Κατ’ αρχάς, πρέπει να πω ότι είναι η πρώτη φορά στα 14 χρόνια μου στο εξωτερικό που αισθάνομαι τόσο υπερήφανος για το ότι είμαι Έλληνας. Πλέον δεν είμαστε αυτοί που χρωστάμε, αλλά αυτοί που διαχειρίζονται μία πολυδιάστατη κρίση συντονισμένα, ψύχραιμα και επιτυχώς, και είναι ωραίο να υπάρχει αναγνώριση, τόσο σε κοινωνικό επίπεδο μεταξύ φίλων και συναδέλφων, όσο και από τα διεθνή μέσα.

Στη Μαδρίτη, κλείσαμε τα εκπαιδευτικά ιδρύματα κατόπιν οδηγίας το βράδυ της 9 Μαρτίου και μπήκαμε σε κατάσταση καραντίνας στις 14 Μαρτίου όταν ο πρωθυπουργός, Πέδρο Σάντσεθ, κήρυξε τη χώρα σε «κατάσταση συναγερμού» («estado de alarma»), συγκεντρώνοντας στα χέρια του την εξουσία των 17 αυτόνομων κοινοτήτων της χώρας όπως ορίζει το Σύνταγμα. Αυτομάτως τέθηκε σε ισχύ καθολική απαγόρευση εξόδου από το σπίτι με λίγες εξαιρέσεις (σουπερμάρκετ, φαρμακείο, νοσοκομείο). Φυσικά, μέσα μεταφοράς συνέχισαν να λειτουργούν, παρότι άδεια, ώστε να εξυπηρετούν περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης αλλά και τους εργαζόμενους σε σουπερμάρκετ, φαρμακεία και νοσοκομεία και υποψιάζομαι και εστιατόρια στα οποία επετράπη να στέλνουν παραγγελίες σε σπίτια μέσω εφαρμογών. Μέσα σε λίγες μέρες, η εμπειρία του σουπερμάρκετ πήρε πολύ διαφορετική μορφή – αυξημένη παρουσία προσωπικού ασφαλείας, ελάχιστοι πελάτες, χρήση μάσκας και υποχρεωτική χρήση αντισηπτικού και γαντιών κατά την είσοδο.

Στο ESCP Business School, όπως και στα περισσότερα ακαδημαϊκά ιδρύματα, δεν σταματήσαμε να δουλεύουμε, αντιθέτως η δουλειά μας μεταφέρθηκε εξολοκλήρου στο διαδίκτυο, από τη μία μέρα στην άλλη. Μαθήματα, συναντήσεις, ακόμα και κάποια από τα επιστημονικά μας συνέδρια, που φιλοξενούν ακόμα και 500 συμμετέχοντες, διεξάγονται πλέον πλήρως διαδικτυακά. Αυτό σημαίνει ότι δημιουργήθηκε ένας σημαντικός όγκος επιπλέον δουλειάς ώστε, πρώτον, να προσαρμόσουμε το υλικό και τον τρόπο διδασκαλίας μας και αξιολόγησης διαδικτυακά, και δεύτερον, για όσους δεν ήταν συνηθισμένοι σε αυτό ήδη, να δημιουργήσουν ο καθένας τις κατάλληλες συνθήκες εργασίας στα σπίτια τους. Το τελευταίο αφορά περισσότερο το διοικητικό προσωπικό του κάθε πανεπιστημίου, καθώς οι ακαδημαϊκοί είμαστε γενικά συνηθισμένοι στην εργασία από το σπίτι. Το ερώτημα που μας απασχολεί τώρα είναι το ερχόμενο ακαδημαϊκό έτος, 2020-2021, και είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς το αν θα είναι εφικτό να ανοίξουν οι σχολές, αν και το πιο πιθανό σενάριο είναι το υβριδικό μοντέλο διδασκαλίας – για παράδειγμα, με το θεωρητικό μέρος του μαθήματος να λαμβάνει χώρα διαδικτυακά και το πρακτικό στην τάξη αλλά με λιγότερους φοιτητές.

