχει λόγος που λέμε «πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων» και όχι «αντιπολίτευση όλων των Ελλήνων». Επίσης, κάτι που ισχύει γενικώς στην πολιτική είναι πως τον πρώτο λόγο τον έχει ο ισχυρός. Δηλαδή, με κομματικούς όρους, για να γίνει εφικτή μία μορφή συνεργασίας, ο «δυνατός» τείνει πρώτος το χέρι στον «αδύναμο». Αν το τείνει πρώτα ο αδύναμος, τότε κινδυνεύει να εκμηδενιστεί πολιτικά.

Από την άλλη, βέβαια, υπάρχει και κάτι ακόμα που έχουμε γράψει αμέτρητες φορές και δεν συνάδει καθόλου με όλα τα προηγούμενα: Ο ΣΥΡΙΖΑ και η συναίνεση έχουν την ίδια σχέση που έχει ο διάολος με το λιβάνι. Το 2015 συνεργάστηκε μεν με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, αλλά για να ρίξει το «σύστημα». Και, γενικώς, αν κάπου στο βάθος των θεσμικών του πεπραγμένων δεν υπάρχει η επανάσταση ή έστω κάποιου είδους ρήξη με το κατεστημένο, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σοβαρό πρόβλημα συμβατότητας με οτιδήποτε κοινοβουλευτικό. Εν ολίγοις, στο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καθόλου συνεννοήσιμοι, το ξέρουμε πια αυτό. Και αφού το ξέρουμε εμείς, σίγουρα το ξέρει και ο πρωθυπουργός. Σε αντίθεση με εμάς όμως και ακριβώς επειδή είναι πρωθυπουργός, υπηρετεί κάτι πολύ μεγαλύτερο από τον εαυτό του και αν κρίνει πως το υπηρετεί καλύτερα αναζητώντας συναινέσεις, οφείλει να πράξει αναλόγως.

Εν προκειμένω, ο Κ. Μητσοτάκης έχει δείξει από την πρώτη στιγμή της πρωθυπουργίας του πως, εκ πεποιθήσεως, δίνει μεγάλη βαρύτητα στο στοιχείο της συναίνεσης. Δεν περίμενε ούτε μεγάλες κρίσεις να εμφανιστούν ούτε να πέσει η δημοφιλία του για να διορίσει υπουργούς από άλλους πολιτικούς χώρους. Από εκεί και πέρα, το τι κάνουν αυτοί οι χώροι έχοντας πλέον το «μπαλάκι» της συναίνεσης στο δικό τους γήπεδο, είναι δικό τους θέμα. Αν το ΚΙΝΑΛ έβλεπε, λ.χ., θετικά το διορισμό Χρυσοχοΐδη, τώρα μπορεί να είχαμε μία πολύ διαφορετική κυβέρνηση και κατ’ επέκταση μία διαφορετική χώρα. Σε κάθε περίπτωση, ο πρωθυπουργός έπραξε ως όφειλε.

Των παραπάνω δοθέντων, ήταν θέμα χρόνου ο Κ. Μητσοτάκης να προσεγγίσει με κάποιο τρόπο και το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, δεδομένου ότι πρόκειται για το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στη χώρα. Όφειλε τουλάχιστον να προσπαθήσει, σύμφωνα με το ήθος με το οποίο κυβερνά μέχρι στιγμής, και, γνωρίζοντας βεβαίως με τι μονολιθικά πολιτικά μυαλά έχει να κάνει, δεν είναι καθόλου τυχαίο που απευθύνθηκε στο «λιγότερο πολιτικό» πρόσωπο από τις κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή όμως στην Κουμουνδούρου προφανώς νομίζουν ότι «συναίνεση» σημαίνει να τους ζητά την άδεια ο πρωθυπουργός πριν διορίσει κάποιον υπουργό και, επιπλέον, ο κ. Αποστολάκης δεν ήταν αρκετά «απολίτικος» για να τους αγνοήσει, τελικά δεν επετεύχθη καμία μορφή πραγματικής συναίνεσης. Αλλά, είπαμε, το τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κάθε «ΣΥΡΙΖΑ» σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι δικό του θέμα.

Εν κατακλείδι, είναι αλήθεια πως ο ανασχηματισμός δεν ήταν και ο καλύτερος δυνατός και είχε αρκετά προβλήματα. Η επιλογή Αποστολάκη, ωστόσο, δεν ήταν ένα από αυτά. Υπάρχουν πολλαπλά και μακροπρόθεσμα οφέλη από ένα πολιτικό περιβάλλον συναίνεσης, το οποίο κάποια στιγμή και με κάποιο τρόπο πρέπει να ξεκινήσουμε να χτίζουμε. Ε, αυτή η στιγμή θα μπορούσε να είναι τώρα, που κυρίαρχος του πολιτικού σκηνικού είναι ο Κ. Μητσοτάκης, αλλά, τελικά, εκ των πραγμάτων δεν γίνεται να είναι τώρα, γιατί στην αξιωματική αντιπολίτευση είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Το έχει η μοίρα μας στην Ελλάδα, φαίνεται…