Για μένα προσωπικά, όπως και για πολλούς συναδέλφους ακαδημαϊκούς των οποίων η εργασία έχει να κάνει περισσότερο με την έρευνα και λιγότερο με τη διδασκαλία, η παρούσα κατάσταση μας έδωσε μεγάλη ευελιξία και χρόνο ώστε να αφοσιωθούμε στην έρευνα και τις δημοσιεύσεις μας. Με όλους να δουλεύουν από το σπίτι και με νεκρούς δρόμους χωρίς να κινείται σχεδόν κανείς πέρα από αστυνομία και στρατό, για μένα οι δύο μήνες της καθολικής απαγόρευσης λειτούργησαν (εν μέρει) ευεργετικά για τη δουλειά μου, καθώς έπαψαν να υπάρχουν μετακινήσεις και κοινωνική ζωή, και επομένως βρεθήκαμε όλοι με απεριόριστο χρόνο στο σπίτι. Παράλληλα, οι τεχνολογίες ζωντανής επικοινωνίας – FaceTime, WhatsApp, Messenger – βοήθησαν να υπάρχει ένα υποκατάστατο κοινωνικής ζωής διαδικτυακά, η οποία κατά κάποιον τρόπο έφερε τον κόσμο πιο κοντά, ακόμα και τους λιγότερο καταρτισμένους τεχνολογικά ή τους μεγαλύτερους σε ηλικία.

Μεγάλο μέρος του πληθυσμού κλείστηκε στα σπίτια του από τις 10 Μαρτίου, πριν την ανακοίνωση της απαγόρευσης, όταν καταλάβαμε ότι πολύς κόσμος είχε ήδη αρχίσει να νοσεί και να νοσηλεύεται λόγω COVID-19. Οι παρατηρήσεις μου αυτούς τους δύο μήνες αναφορικά με την αντίδραση του κόσμου μπορούν να παρουσιαστούν ως ένα παράδοξο. Από τη μία, εξεπλάγην θετικά με το πώς μία απειλή σε μορφή πανδημίας μπορεί να φέρει τους ανθρώπους κοντά και να προάγει μία μοναδική μορφή συλλογικότητας. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εξερράγησαν με hashtags όπως #YoMeQuedoEnCasa (το αντίστοιχο του ελληνικού #ΜένουμεΣπίτι) με ανθρώπους να μοιράζονται διαδικτυακά την καθημερινότητά τους από το σπίτι με άλλους, με πολυάριθμες πρωτοβουλίες καλλιτεχνών που δίνουν συναυλίες από το μπαλκόνι, και φυσικά το καθημερινό χειροκρότημα για το νοσηλευτικό προσωπικό στις 8μμ από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια μας. Αυτές οι πρωτοβουλίες έφεραν τον κόσμο πιο κοντά – γνωρίσαμε τους γείτονές μας που δεν ξέραμε, και έδωσαν την ευκαιρία σε ανθρώπους (κυρίως μεγάλους σε ηλικία) που δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι ούτε έχουν πρόσβαση σε τεχνολογία να πουν δύο κουβέντες με κάποιον κάθε απόγευμα από το απέναντι μπαλκόνι! Έτσι, κάποιοι από εμάς ήρθαμε αντιμέτωποι με τη μοναξιά, καταλάβαμε πώς μπορεί να αισθάνεται κάποιος ο οποίος δεν έχει τη δυνατότητα να βγει από το σπίτι του, και επανήλθαμε κατά κάποιον τρόπο στη φύση μας ως «άνθρωποι».

Από την άλλη, ωστόσο, και παράλληλα με την εμφάνιση αυτής της συλλογικότητας, παρατήρησα έναν απεριόριστο εγωκεντρισμό – ξαφνικά, η προσωπική μας ανάγκη πήρε την υπέρτατη προτεραιότητα. Παρόλο που τα συστήματα διαδικτυακών αγορών στα σουπερμάρκετ είχαν ήδη καταρρεύσει από την αρχή της καραντίνας και υπήρχε μειωμένη διαθεσιμότητα για νέες παραγγελίες, πολλοί εξακολούθησαν να κάνουν διαδικτυακά τα ψώνια τους ακατάπαυστα, ζημιώνοντας έτσι περαιτέρω αυτούς που πραγματικά δεν μπορούσαν να βγουν έξω και να εκτεθούν στον κίνδυνο του σουπερμάρκετ ώστε να προμηθευτούν αυτά που (πραγματικά) χρειάζονταν. Στην ανάλυσή μου αυτή σκόπιμα αποφεύγω να σχολιάσω τα διάφορα τρολ, τα fake news και τις θεωρίες συνομωσίας που πλημμύρισαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διεθνώς, και όλη αυτή την προσπάθεια διάσπασης της προσοχής μας από τον κόσμο της λογικής μέσω αυτών των περίεργων και ανυπόστατων κυμάτων ψευδο-ακτιβισμού (πχ αντι-εμβολιαστές).

Από το Σάββατο 2 Μαΐου άρχισε η σταδιακή άρση των μέτρων ενώ συνεχίζουμε σε κατάσταση συναγερμού. Ο Σάντσεθ ανακοίνωσε ότι η άρση θα είναι (α) σταδιακή (οργανωμένη σε φάσεις – 0, 1, 2 κλπ.), (β) ασύμμετρη (δηλαδή διαφορετική για διαφορετικές κοινότητες τις Ισπανίας και όχι καθολική), και (γ) συντονισμένη. Προς το παρόν, εξακολουθούμε για δεύτερη βδομάδα στη φάση 0 κατά την οποία, πέρα από τις προαναφερθείσες ανάγκες (σουπερμάρκετ, φαρμακείο, νοσοκομείο), επιτρέπεται να βγαίνουμε ατομικά ή με άτομα του νοικοκυριού μας για περπάτημα και άσκηση μεταξύ 6-10πμ και 8-10μμ, ενώ όσοι έχουν ανήλικα παιδιά μπορούν να βγαίνουν 10πμ-8μμ με αυτά.

Διαβάστε ακόμα:

Θέλω προσωπικά να κρατήσω τα θετικά από αυτή την ιστορία και είμαι αισιόδοξος ότι – ύστερα από το πρώτο αυτό κύμα της κρίσης του COVID-19 – μπορούμε να ξεφύγουμε λίγο από την έννοια του εγωκεντρισμού και να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, πιο δοτικοί, λιγότερο συγκρουσιακοί και ουσιαστικά (και όχι φαινομενικά) ανοιχτόμυαλοι. Μέχρι στιγμής, φαίνεται να έχουν πεθάνει λιγότεροι από 300.000 άνθρωποι από την πανδημία διεθνώς. Σύμφωνα με μελέτες της UNICEF (2018), περισσότερα από 3.000.000 παιδιά πεθαίνουν παγκοσμίως λόγω υποσιτισμού ετησίως. Αναρωτιέμαι αν τα μαθήματα που παίρνουμε από την παρούσα πανδημία του COVID-19 μπορούν να μας βοηθήσουν να δούμε την ευρύτερη εικόνα και τα δικά μας προβλήματα στην πραγματική τους διάσταση και να κινητοποιηθούμε ως πραγματικοί (και όχι ψευδο-)ακτιβιστές.


Ο Πέτρος Χαμακιώτης, PhD, είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Μάνατζμεντ στο ESCP Business School στη Μαδρίτη, Ισπανία και Πρόεδρος της ερευνητικής ομάδας IFIP WG 9.5 ‘Our Digital Lives’. Είναι Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Bath στο Ηνωμένο Βασίλειο και ειδικεύεται στο πώς η τεχνολογία – στις διάφορες μορφές της – επηρεάζει και μετασχηματίζει παραδοσιακές θεωρίες και πρακτικές μάνατζμεντ. Twitter: @petros_cham